Ο Γάλλος οικονομολόγος Ζαν-Πολ Φιτουσί αποδίδει πολλά από τα δεινά τού σήμερα στη σταδιακή εκπτώχευση της γλώσσας, στη διαστροφή των εννοιών και, τελικά, στην αδυναμία να εκφραστεί το όποιο σχέδιο για το μέλλον με όρους κατανοητούς από ένα ευρύ κοινό. Δεν αφήνει στο απυρόβλητο και τα ΜΜΕ, τα οποία χαρακτηρίζει «πηγή της πολιτικής ορθότητας».
• Το βιβλίο σας είναι εμπνευσμένο από το «1984» του Τζορτζ Οργουελ. Οι ομοιότητες ανάμεσα στο πνεύμα του συγκεκριμένου βιβλίου και στο σήμερα είναι προφανείς. Ποιος ήταν ο στόχος σας;
«Εν αρχή ην ο λόγος». Πάντα έβρισκα αυτή την πρόταση πολύ όμορφη και έχω την εντύπωση, όλως υποκειμενικά, ότι μου επιτρέπει να κατανοήσω καλύτερα τον κόσμο. Τι είναι αυτό που συμβαίνει στα αντικείμενα και, γενικότερα, σε όσα εμείς δεν ονοματοδοτούμε ή σταματάμε να ονομάζουμε; Κυριολεκτικά περιπίπτουν στην ασημαντότητα, ξεθωριάζουν σαν να μην έχουν υπάρξει ποτέ. Δεν υφίσταται πλέον το ζεύγος σημαίνον-σημαινόμενον για να τα ορίζει. Αυτό ακριβώς βρίσκεται στη ρίζα του βιβλίου μου: θα μπορούσαμε να πούμε, ειδικά στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο, ότι προβλήματα ή φαινόμενα –η δυστυχία, η δυσλειτουργία, η φτώχεια, η ανεργία, η ανισότητα– εξαφανίζονται επειδή συστηματικά αποφεύγουμε να τα ονομάσουμε ή να τα εξηγήσουμε; Οταν μια σκέψη είναι κυρίαρχη, οι κυριαρχούμενες σκέψεις δεν εξαφανίζονται, αλλά τι γίνεται όταν αυτή είναι η μοναδική; Η ανάδυση της «μοναδικής σκέψης» (la pensée unique) θα ήταν τότε ένα φαινόμενο της γλώσσας. Εδώ βρίσκεται η σχέση με τον Οργουελ και τη νεογλώσσα του (New Speak). Ομως δεν ζούμε σε αυταρχικά καθεστώτα, παρότι υπάρχουν και «αντιφιλελεύθερες δημοκρατίες». Στόχος μου ήταν απλά να δείξω πόσο μπορεί αργά αργά να πλησιάζουμε εκεί, μέσω της χειραγώγησης της γλώσσας και της επιβολής στους πληθυσμούς πολιτικών τις οποίες δεν έχουν ψηφίσει. Η Ελλάδα ξέρει καλύτερα από κάθε άλλη χώρα τι σημαίνει αυτό.
• Ποιες είναι οι συνέπειες της αυξανόμενης εκπτώχευσης της γλώσσας στην ατομική σκέψη και στις κοινωνικές πρακτικές;
Οι συνέπειες είναι τεράστιες: η εξαφάνιση εναλλακτικών πολιτικών για την επίλυση των προβλημάτων μας, των οποίων συνέπεια είναι η επιμονή των προβλημάτων. Ενα από τα στρατηγήματα που χρησιμοποιεί η «νεογλώσσα» είναι η επανάληψη, όπως όταν ακούμε: «Εχουμε προσπαθήσει τα πάντα για να νικήσουμε την ανεργία, αλλά τίποτα δεν έχει λειτουργήσει».
Αρα «δεν υπάρχει εναλλακτική» στη λιτότητα. Τότε η παραίτηση επικρατεί πάνω στην ελπίδα για εξεύρεση λύσης, όμως η παραίτηση έχει ένα πολιτικό κόστος με εκλογικούς όρους. Αντίθετα, εμείς (εννοώ οι ελίτ) πρέπει να πείσουμε τους πολίτες ότι, δεδομένων των περιορισμών που αντιμετωπίζουμε, η κατάστασή μας είναι η καλύτερη δυνατή που μπορούμε να συλλάβουμε.
Επιπλέον, εναπόκειται στους ίδιους τους πολίτες να τη βελτιώσουν αποδεχόμενοι μερικές θυσίες (χαμηλότερα επιδόματα ανεργίας, μικρότερες συντάξεις, λιγότερη ιατρική περίθαλψη, φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στην εργασία).
Μερικά μόνο βήματα προς μια πιο ελεύθερη αγορά. Εμείς, η κυβέρνηση, έχουμε κάνει πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούσαμε και τώρα εναπόκειται «σε εσάς» να σεβαστείτε σχολαστικά τους περιορισμούς που υπάρχουν. Μπορούμε να δούμε τις ομοιότητες στις μεθόδους με τις οποίες οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τα προβλήματα: πρέπει να μάθουμε να ζούμε με την ανεργία, όπως και με τον κορονοϊό. Το αφήγημα αυτό στην πραγματικότητα λέει στον κόσμο ότι εναπόκειται στους ίδιους να βάλουν τέλος στα βάσανά τους.
• Ηδη από την κρίση του 2008 βιώνουμε την τυραννία των «οικονομικών» και των οικονομολόγων. Πόσο συνέβαλαν αυτοί στην πειθάρχηση των κοινωνικών αντιστάσεων;
Ο Γκέμπελς επί της ουσίας έλεγε «δεν θέλω να σκέφτεσαι σαν εμένα, αλλά θέλω να φτωχύνω τη γλώσσα μέχρι να καταστεί αδύνατο για σένα να κάνεις κάτι διαφορετικό». Ο Μεγάλος Αδελφός έφτιαξε ένα Υπουργείο της Γλώσσας, σκοπός του οποίου ήταν να εξαφανίζει λέξεις, αποσπάσματα από βιβλία, περιλαμβανομένων παλαιότερων βιβλίων, με στόχο να αποτρέψει το «αποκλίνον» σκέπτεσθαι. «Ξέρετε», έγραψε ο Τζορτζ Οργουελ στο «1984», «ότι η νεογλώσσα είναι η μοναδική γλώσσα της οποίας το λεξιλόγιο μειώνεται χρόνο με τον χρόνο;». Η φτώχεια της γλώσσας περιορίζει τη σκέψη, επειδή, εάν δεν υπάρχουν λέξεις για να πεις κάτι, τότε είναι σαν να μην έχει ειπωθεί!
Και αυτό το στρατήγημα δουλεύει μέσω διαφόρων τεχνικών: πρώτα με την πολιτική ορθότητα, την αυτολογοκρισία μετά, προκειμένου να αποφύγεις τον αποκλεισμό από τους καλούς κύκλους ή από τη δουλειά σου. Εχουν αναδημιουργήσει έναν προ-κεϊνσιανό κόσμο και, από ορισμένες απόψεις προ-μαρξιστικό, για να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι το αόρατο χέρι της αγοράς εξακολουθεί να λειτουργεί.
• Παρότι ο νεοφιλελευθερισμός έχει δείξει τα καταστροφικά του αποτελέσματα στην οικονομία και στην κοινωνία, έχει ακόμα σημαντική υποστήριξη ανάμεσα στις κυβερνήσεις και τους διεθνείς οικονομικούς θεσμούς. Πώς το εξηγείτε αυτό;
Αυτό που προσπαθώ να δείξω στο βιβλίο μου είναι ότι η εκπτώχευση της γλώσσας δεν αφήνει χώρο για κανένα εναλλακτικό δόγμα ή θεωρία. Μιλάμε για «φιλελευθερισμό» επειδή δεν έχει απομείνει άλλο λεξιλόγιο. Ο κεϊνσιανισμός έχει καταστεί μια αρχαϊκή λέξη, σε βαθμό που οι άνθρωποι δεν τολμούν καν να μιλήσουν για μια επεκτατική πολιτική.
Σήμερα οι κυβερνήσεις φαίνεται να έχουν αλλάξει ριζικά τις πολιτικές τους, αλλά χωρίς να το αναγνωρίζουν ρητά. Υπάρχουν επίσης νικητές και χαμένοι στην παρούσα κατάσταση και οι πρώτοι δεν έχουν κανένα συμφέρον να την αλλάξουν. Τελικά, η Ευρώπη είναι μια ειδική περίπτωση. Οικοδομήθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε άλλη πολιτική πλην του νεοφιλελευθερισμού απαγορεύτηκε από τις Συνθήκες της. Αυτός ακριβώς είναι ο κίνδυνος που διατρέχει η δημοκρατία. Γιατί εάν η οικονομική και κοινωνική ζημιά που επιτυγχάνεται από τη νεογλώσσα και το αποτέλεσμα της μοναδικής σκέψης είναι σημαντική, η νεογλώσσα είναι επίσης ανεξέλεγκτη σε πολλούς τομείς που επηρεάζουν τον πολιτισμό μιας χώρας και τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Σε πολλά μέρη, ειδικά στα πανεπιστήμια, ο διάλογος είναι απαγορευμένος και τα άτομα των οποίων οι απόψεις διαφέρουν από εκείνες που γίνονται «αποκλειστικά» αποδεκτές αποκλείονται. Πρέπει να ακυρωθεί κάθε ορισμός πολιτισμού ή κινήματος που έχει σαν βασικό χαρακτηριστικό τον αποκλεισμό εκείνων που δεν υποστηρίζουν 100% το αφήγημα της θυματοποίησης. Η πολιτική ορθότητα στην εξουσία επί χίλια. Η διαφορετική σκέψη δεν είναι μόνο λανθασμένη, αλλά απαγορεύεται. Η σχέση με τη γλώσσα είναι καθαρή: είναι θέμα διαγραφής λέξεων όπως η αποκαθήλωση αγαλμάτων.
Το παράδειγμα δεν είναι τυχαίο, γιατί με την αποκαθήλωση των αγαλμάτων ιστορικών μορφών ξαναγράφουμε την Ιστορία, εκπτωχεύοντας το λεξιλόγιό της. Τα ονόματα των δρόμων δεν ξεφεύγουν από τη μεγάλη γλωσσική και ιστορική εκκαθάριση. Η περιεκτική γραφή συμμετέχει στο ίδιο κίνημα. Αναγκάζοντας τους ανθρώπους να εκφραστούν σε μια καταστρατηγημένη γλώσσα, περιορίζουμε τον χώρο της σκέψης τους, ενώ δεν τους αφήνουμε άλλη διαφυγή παρά να ακολουθήσουν τη θέση που εκφράζει η ίδια η περιεκτική γραφή.
• Για εσάς, ποιοι είναι οι πιο απατηλοί και παραπλανητικοί όροι της σύγχρονης νεογλώσσας (όπως για παράδειγμα, οι «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις»);
Η έννοια των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι εμβληματική για τη νεογλώσσα. Στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, οι κυβερνήσεις πρέπει να κάνουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να μπουν στο κλαμπ των ενάρετων χωρών.
Το σχέδιο της ευρωπαϊκής ανάκαμψης θέτει ακόμα και ως όρο σε πολλές χώρες την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ομως η έκφραση «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» δεν έχει νόημα από μόνη του. Υπάρχουν καλές και κακές μεταρρυθμίσεις.
Ωστόσο οι μεταρρυθμίσεις που ευνοεί η Ε.Ε. είναι νεοφιλελεύθερες και στοχεύουν στη μείωση της κοινωνικής προστασίας, προκειμένου να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα. Εν συντομία, μια αυξανόμενη ανασφάλεια για την κοινωνία. Αλλά θα μπορούσε εξίσου εύκολα να σκεφτεί κανείς ότι οι θετικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, για παράδειγμα η μείωση της οικονομικής ανασφάλειας και η μείωση των ανισοτήτων, θα ήταν πιο αποτελεσματικές. Παρ’ όλα αυτά…
Υπάρχει ένας πλούτος εκφράσεων που σχετίζονται με το λεξικό της νέας ομιλίας: δημοσιονομική ισορροπία, μείωση των κοινωνικών εισφορών (που κάποτε λεγόταν έμμεσος μισθός), αύξηση των κινήτρων για εργασία (που σημαίνει μείωση των επιδομάτων ανεργίας) κ.λπ.
• Ποιος είναι ο ρόλος των ΜΜΕ στη διαμόρφωση και στη διάδοση της νεογλώσσας και πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε;
Τα μίντια δεν ξεφεύγουν από την πολιτική ορθότητα. Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ακόμα ότι αποτελούν την πηγή της. Ομως, πώς μπορούν να εκπληρώσουν το καθήκον της ενημέρωσης εάν επιβάλλουν στον εαυτό τους γλωσσικούς περιορισμούς; Τείνουν προς την «επικοινωνία».
Σε αντίθεση με την ενημέρωση, η επικοινωνία αποτελεί μια άσκηση στην πειθώ, η οποία συνίσταται στην παρουσίαση των «γεγονότων» (που μπορεί να είναι επίσης πολιτικές) με τέτοιο τρόπο που η μετάφρασή τους από τον αποδέκτη της επικοινωνίας να φαίνεται να είναι η πιο πιθανή, για να μην πούμε η πραγματική. Στην πραγματικότητα, η επικοινωνία αποτελεί μια παρουσίαση αυτού που κάποιος θέλει να αντιληφθούν οι άλλοι ως αντικείμενο της αφήγησης.
Ομως σ’ αυτή τη χειραγώγηση της γλώσσας το σταδιακό της πέρασμα στην προπαγάνδα εμπεριέχει ένα φαινόμενο εξουσίας. Τα περισσότερα ΜΜΕ έχουν ιδιωτικοποιηθεί και βρίσκονται χωρικά ανάμεσα στο κεφάλαιο και την πολιτική: άρα θα έπρεπε αυτή η μετατόπιση να μας εκπλήσσει; Υπηρετεί, προφανώς, τις ισχυρές εξουσίες και, γι’ αυτόν τον λόγο, η εκπτώχευση της γλώσσας είναι μια διαδικασία που πρόκειται να διαρκέσει για πολύ.
Γεννημένος το 1942 στη Λα Γκουλέτ της Τυνησίας, ο Jean-Paul Fitoussi είναι σήμερα από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της κεϊνσιανής σχολής στη Γαλλία. Είναι διδάκτωρ Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και ομότιμος καθηγητής του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού. Τον Φεβρουάριο κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πόλις το βιβλίο του «Τι μας κρύβουν οι λέξεις: πώς η νεογλώσσα επηρεάζει τις κοινωνίες μας».
Τάσος Τσακίρογλου
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών