Συνέντευξη της Αμερικανίδας φιλοσόφου στη Σεσίλ Ντωμά για λογαριασμό της εφημερίδας Libération.
Αυτό που έμοιαζε ακόμη εξωπραγματικό για πολλούς Αμερικανούς διανοούμενους έγινε πραγματικότητα. Από τις 19 Ιανουαρίου ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Η αμερικανίδα φιλόσοφος, που έχει γίνει γνωστή για τη δουλειά της πάνω στα ζητήματα φύλου, εκτιμά ότι ο νέος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δεν νομιμοποιείται σε καμία περίπτωση να εκπροσωπεί τον λαό. Καλεί τα άτομα να συναθροιστούν για να υπερασπιστούν το δικαίωμα σε μια ζωή «αξιοβίωτη» για όλους. Στο τελευταίο της βιβλίο (Notes toward a performative theory of assembly), η Μπάτλερ μιλά για τη σημασία της παρουσίας των σωμάτων, για τη συνάθροισή τους στον δημόσιο χώρο με στόχο τη διεκδίκηση θεμελιωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Πώς έφτασε η Αμερική ως εδώ;
Η εκλογή του Τραμπ είναι το αποτέλεσμα πολλών αιτίων. Και εν γένει δεν πρέπει ποτέ να αρκούμαστε σε μία μόνο εξήγηση. Αν πούμε ότι οι οικονομικά μη προνομιούχοι λευκοί άντρες είναι αυτοί που ψήφισαν τον Τραμπ, και εστιάσουμε στα αίτια της οικονομικής περιθωριοποίησής τους, θα έχουμε ξεχάσει πως ο ρατσισμός υπάρχει εδώ και πολύ καιρό στις Ηνωμένες Πολιτείες, και ότι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «οικονομική οργή» συνδυάστηκε με το φυλετικό μίσος έτσι ώστε να οδηγηθούμε σε μια τέτοια κατάσταση. Δεν λείπει βέβαια ούτε ο μισογυνισμός, ούτε το συμβολικό πεπρωμένο της αρρενωπότητας. Ο φόβος της «τρομοκρατίας» και η επιθυμία «ασφάλειας» είναι εξίσου παρόντα στις ΗΠΑ, όπως και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, και αποτελούν το λίκνο του φασισμού: στο ουτοπιστικό παραλήρημα που τον έφερε στην εξουσία, ο Τραμπ θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας, θα επαναφέρει την ασφάλεια, θα αποκαταστήσει την αρρενωπότητα, θα υποτάξει τις γυναίκες και θα ξαναδώσει στην Αμερική τη λευκότητά της. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι δεν συγκέντρωσε παρά το 23% της λαϊκής ψήφου. Μια απεχθής μειοψηφία έφτασε στην εξουσία και προκαλεί σήμερα μια κρίση της δημοκρατίας.
Πολλοί Αμερικανοί διανοούμενοι, κυρίως στα πανεπιστήμια, οργανώνουν την αντίσταση στον Τραμπ. Συμμετέχετε σ’ αυτό;
Προσπαθούμε να χτίσουμε ένα «κίνημα άβατο» στα πανεπιστήμια και ζητάμε επίμονα από τις τοπικές αρχές και τις ομοσπονδιακές Πολιτείες να αρνηθούν να εφαρμόσουν τις διαταγές σε περίπτωση που δοθούν διαταγές απέλασης όσων δεν έχουν χαρτιά. Πρέπει άμεσα να κινητοποιήσουμε την υποστήριξη γι’ αυτά τα εκατομμύρια ανθρώπων χωρίς χαρτιά που ζουν στις ΗΠΑ και κινδυνεύουν να απελαθούν. Θα έχουμε πολλά να κάνουμε για πολύ καιρό, δεδομένου του εύρους της αποστολής αυτής. Οφείλουμε επίσης να αναρωτηθούμε αν είναι καιρός να εμφανιστεί ένα τρίτο κόμμα στις ΗΠΑ, ένα κόμμα που θα συγκεντρώνει ανθρώπους πέρα από εθνοτική καταγωγή και τάξη και που θα ενσαρκώνει τα ιδεώδη μιας σοσιαλδημοκρατίας η οποία δεν θα διέπεται από τις νεοφιλελεύθερες αξίες. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένας νέος σοσιαλισμός. Κατά βάθος, αν έχουμε έναν νέο φασισμό στις ΗΠΑ, ίσως θα μπορούσαμε επίσης να δούμε, μετά την καμπάνια του Σάντερς, την ανάδυση ενός νέου σοσιαλισμού, θεμελιωμένου σε μια αρχή ριζοσπαστικής δημοκρατίας.
Οι λαϊκισμοί συχνά ερμηνεύονται από μια ταυτοτική και πολιτισμική οπτική γωνία: ο φόβος να μην είσαι πια ο εαυτός σου, ο φόβος του άλλου; Είναι ζήτημα πολιτισμικό ή κοινωνικό;
Όταν σκεφτόμαστε τον τραμπισμό, το πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα ταυτότητας, αλλά οικονομίας, επίμονης κληρονομιάς του ρατσισμού, μένους κατά των πολιτιστικών ελίτ, ενός χαίνοντος ρήγματος μεταξύ αυτών που έχουν κάνει σπουδές και των υπόλοιπων. Ο Τραμπ απελευθέρωσε μνησικακίες και μίση που επωάζονταν εδώ και πολύ καιρό. Αν μιλάμε για ένα λαϊκισμό της δεξιάς, αυτός ο λαϊκισμός οδηγεί σήμερα στον φασισμό. Κατά τη γνώμη μου, ο όρος «λαϊκισμός» είναι επενδεδυμένος με σημασία πολύ διαφορετική απ’ ό,τι στη Γαλλία και μάλιστα μια σημασία την οποία δεν συμμερίζονται όλοι. Καταλαβαίνω ότι, για τους περισσότερους ανθρώπους, είναι ένας όρος απαξιωτικός. Γίνεται αντιληπτός ως η πολιτική έκφραση ενός κύματος ανορθολογικών συναισθημάτων. Δεν πιστεύω όμως ότι αντιμετωπίζεται έτσι στην Αργεντινή, παραδείγματος χάρη, όπου ενσαρκώνει έναν τρόπο να εκφραστεί η λαϊκή βούληση.
Οι περισσότεροι από τους θεωρητικούς της δημοκρατίας συμφωνούν ότι η «λαϊκή βούληση» είναι κάτι σύνθετο, ωστόσο και οι πιο ευφυείς περιγραφές του λαϊκισμού, έτσι όπως αυτός παρουσιάστηκε από τον Ερνέστο Λακλάου, προσπαθούν να κατανοήσουν πώς ξεχωριστές φατρίες, ταυτότητες και συμφέροντα μπορούν να ενωθούν χωρίς να χάσουν την ιδιαιτερότητά τους.
Για τον Λακλάου, αυτή η προσπάθεια συνάρθρωσης μιας σειράς συνδέσεων μεταξύ ποικίλων ταυτοτήτων είναι ο στόχος του λαϊκισμού. Δεν πρόκειται για μια φασιστική σύγκλιση προς μια «μοναδική βούληση», ούτε για την ανάδυση ενός χαρισματικού ηγέτη που μοιάζει να ενώνει τον λαό. Φυσικά, υπάρχει λαϊκισμός της Δεξιάς και λαϊκισμός της Αριστεράς, και από μόνος του ο λαϊκισμός δεν συνιστά μια πλήρη πολιτική θέση. Η αλληλεγγύη στην οποία μπορούμε να φτάσουμε μέσα από ποικίλους τρόπους επικοινωνίας και κινητοποίησης οφείλει να παραγάγει μια αριστερή πλειοψηφία ικανή να εκλέξει μια κυβέρνηση που θα επιδιώκει να στερεώσει τη δημοκρατία τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενό της.
Ακριβώς αυτοί οι δεσμοί γίνονται ορατοί κατά τη διάρκεια συγκεντρώσεων τύπου Occupy ή Nuit Debout στη Γαλλία. Γιατί είναι τόσο σημαντικό πολιτικά να συγκεντρώνονται τα σώματα;
Η ελευθερία συγκέντρωσης προϋποθέτει ότι τα άτομα μπορούν να μετακινούνται, να συναθροίζονται και να διεκδικούν μαζί κάτι σε έναν δημόσιο χώρο που επιτρέπει κίνηση και τη δυνατότητα να γίνεσαι ορατός και να ακούγεσαι. Πολλοί από αυτούς που διαδηλώνουν ενάντια στη λιτότητα εμφανίζονται δημόσια ως τα σώματα που πλήττονται από αυτή την καταστροφική οικονομική πολιτική. Όταν οι άνθρωποι συγκεντρώνονται για να εναντιωθούν στις απελάσεις ή όταν διεκδικούν προσιτές φροντίδες υγείας ή το δικαίωμα να περνούν από τη μια χώρα στην άλλη, προσελκύουν την προσοχή του κοινού σε ανάγκες τόσο ουσιώδεις όσο η στέγη, η πρόσβαση στην υγεία ή η ελευθερία της κίνησης.
Τα σώματα συναθροίζονται για να δράσουν μαζί –ποτέ ως μια τέλεια ενότητα, εννοείται– αλλά κυρίως για να καταγγείλουν ανοιχτά τη σημερινή οργάνωση της κοινωνίας που στερεί από κάποιους ανθρώπους ένα κατάλυμα, την τροφή και τη φροντίδα, με δυο λόγια, την ίδια τη δυνατότητα να ζήσουν μια αξιοβίωτη ζωή. Γι’ αυτό και τα μέτρα που παίρνει το κράτος προκειμένου να περιορίσει τις διαδηλώσεις και τις συγκεντρώσεις είναι πολύ επικίνδυνα. Κάθε χώρα που θέλει να λέγεται δημοκρατική οφείλει να διατηρεί την ελευθερία συγκέντρωσης. Παραδείγματος χάρη, η Γαλλία δεν πρέπει να κανονικοποιήσει την κατάσταση εξαίρεσης. Αν κανονικοποιηθεί η αναστολή των θεμελιωδών ελευθεριών ως «αναγκαιότητα», τότε εξαφανίζεται η ίδια η ουσία της δημοκρατίας.
Σε ένα συγκείμενο νεοφιλελευθερισμού, αλλά και ενίσχυσης της εμμονής με την ασφάλεια και ανόδου της ξενοφοβίας, τα θεμελιώδη δικαιώματα –τροφή, στέγη, ελευθερία κίνησης, προστασία ενάντια στη βία– δεν θα είναι πλέον εξασφαλισμένα για έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, είτε τα χαρτιά τους είναι εντάξει είτε όχι. Τα κοινωνικά κινήματα της Αριστεράς που στηρίζονται σ’ αυτές τις δημόσιες συγκεντρώσεις έχουν πολύ συχνά, αν και όχι πάντα, δημοκρατικά αιτήματα: ελευθερία έκφρασης, συνδικαλισμού και συνάθροισης, αλλά επίσης και το δικαίωμα να ζεις χωρίς φόβο, να απολαμβάνεις τις βασικές κοινωνικές συνθήκες και ένα δημοκρατικό πλαίσιο ζωής.
Η εγγύηση μιας «αξιοβίωτης ζωής» για όλους θα έπρεπε να είναι ένα από τα θεμέλια της δημοκρατίας.
Πολλοί από μας ζούμε ήδη μια «απαξιωμένη» ζωή, και συναντάμε μια νόμιμη και ενθαρρυντική αγανάκτηση σε όλους τους «απαξιωμένους». Το ζητούμενο είναι να μεταφράσουμε την αγανάκτηση, στην πολιτική σφαίρα, σε ένα ευρύ κάλεσμα για μια εμπεριεκτική και εξισωτική δημοκρατία. Όταν δεν υπάρχει δημοκρατικό όραμα για τους απαξιωμένους, η βία και η εκδίκηση εμφανίζονται ως μόνη λύση. Κατά τη γνώμη μου, δεν μπορούμε να ζήσουμε μια αξιοβίωτη ζωή αν δεν εγκαταστήσουμε κοινές συνθήκες βιωσιμότητας. Για μένα, μια στοιχειώδης δημοκρατική στράτευση πρέπει να έχει αυτόν το στόχο.
Το ανθρώπινο ον δεν στέκεται όρθιο ολομόναχο, λέτε…
Στη γειτονιά μου υπάρχουν πολλοί άστεγοι. Είναι εξαρτημένοι από τις κοινωνικές υπηρεσίες, και αυτές οι υπηρεσίες βλέπουν διαρκώς τις χρηματοδοτήσεις τους να μειώνονται. Είναι εξαρτημένοι από θεσμούς, όπως όλοι μας. Όταν χάνουμε τις στοιχειώδεις υποδομές τις οποίες έχουμε ανάγκη για να επιζήσουμε και να επιβιώσουμε, η ζωή μας βρίσκεται σε κίνδυνο, βουλιάζουμε. Αν μια κοινωνία είναι έτσι οργανωμένη ώστε να αφήνει ανθρώπους να πεθαίνουν αντί να τους παρέχει τις στοιχειώδεις κοινωνικές υπηρεσίες, οφείλουμε να διακηρύξουμε ότι κάτι πάει τρομακτικά λάθος σ’ αυτήν την κοινωνία. Αυτό δεν συνοψίζεται απλώς στο γεγονός ότι ο άστεγος είναι ευάλωτος, κι εγώ όχι. Μπορούμε να επικαλεστούμε, αντιστρέφοντάς τη, τη λαϊκή έκφραση «γλίστρησε μέσα από τα δίχτυα» για να το εικονογραφήσουμε όλο αυτό. Με κάποια έννοια, αυτή η αλληλεξάρτηση είναι οικουμενική: τα σώματα εν γένει έχουν ανάγκες τις οποίες πρέπει να ικανοποιούν για να μπορούν να συνεχίζουν να ζουν. Αλλά αυτό είναι ταυτοχρόνως πολιτικό: όταν οι κοινωνίες δεν δεσμεύονται στην παροχή συνθηκών βιωσιμότητας, δέχονται υπόρρητα ότι κάποιοι δεν θα ζήσουν ή, αν καταφέρουν παρ’ όλα αυτά να επιβιώσουν, αυτό θα γίνει σε συνθήκες που θα είναι αφόρητες και θα έπρεπε να θεωρούνται απαράδεκτες.
Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου
Η πρωτότυπη συνέντευξη δημοσιεύτηκε στη Libération στις 20 Ιανουαρίου 2017. Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύτηκε στην Εποχή την Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017.