Η οικογένεια του κυρίου Μη ήταν πάντα ιδιοκτήτες. Κι όσα ακόμα δεν είχαν, τα ήθελαν.
Στη χώρα του κυρίου Μη υπήρχαν πολλές εφημερίδες αλλά ήταν σα να υπήρχε μια. Υπήρχαν πολλά ραδιόφωνα αλλά ήταν σαν να υπήρχε ένα. Και με τα κανάλια το ίδιο γινόταν. Τα πιο πολλά ανήκαν στον φίλο του κυρίου Μη, τον κύριο Μα, που είχε καράβια τόνους δώδεκα γεμάτα.
Δήμαρχος της πρωτεύουσας ήταν ο πρίγκιπας ανιψιός του κυρίου Μη. Ο κύριος Μπ. Οι εφημερίδες έλεγαν συνέχεια πόσο καλός δήμαρχος ήταν: δημιουργούσε μόνος του ένα πρόβλημα, όλοι γκρίνιαζαν, ερχόταν μόνος του πάλι και το μπάλωνε λίγο. Και ήταν σαν να τους έκανε μεγάλη χάρη.
Αλλά δεν του έφτανε να παίζει με τις μεγάλες λεωφόρους και τα πεζοδρόμια που τα μεγάλωνε και τα έβαφε και μετά αυτά ξέβαφαν. Ήθελε να έχει δική του παραπάνω από πόλη, ήθελε χώρα.
Και η μαμά του πρίγκιπα, η κυρία Μπ. είπε «Περίμενε». Αλλά εκείνος βιαζόταν και της είπε «Κι εσύ που περίμενες τι κατάλαβες;»
Και ο οικογενειακός γιατρός εξέτασε τον ανιψιό πρίγκιπα πίσω από τα χοντρά του γυαλιά. Και είπε «Μα είναι κλασικό οικογενειακό ΣΕΝ, Σύνδρομο εξουσιαστικής νομοτέλειας: όποιος το έχει λέει “ο κόσμος να χαλάσει θα γίνω πρωθυπουργός”. Το είχε κι ο παππούς του ανιψιού του κυρίου Μη, ο κύριος Μη ο Πρώτος, που ήταν μπαμπάς του κυρίου Μη και της κυρίας Μπ».
Ο κύριος Μη δεν κυβερνούσε με το κόμμα του. Ήθελε να είναι τελείως δική του η κυβέρνηση, να μην τη μοιράζεται με κανέναν. Και είχε στο παλάτι στο Μαξί Μου μια μικρή ομάδα με έναν άλλο ανιψιό του για διευθυντή και έναν πονηρό καθηγητή. Και ήταν στην ομάδα και πολλοί δημοσιογράφοι και όλη μέρα οι εφημερίδες και τα ραδιόφωνα έλεγαν πόσο άριστοι ήταν όλοι, με σπουδές και ωραία ρούχα.
Και ήταν και η γυναίκα του κυρίου Μη, η κυρία Μα, που ήταν πολύ έξυπνη και καλή νοικοκυρά και χρυσοχέρα. Οι πιο πολλοί δημοσιογράφοι την φώναζαν απλά «υπέρκομψη». Και μαγείρευε και ένα τρομερό φαγητό που το έλεγε Πόθεν Έσχες. Και άλλα χρόνια ήταν παντρεμένη και άλλα όχι και μετά ξαναήταν. Κι όλο άλλαζε το μαγικό φαγητό της, το Πόθεν Έσχες, και όποιος το έτρωγε μετά ξεχνούσε να τη ρωτήσει πώς το μαγείρευε.
Και μετά στη χώρα έπεσε αρρώστια βαριά. Και ο κύριος Μη σκέφτηκε πώς θα κάνει δική του και την αρρώστια. Και την έκανε ένα μεγάλο όπλο και μ’ αυτό έφτιαχνε νόμους σκληρούς και έδινε λεφτά σε όσους τον έλεγαν Προφήτη και γύρναγε παντού και έλεγε πως ήταν πολύ επικίνδυνη αρρώστια αλλά η χώρα είχε Αυτόν και ήταν μεγάλο σαξές στόρι και έτσι δε φοβόταν.
Και είχε και έναν υπουργό δικό του, καταδικό του περιουσία του δηλαδή, ο κύριος Μη. Τον κύριο Μι. Και τον έβαλε και έφτιαξε έναν νόμο να μη μαζεύονται οι άνθρωποι και φωνάζουν στους δρόμους και ταράζουν τη χώρα του. Κι έτσι απαγορεύτηκε και να μαζεύονται.
Και είχε κανονίσει με έναν άλλο υπουργό, κι αυτον τον έλεγαν κύριο Μη επίσης, να μην αφήνει τους ξένους να έρχονται στη χώρα. Και αυτός ο κύριος Μη ψήφιζε δικούς του νόμους να έχει πολλά λεφτά να βάζει φράχτες και κάμερες και διοικητές στους φράχτες. Και ήταν σαν ταμίας, ή καλύτερα ταΜΗας.
Και μετά ο κύριος Μη ανέβηκε σε ένα στρατιωτικό ελικόπτερο και πήγε να δει έναν καλλιτέχνη δικό του, καταδικό του. Που έκανε τέχνη δική του, καταδική του. Που τον είχε βάλει η κυρία Με που ήταν υπουργός τέχνης αλλά δεν είχε καμία απολύτως σχέση με την τέχνη.
Και στην επιστροφή σκεφτόταν πώς θα κάνει δικό του και τον χειμώνα που ερχόταν καταπάνω στους φτωχούς ανθρώπους με φόρα. Αλλά ήταν δύσκολο. Τον φόβιζαν οι φτωχοί, δεν τους ήξερε, ήταν από αλλού.
Ζήσε το σήμερα, σκέφτηκε, κι αποκοιμήθηκε γλυκά στον ώμο της υπέρκομψης.
Είδε ένα όμορφο όνειρο με κάποιον βασιλιά που είχε ένα μαγικό ραβδί και έκανε τους φτωχούς μικρά γουρουνάκια.
Χαμογέλασε στον ύπνο.
Η κυρία Μα τον κοίταξε τρυφερά.
Η μάσκα τού έκρυβε λίγο το πηγούνι.
Κωστής Παπαϊωάννου
Πηγή: Αντίφωνο