Η Ισπανία ξαναψηφίζει. Την 26η Ιουνίου θα υπάρξει ένα είδος δεύτερου γύρου των εκλογών της 20ης Δεκεμβρίου, που άλλαξαν ριζικά το ισπανικό πολιτικό πανόραμα, που γνωρίζαμε από το τέλος της δικτατορίας του Φράνκο. Ο ατελής δικομματισμός του Λαϊκού Κόμματος και του Σοσιαλιστικού Κόμματος αναγκάστηκε να αφήσει χώρο σε ένα σύστημα τεσσάρων κομμάτων με δύο νέους παράγοντες, το Podemos στα αριστερά και τους Πολίτες στα δεξιά. Όμως, η αλλαγή της 20ης Δεκεμβρίου υπήρξε μια αλλαγή κατά το ήμισυ, που δεν έγινε συγκεκριμένη σε θεσμικό επίπεδο. Η συντομότερη νομοθετική περίοδος της ισπανικής ιστορίας, ουσιαστικά είχε οικτρό τέλος και κανένα αποτέλεσμα. Αδιέξοδο και ολοκληρωτική καθήλωση: αυτά ήταν τα λόγια που επαναλήφθηκαν περισσότερο στους πρώτους μήνες του 2016.
Η αριστερά κάνει τη διαφορά
Τι αλλάζει σε σχέση με το Δεκέμβριο; Ένα μόνο πράγμα: ο συνασπισμός μεταξύ Podemos, Ενωμένης Αριστεράς (IU) και του μικρού πράσινου κόμματος Equo. Τα υπόλοιπα παραμένουν ίδια, με τους ίδιους υποψηφίους -τον Μαριάνο Ραχόι για το Λαϊκό Κόμμα, τον Πέδρο Σάντσες για το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τον Άλμπερτ Ριβέρα για τους Πολίτες- και ελάχιστες αλλαγές στα ψηφοδέλτια όλων των σχηματισμών. Unidos Podemos, αυτό είναι το όνομα του συνασπισμού, μαζί με τις ήδη υπάρχουσες συγκλίσεις σε κάποιες περιφέρειες (En Comú Podem στην Καταλονία, En Marea στη Γαλικία, Compromís-Podemos-EUPV στη Βαλένθια και τώρα επίσης το Units Podem Més στις Βαλεαρίδες), που είναι δυνατό να μεταβληθεί σε δεύτερη δύναμη την 26η Ιουνίου. Σύμφωνα με τις πρώτες δημοσκοπήσεις, το Unidos Podemos (23,2%) ξεπερνά το Σοσιαλιστικό Κόμμα PSOE (20,2%) σε αριθμό ψήφων, ενώ υπάρχει ακόμη ένα άγνωστο στοιχείο όσον αφορά τις έδρες. Το Δεκέμβριο οι σχηματισμοί υπό την ηγεσία του Πάμπλο Ιγκλέσιας και υπό τον Αλμπέρτο Γκαρθόν είχαν αθροιστικά 6 εκατομμύρια ψήφους, αλλά εξαιτίας του ισπανικού εκλογικού νόμου είχε συγκεντρώσει, αντίστοιχα, μόνο 69 και 2 βουλευτές. Οι σοσιαλιστές, που είναι ισχυροί στις αγροτικές περιοχές, με λίγο περισσότερες από 5 εκατομμύρια ψήφους έφεραν στο Κοινοβούλιο της Μαδρίτης 90 βουλευτές. Αν είχαν κατέβει ενωμένοι ήδη από το Δεκέμβριο, το Podemos και η Ενωμένη Αριστερά θα είχαν 14 βουλευτές επιπλέον.
Εστίες αβεβαιότητας
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα για τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι η πολύ πιθανή αύξηση της αποχής, που υπολογίζεται μεταξύ 3 και 6% από κάποιους αναλυτές και που ιστορικά επιδρά αρνητικά στην αριστερά. Το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο έχει πληγεί από επαναλαμβανόμενα σκάνδαλα διαφθοράς, μοιάζει να έχει φθάσει στο κατώτατο επίπεδο το Δεκέμβριο και μάλλον δεν θα κατέβει κάτω από τα 7 εκατομμύρια ψηφοφόρους. Ο συνασπισμός μεταξύ Podemos και Ενωμένης Αριστεράς δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες και πιθανό να διατηρήσει τη συμμετοχή στα επίπεδα του Δεκεμβρίου. Ο δεύτερος είναι ο φόβος, εκ μέρους κάποιων, ότι ο συνασπισμός με την Ενωμένη Αριστερά πιθανό να μην ευνοήσει το Podemos, διότι θα αναγνωριστεί ξεκάθαρα ως αριστερά. Η στρατηγική της εμφάνισής του ως διατέμνον κόμμα, που την υπερασπίζεται κυρίως ο Ινίγκο Ερεχόν, ο οποίος είναι επηρεασμένος από τον λαϊκισμό του Ερνέστο Λακλάου και της Σαντάλ Μουφ, αμφισβητείται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ο Ιγκλέσιας ήταν αυτός που πίεσε για μια προσέγγιση με την Ενωμένη Αριστερά, δημιουργώντας προστριβές με τον ίδιο τον Ερεχόν, που προς το παρόν έχουν επιλυθεί. Ο τρίτος είναι ο γνωστός φόβος ότι τα εκλογικά «ποδήλατα» δεν λειτουργούν: αντί να αθροίζονται ψήφοι, χάνονται.
Μολονότι πολλά θα εξαρτηθούν από την προεκλογική εκστρατεία, φαίνεται ότι οι διαφορές με το Δεκέμβριο θα είναι ελάχιστες. Το Λαϊκό Κόμμα, μάλλον, θα παραμείνει πρώτο κόμμα, αγγίζοντας το 30% των ψήφων και οι Πολίτες θα φθάσουν γύρω στο 15%. Θα είναι κρίσιμο το αν ένα από τα δύο μπλοκ (η κεντροδεξιά με το Λαϊκό Κόμμα και τους Πολίτες ή η κεντροαριστερά με το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Unidos Podemos) θα υπερβεί τους 170 βουλευτές. Σ’ αυτή την περίπτωση, θα υπάρξει εύκολα μια κυβέρνηση σε μια Βουλή με 350 έδρες.
Πιθανά σενάρια
Τα πιθανά σενάρια είναι τρία. Το πρώτο είναι μια κυβέρνηση της κεντροδεξιάς υπό την ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος με εσωτερική ή εξωτερική στήριξη των Πολιτών. Από το συσχετισμό δυνάμεων θα εξαρτηθούν οι πιθανοί όροι που θα θέσει το κόμμα του Ριβέρα, όπως το να κάνει ένα βήμα πίσω ο Ραχόι και να αντικατασταθεί από ένα άλλο ηγετικό στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος. Το δεύτερο σενάριο είναι αυτό μιας κυβέρνησης της κεντροαριστεράς: το ποιος θα έρθει δεύτερος μεταξύ Σοσιαλιστικού Κόμματος και Unidos Podemos θα υπαγορεύσει τους όρους. Μια κυβέρνηση του Ιγκλέσιας με τη στήριξη των σοσιαλιστών; Μια κυβέρνηση του Σάντσες πάνω στο πορτογαλικό μοντέλο του Αντόνιο Κόστα; Προς το παρόν μοιάζουν να υλοποιούνται δύσκολα και οι δύο επιλογές, λόγω της άρνησης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που έχει πανικοβληθεί με την παρουσία ενός τόσο ισχυρού αντιπάλου στα αριστερά του, κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στη δημοκρατική Ισπανία. Οι σοσιαλιστές ζουν μέσα στο φόβο της πασοκοποίησης, παρόλο που η δομή του κόμματος παραμένει ανθεκτική, κυρίως σε περιφέρειες – κλειδιά όπως η Ανδαλουσία.
Το τρίτο σενάριο είναι αυτό μιας κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού αλά γερμανικά ή μιας κυβέρνησης μειοψηφίας του Λαϊκού Κόμματος, χάρις στην αποχή του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των Πολιτών. Στην τελευταία αυτή περίπτωση θα πρόκειται για μια κυβέρνηση με συγκεκριμένη θητεία για μια συνταγματική μεταρρύθμιση και με σύντομη διάρκεια, το πολύ δύο χρόνων. Μια επιλογή που υποστηρίζεται θερμά από τις ισχυρές εξουσίες και από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αν τη νύχτα της 26ης Ιουνίου, έπειτα από τα αποτελέσματα, δημιουργηθεί μια κατάσταση αδιεξόδου παρόμοια με εκείνη των περασμένων μηνών, αυτή θα ήταν η μοναδική λύση. Και σ’ αυτή την περίπτωση, δύσκολα οι σοσιαλιστές θα αρνηθούν να στηρίξουν μια κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος.
Οι αμφιβολίες είναι πολλές, επομένως. Το κλειδί θα είναι η προεκλογική εκστρατεία. Θα έχουμε τις απαντήσεις το βράδυ της 26ης Ιουνίου.
Ο Steven Forti είναι ερευνητής του Istituto de Història Contemporanea – Universidade Nova de Lisboa.
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς
Πηγή: Εποχή