Για τις μεγάλες ενεργειακές εταιρίες oil&gas δεν ισχύουν οι κλασσικές συνθήκες κερδοφορίας που ισχύουν για όλες τις άλλες. Σε περιόδους κρίσης της «αγοράς» δεν φαίνεται να υποφέρουν. Αντίθετα, μια εμπόλεμη κατάσταση και μια οικονομική δυσπραγία είναι ιδανικές συνθήκες για την εκτίναξη των κερδών.
Επιπλέον, όταν οι προοπτικές ανάπτυξης του business εμφανίζονται αβέβαιες και θολές, οι εταιρείες oil&gas δεν ανακόπτουν την πορεία των επενδύσεών, αντίθετα τις εντατικοποιούν!
Το 2022 τα κέρδη τους υπερέβησαν κάθε προσδοκία. Σύμφωνα με τους Financial Times, το συνολικό λάφυρο που συγκέντρωσαν οι λεγόμενες Big Oil, δηλαδή οι 5 μεγαλύτερες εταιρείες ενέργειας στον δυτικό κόσμο (Shell, BP, Total Energies, Chevron και ExxonMobil) έφτασε στο ιλιγγιώδες ποσό των 200 δισ. δολαρίων. Στην ίδια κατεύθυνση αναμένεται ότι θα κινηθούν και τα αποτελέσματα του 2023. Σύμφωνα με τις προβλέψεις των ειδημόνων, οι 5 εταιρείες Big Oil αναμένεται να κερδίσουν συνολικά 150 δισ.
Η ξέφρενη κούρσα επενδύσεων 84 δισ. ευρώ σε υποδομές φυσικού αερίου (πρωταγωνιστεί, αναλογικά, η Ελλάδα) σκοντάφτει στη σοβαρή τάση μείωσης της κατανάλωσης φυσικού αέριου (ΦΑ), σε ποσότητες και τιμές, καθώς και στους δεσμευτικούς κλιματικούς στόχους απανθρακοποίησης (μείωση εκπομπών -55% για το 2030, -90% για το 2040). Σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον οι ευρωπαϊκές χώρες θα σπαταλήσουν τεράστια χρηματικά ποσά σε αχρείαστες υποδομές για την εισαγωγή φυσικού αερίου.
Με το αμφίσημο σχέδιο RePowerEU πολλές ευρωπαϊκές χώρες –και ιδίως η Γερμανία– επιτάχυναν τα σχέδια για νέες υποδομές υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ) για να φέρουν προμήθειες δια θαλάσσης από τις ΗΠΑ, το Κατάρ και αλλού, αναζητώντας εναλλακτικές πηγές φυσικού αερίου, αφού το ρώσικο (λόγω του Ουκρανικού), τιμωρήθηκε με κυρώσεις, αν και φθηνότερο και πιο εύκολα προσβάσιμο.
Σύμφωνα με τελευταίες εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Ενεργειακής Οικονομίας και Χρηματοοικονομικής Ανάλυσης (IEEFA), οι εγκαταστάσεις ΥΦΑ, υφιστάμενες και υπό κατασκευή, θα υπερκαλύψουν κατά 250bcm τις προβλεπόμενες για το 2030 καταναλώσεις, που εκτιμάται ότι δεν θα υπερβούν τα 150bcm, δηλαδή υπερβάλλουσα ικανότητα κατά+166%.
Μια τέτοια κατάσταση θα καταστήσει αδρανείς πολλές μονάδες ΥΦΑ, που βρίσκονται υπό κατασκευή, δηλαδή «λανθάνοντα περιουσιακά στοιχεία – stranded assets», όπως επεσήμανε η Ana Maria Jaller-Makarewicz (IEEFA), προσθέτοντας ότι: «ότι η Ευρώπη θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει ορισμένα προγραμματισμένα έργα».
Αυτές οι πλεονασματικές επενδύσεις ΥΦΑ έχουν ήδη επικριθεί από περιβαλλοντολόγους ακτιβιστές, που βάσιμα υποψιάζονται ότι αυτή η εμμονή θα μπορούσε να ωθήσει τους εισαγωγείς να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν φυσικό αέριο, προκειμένου να αποσβέσουν το κόστος των νέων υποδομών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΕΣΦΑ, η Ελλάδα, εξαιτίας της χαμηλής ζήτησης, τον Απρίλιο δεν εισήγαγε καθόλου ΥΦΑ, σε συνέχεια της πτωτικής πορείας που καταγράφηκε τον Φεβρουάριο. Το α’ τρίμηνο του 2024, η χώρα μας εισήγαγε -18% λιγότερο ΥΦΑ (522.000 τόνους). Η πτωτική πορεία αρχίζει να καταγράφεται από το 2022. Το 2023 η ζήτηση ήταν πτωτική κατά – 21,56% σε σχέση με το 2022. Η πτώση των εισαγωγών ΥΦΑ αποδίδεται από τους αναλυτές στη μείωση της ζήτησης, αλλά και στη χαμηλότερη τιμή του ΦΑ μέσω αγωγών. «Δεν έχει νόημα να αγοράσει κανείς φυσικό φορτίο ΥΦΑ, καθώς το αζέρικο και το τουρκικό αέριο είναι πολύ φθηνά στην περιοχή», δήλωσε χαρακτηριστικά έμπορος στο SPGlobal (εταιρεία συμβούλων), καθιστώντας την Ελλάδα λιγότερο ελκυστικό προορισμό για το ΥΦΑ.
Σε αυτό το αβέβαιο περιβάλλον, η Ελλάδα πρωτοστατεί στην κατασκευή νέων μονάδων ΥΦΑ, εγείροντας σοβαρά ερωτήματα για τη σκοπιμότητα των έργων. Πέντε νέες πλωτές μονάδες: FSRU Αλεξανδρούπολης, Διώρυγα Gas, FSRU Θράκης, ARGO FSRU – Βόλος, Thessaloniki FSRU).
Οι μονάδες FSRU εντάσσονται στην κατηγορία βιομηχανικών μονάδων υψηλού κινδύνου (εφαρμόζεται η οδηγία Α172058/2016 Seveso ΙΙΙ).
Οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι αφορούν στις χημικές επιπτώσεις στο θαλάσσιο οικοσύστημα, συνέπεια της απελευθέρωσης υποχλωριώδους νατρίου, και στις φυσικές επιπτώσεις, λόγω των χιλιάδων κυβικών μέτρων νερού που χρησιμοποιούνται στη φάση αεριοποίησης του ΥΦΑ και επιστρέφουν στη θάλασσα με θερμοκρασία αυξημένη κατά 7°C.
Τα ύδατα κάτω από τους τερματικούς σταθμούς επαναεριοποίησης κινδυνεύουν να μολυνθούν, με αρνητικές συνέπειες στον υδροβιότοπο. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος αφορά στις διαρροές μεθανίου, που θεωρείται κατεξοχήν βλαπτικό αέριο του θερμοκηπίου (ΑτΘ) και επιδρώντας καθοριστικά στην υπερθέρμανση του πλανήτη.
Ιδιαίτερα για την μονάδα FSRU στον όρμο της Θεσσαλονίκης, έχουν εκφραστεί πρόσθετες ανησυχίες εξαιτίας της χωροταξίας της μονάδας, η οποία βρίσκεται μέσα στο λιμάνι.
Για το έργο αυτό, δεν προκύπτει να έχει γίνει επαρκής ανάλυση των κίνδυνων που σχετίζονται με τη ναυσιπλοΐα (πυκνή κυκλοφορία πλοίων), τις παρόχθιες βιομηχανικές υποδομές και τη μορφολογία ενός κλειστού θαλάσσιου χώρου [περιορισμένο βάθος βυθού, μικρή απόσταση (3,7 χλμ.) από κατοικημένες περιοχές (εθνικό Πάρκο Αξιού -προστατευόμενη περιοχή Natura και Ramsar)].
Το 2023, τον Ιούνιο, το Δ.Σ της Περιφερειακής Ένωσης Δήμων Κεντρικής Μακεδονίας εξέφρασε την πλήρη αντίθεση του στην εγκατάσταση FSRU, η δε Νέα Αριστερά κατέθεσε σχετική επερώτηση προς τον υπουργό για τη σκοπιμότητα του έργου μέσα στον Όρμο της Θεσσαλονίκης. Είναι προφανής η απουσία σοβαρού σχεδιασμού.
Ιωσήφ Σινιγάλιας