Εχετε νομικά άδικο, επειδή είστε κοινοβουλευτική μειοψηφία! Ετσι αντιμετώπισαν το πρωθυπουργικό επιτελείο και το προεδρείο της Βουλής την πρόταση της αντιπολίτευσης να συσταθεί κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης προκειμένου να διερευνηθούν τυχόν ποινικές ευθύνες υπουργών στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Σε μια κρίσιμη για τη δημοκρατία στιγμή, η ηγετική ομάδα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας επέλεξε να παρακάμψει το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, ώστε να αποτρέψει τον ποινικό έλεγχο των στελεχών της που από το υπουργικό αξίωμα διαχειρίστηκαν κρίσιμους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας.
Τα «ερμηνευτικά» τεχνάσματα περίσσεψαν. Πρώτα απ’ όλα, επιτράπηκε στους βουλευτές να συμμετάσχουν στη διαδικασία με επιστολική ψήφο, παρότι δεν συνέτρεχε καμιά από τις περιπτώσεις που προβλέπει ρητά και περιοριστικά το άρθρο 70Α του Κανονισμού της Βουλής: ψήφισαν επιστολικά βουλευτές που δεν βρίσκονταν σε κυβερνητική ή κοινοβουλευτική αποστολή, ούτε ήταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας, κι ενώ βέβαια η χώρα δεν αντιμετωπίζει πανδημική κρίση.
Η ευθεία παραβίαση του γράμματος και του σκοπού του Κανονισμού δεν είναι μόνον ένα διαδικαστικό ζήτημα. Παρότι η καταπάτηση των κανόνων που ρυθμίζουν το κοινοβουλευτικό έργο διαθέτει αφ’ εαυτής απαξία, οι συνέπειές της στη συγκεκριμένη περίπτωση εκτείνονται και στη νόθευση της λειτουργίας της Βουλής ως συλλογικού, αντιπροσωπευτικού οργάνου. Τούτο επειδή η επιστολική ψήφος δεν διασφαλίζει τη μυστικότητα, δεδομένου ότι το προεδρείο της Βουλής γνωρίζει το περιεχόμενό της και η επιλογή καθενός βουλευτή αξιολογείται από την κομματική του ηγεσία.
Με την επιστολική ψήφο, λοιπόν, υπονομεύτηκε δραστικά το δικαίωμα των βουλευτών να διαμορφώνουν ελεύθερα τη γνώμη και τις επιλογές τους, ενεργώντας κατά συνείδηση και στο πλαίσιο της εντολής που έλαβαν από το εκλογικό σώμα. Το δικαίωμα αυτό, που προστατεύεται στο άρθρο 60 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν κατοχυρώνει μια προσωπική εξουσία του βουλευτή. Αντίθετα, αποτελεί μια εγγύηση της ανεξαρτησίας της λαϊκής αντιπροσωπείας αλλά και των δημοκρατικών χαρακτηριστικών του πολιτεύματος. Αν ο βουλευτής διατυπώνει τις απόψεις του και δίνει την ψήφο του κάτω από το άγρυπνο μάτι του πρωθυπουργού και των συνεργατών του, η Βουλή μετατρέπεται σε αμφιθέατρο καταγραφής των κυβερνητικών αποφάσεων και η σχέση των μελών της με τους εντολείς τους εξουθενώνεται. Σε μια περίοδο που τα ελλείμματα της αντιπροσώπευσης καλλιεργούν την πολιτική απάθεια και ευνοούν την άνοδο της Ακροδεξιάς, η πρακτική των άδειων εδράνων και των πρόθυμων επιστολογράφων επιφέρει ισχυρό και μακροπρόθεσμο πλήγμα στον δημοκρατικό κοινοβουλευτισμό μας.
Τέλος, η απόφαση για την πρόταση της αντιπολίτευσης σχετικά με τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής συγκέντρωσε μόλις 83 αρνητικές ψήφους. Ωστόσο, το Σύνταγμα προβλέπει ότι για μια τέτοια πρόταση η Ολομέλεια αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (άρθρο 86 παρ. 3 β’). Με άλλα λόγια, η παραπάνω πρόταση ούτε έγινε δεκτή ούτε απορρίφθηκε. Ενώ όμως το σχετικό ερώτημα παραμένει προδήλως εκκρεμές, ο πρόεδρος της Βουλής, που καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας απουσίαζε από το Κοινοβούλιο, με δηλώσεις του διαπίστωσε ότι η πρόταση της αντιπολίτευσης έχει απορριφθεί. Μάλιστα, παρ’ όλες τις αντιδράσεις όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης για τις συνταγματικές ακροβασίες, έκρινε ότι δεν συντρέχει περίπτωση να ερωτηθεί το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής.
Το Σύνταγμα, λοιπόν, στριμώχνεται πλέον για να επιτάσσει όσα η κυβερνητική πλειοψηφία αποφασίζει να επιβάλει. Οι κανόνες που πλαισιώνουν τη λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών και εξασφαλίζουν τον έλεγχο των κυβερνώντων από τον λαό και τους αντιπροσώπους του μεταπίπτουν σε κατηγόρημα της θέλησης μιας μικρής, κλειστής και ανέλεγκτης ομάδας. Μιας ομάδας που, επειδή πριν από 2 χρόνια κατέκτησε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αναγορεύεται σε «συνταγματικό» κηδεμόνα της δημοκρατίας μας.