Μπορεί να ηχεί παράξενα, αλλά το συνταγματικό δίκαιο έχει προεχόντως «εγωιστικά» και αυτοαναφορικά στοιχεία, έστω και εάν αυτά απαντώνται στο πρώτο πληθυντικό και όχι στο πρώτο ενικό πρόσωπο. Εξάλλου, με τις λέξεις «We the people» αρχίζει ένα από τα παλαιότερα και αρχαιότερα Συντάγματα, αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Αντιθέτως, στο συνταγματικό δίκαιο δεν είναι καθόλου δεδομένη η ματιά στον άλλον και στην άλλην, ανεξαρτήτως του εάν η διαφορετικότητα αναφέρεται στο φύλο, στην εθνότητα, στις πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις, στην κατάσταση της υγείας ή στον σεξουαλικό προσανατολισμό. Άλλωστε και σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του Αριστόβουλου Μάνεση, το Σύνταγμα και το δίκαιο αποτυπώνουν σε συνταγματικό/νομικό επίπεδο τον εκάστοτε συσχετισμό των κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών δυνάμεων. Άρα, την κυριαρχία των κρατούντων έναντι των άλλων (των μη κρατούντων). Και σε αυτό όμως το επίπεδο, το συνταγματικό δίκαιο έχει (ευτυχώς) αλλάξει και αναγνωρίζει δικαιώματα και ευκαιρίες ισότιμης συμμετοχής και στους άλλους.
Οι λόγοι είναι πολλοί, όπως λ.χ. η νομική κατοχύρωση της ισότητας των φύλων, οι σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες, η φιλελευθεροποίηση των κοινωνιών και των εννόμων τάξεων όσον αφορά την κατοχύρωση δικαιωμάτων και οι αυξανόμενες μετακινήσεις ατόμων από χώρα σε χώρα για πολλούς διαφορετικούς λόγους (ένοπλες συρράξεις, νέα γρήγορα μέσα μεταφοράς, ελευθερία εγκατάστασης στον ευρωπαϊκό χώρο). Το συνταγματικό δίκαιο δεν κινείται πλέον σε μια λογική αντιπαράθεσης, αλλά σε μια λογική εξισορρόπησης όπου λαμβάνονται υπόψη και τα συμφέροντα του άλλου. Όλα τα ανωτέρω καταδεικνύουν τη μεγάλη σημασία του τελευταίου βιβλίου της Ιφιγένειας Καμτσίδου, καθηγήτριας στη Νομική Σχολή ΑΠΘ, με τίτλο «Η δημοκρατία και οι άλλοι. Η ψήφος των μεταναστών, των αποδήμων και των γυναικών».
Σαν καλό έργο τέχνης
Η συγγραφέας πραγματεύεται ένα εξαιρετικά επίκαιρο θέμα με «βαθιές» νομικές, πολιτειολογικές και φιλοσοφικές διαστάσεις. Με επιστημονική πληρότητα, πειθαρχία και παρρησία καταφέρνει να τιθασεύσει ένα δύσκολο και πολυεπίπεδο ζήτημα. Γιατί προφανώς η ψήφος των μεταναστών, των αποδήμων και των γυναικών έχουν και διαφορετικά χαρακτηριστικά μεταξύ τους. Έτσι, η ψήφος των γυναικών είναι σήμερα (επιτέλους!) αυτονόητη, ωστόσο όμως η πολιτική ισότητα ανδρών και γυναικών εξακολουθεί να παραμένει ζητούμενο, όπως αποδεικνύεται και από τη θέσπιση ποσοστώσεων υπέρ των γυναικών στις εκλογές. Η ψήφος των μεταναστών στις δημοτικές εκλογές εξακολουθεί να προκαλεί διαφωνίες, όπως απέδειξε και η γνωστή απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας το 2013. Στο πλαίσιο αυτό γεννώνται μια σειρά από ειδικότερα ζητήματα, τα οποία αναπόφευκτα συμπλέκονται και με το ζήτημα των προϋποθέσεων απονομής της ελληνικής ιθαγένειας σε μετανάστες. Το κεντρικό, πάντως, το οποίο εύστοχα θέτει και αναλύει η Ιφιγένεια Καμτσίδου, είναι ένα: Ο τόπος μόνιμης κατοικίας ενός προσώπου δεν πρέπει να του δίνει τη δυνατότητα να συμμετέχει ισότιμα στις δημοκρατικές διαδικασίες παραγωγής των πολιτικών αποφάσεων; Το ποια απόφαση θα ληφθεί λ.χ. από ένα Δημοτικό Συμβούλιο δεν αφορά περισσότερο τον μόνιμο μετανάστη που ζει στον Δήμο αυτόν απ’ ό,τι τον (τυπικά) δημότη που έχει μεταναστεύσει εδώ και χρόνια στο εξωτερικό; Τα ερωτήματα αυτά οδηγούν στο πιο δυσχερές ζήτημα της ψήφου των αποδήμων. Γιατί θα πρέπει να διευκολυνθεί η ψήφος Ελλήνων που δεν έχουν πια τοπικό δεσμό με την Ελλάδα και δεν επηρεάζονται από τις αποφάσεις των ελληνικών κρατικών αρχών; Από την άλλη, ο τόπος της μόνιμης κατοικίας πρέπει άραγε να είναι το μοναδικό κριτήριο για τη συμμετοχή ενός πολίτη στις εκλογικές διαδικασίες και γενικότερα στις διαδικασίες λήψης των κρατικών αποφάσεων; Δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες, από το συναισθηματικό δέσιμο με τον τόπο καταγωγής μέχρι την ύπαρξη ιδιοκτησίας σε έναν τόπο; Στην εποχή της μαζικής φυγής των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό και των «ψηφιακών νομάδων», πόσο εύστοχο θα ήταν να κλείσουμε τις πόρτες στους νέους αυτούς ανθρώπους; Όλα τα ανωτέρω αποτελούν απλώς προβληματισμούς, οι οποίοι μου γεννήθηκαν διαβάζοντας το εξαιρετικό πόνημα της Ιφιγένειας Καμτσίδου. Και είμαι σίγουρος ότι σε άλλους αναγνώστες θα δημιουργηθούν και άλλοι, ίσως διαφορετικοί προβληματισμοί. Γιατί όλες οι επιστημονικές μελέτες της συγγραφέως έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Παρότι είναι γραμμένες με απλότητα και σαφήνεια, σε οδηγούν σε πολλές περαιτέρω και διαφορετικές ανά αναγνώστη σκέψεις. Ακριβώς όπως συμβαίνει και με τα καλά έργα τέχνης.
Σημαντική συμβολή σε έναν κρίσιμο διάλογο
Το βιβλίο είναι δομημένο σε δύο μέρη. Το πρώτο από αυτά με τον τίτλο «Ενάντια στα προνόμια, στις τάξεις και στα στερεότυπα: Η λαϊκή κυριαρχία μεταξύ πολιτικής διεκδίκησης και συνταγματικής ρύθμισης», αφού διέρχεται τις απαρχές του ελληνικού συνταγματισμού με τα επαναστατικά Συντάγματα (Επίδαυρος 1822, Άστρος 1823, Τροιζήνα 1827), ασχολείται με την ψήφο των γυναικών, ιδίως μέσα από το παράδειγμα των ποσοστώσεων φύλου στους εκλογικούς συνδυασμούς. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου φέρει τον τίτλο «Ο διαιρεμένος λαός και η επιστροφή του έθνους: Οι ολιγαρχικές απειλές στην μετανεωτερικότητα» και πραγματεύεται την ψήφο των μεταναστών και των εκτός επικρατείας πολιτών. Στο κέντρο βέβαια της ανάλυσης τίθενται κεντρικές και κλασικές έννοιες του συνταγματικού δικαίου, όπως αυτές του λαού και του έθνους, αλλά και η πιο πρόσφατη προβληματική της συνταγματικής αναθεώρησης του 2019 για τη διευκόλυνση της ψήφου των αποδήμων Ελλήνων.
Συμπερασματικά, το βιβλίο αυτό αποτελεί μια πολύ σημαντική συμβολή στον επιστημονικό διάλογο και αξίζει να διαβαστεί όχι μόνον από τους νομικούς, αλλά από όλους τους πολίτες που ενδιαφέρονται για τις σύγχρονες όψεις της δημοκρατίας. Η μελέτη της Ιφιγένειας Καμτσίδου διαθέτει δύο ακόμη, πολύ σημαντικές αρετές: Έναν εκτεταμένο και μεστό πρόλογο του Βενσάν Ντελμπό [Vincent Delbos] (επίτιμου γάλλου δικαστή και μέλους της Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων, Λέκτορα στο Science Po Paris), που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει και μια αυτοτελή μικρή μελέτη. Η δεύτερη αρετή του βιβλίου αντανακλά την προσωπικότητα της συγγραφέως: Ζωντανή και πνευματώδης γλώσσα, η οποία ξεφεύγει τόσο πολύ από τα «στεγνά» και βαρετά νομικά κείμενα. Αρκεί να παρατεθούν ενδεικτικά ορισμένοι από τους τίτλους του βιβλίου: «Οι απόγονοι του Οδυσσέα και η διακυβέρνηση της χώρας τους», «Χαμένοι στη μετάφραση: Ο ακτιβισμός του ΕΔΔΑ και η εγχώρια αξιοποίησή του», «Εν κατακλείδι: Αντιφάσεις προς διαχείριση σε μια δημοκρατία μακριά από τον τόπο της».
Η Ιφιγένεια Καμτσίδου στην επιστημονική της διαδρομή υπήρξε πάντα ένας πολύτιμος συνομιλητής για τους συναδέλφους της. Ίσως γιατί δεν προσπαθούσε να είναι πάντα ευχάριστη, αλλά προτιμούσε να «λέει τα πράγματα με το όνομά τους». Γι’ αυτό ας μου επιτραπεί να κλείσω με ένα γενικότερο σχόλιο της συγγραφέως, το οποίο, νομίζω, ότι πρέπει να μας αφυπνίσει: «Η αποδυνάμωση του Συντάγματος αποτελεί ίσως την πιο βασική δυσκολία για το σύγχρονο δημοκρατικό πολίτευμα … Το Σύνταγμα … μοιάζει να υποχωρεί, καθώς το κράτος που ιδρύει και διοργανώνει χάνει τη δύναμή του: η συντελούμενη αγοραία παγκοσμιοποίηση των οικονομικών σχέσεων, η τεχνολογική έκρηξη και η ενίσχυση της πολιτικής δύναμης των υπερεθνικών οργανισμών διευκολύνουν την αναγόρευση των ισχυρών οικονομικών οντοτήτων σε ρυθμιστικό παράγοντα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής» (σελ. 215). Αρκεί κανείς να σκεφτεί τη λογοκρισία από τις πανίσχυρες ιδιωτικές ιδιοκτησίες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που έχουν ουσιαστικά αντικαταστήσει την κρατική λογοκρισία περασμένων δεκαετιών. Και αυτό δεν είναι υπόθεση μόνον των συνταγματολόγων, αλλά όλων των υπεύθυνων πολιτών.
Ο Σπύρος Βλαχόπουλος είμαι καθηγητής Νομικής Σχολής στο ΕΚΠΑ