Σε λίγες μέρες ξεκινά ο πανελλήνιος γραπτός διαγωνισμός του ΑΣΕΠ, που για πρώτη φορά στην ιστορία της Ανεξάρτητης Αρχής δεν θα οδηγήσει τους επιτυχόντες στην κατάληψη μιας οργανικής θέσης, αλλά στην ένταξή τους σε μια «δεξαμενή», από όπου οι δημόσιες υπηρεσίες θα αντλούν τα μέλη του προσωπικού τους. Οι 108.000 υποψήφιοι προετοιμάζονται πυρετωδώς, παρακολουθώντας δια ζώσης ή on line προγράμματα προετοιμασίας, που διαφημίζονται ως «κορυφαία» και υπόσχονται τα καλύτερα αποτελέσματα με το χαμηλότερο κόστος. Ο ανταγωνισμός αναμένεται σκληρός, καθώς τα αποτελέσματά του θα καθορίσουν τις προσλήψεις με βάση τον προγραμματισμό των ετών 2022 και 2023, δηλαδή θα πραγματοποιηθεί η πλήρωση 5.124 θέσεων σε όλη την επικράτεια και σε πολλούς φορείς του δημόσιου τομέα.
Έτσι, λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές, χιλιάδες νέοι άνθρωποι βλέπουν να κρίνεται η επαγγελματική τους πορεία μέσα από μια διαδικασία που επαναφέρει κάποιες παθογένειες της στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης και υπονομεύει την αποστολή του ΑΣΕΠ. Πραγματικά, το ΑΣΕΠ ιδρύθηκε προκειμένου να εξαλειφθούν οι πρακτικές δεκαετιών, που οδηγούσαν στην καθυποταγή των υπαλλήλων στην πολιτική εξουσία, ακόμη και στην απώλεια της αξιοπρέπειας τους και να διασφαλιστεί η πραγμάτωση των συνταγματικών αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας. Εντελώς συνοπτικά:
Η αποστολή του ΑΣΕΠ
Η στελέχωση της δημόσιας διοίκησης είναι, στην Ελλάδα, ένα ζήτημα συνταγματικού ενδιαφέροντος. Ήδη στο Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου, συναντάται ο κανόνας «Όλοι οι Έλληνες εις όλα τα αξιώματα και τιμάς έχουσι το αυτό δικαίωμα· δοτήρ δε τούτων μόνη η αξιότης εκάστου». Ο κανόνας επαναλαμβάνεται σταθερά σε όλα τα ελληνικά Συντάγματα, ως δημοκρατικό κεκτημένο, ενώ η απάλειψη της ρήτρας της αξιότητας μετά το Σύνταγμα του 1844, διόλου δεν σηματοδότησε μια εξίσωση προς τα κάτω. Αντίθετα, η συνταγματική πρόβλεψη της ίσης πρόσβασης των Ελλήνων στα δημόσια αξιώματα ενσωμάτωσε την αρχή της αξιοκρατίας και με τον τρόπο αυτό αίρεται η υποτιθέμενη αντινομία κράτους δικαίου και δημοκρατίας.
Η παραπάνω συνταγματική ρύθμιση δεν εξασφάλιζε από μόνη της την δικαιοκρατική και δημοκρατική στελέχωση της δημόσιας διοίκησης. Παρότι το περιεχόμενο του Συντάγματος παρέμενε αναλλοίωτο από την ίδρυση του κράτους, η καχεξία των δημοκρατικών θεσμών επέτρεπε στις κυβερνήσεις να μετατρέπουν την πρόσληψη των δημόσιων υπαλλήλων σε μηχανισμό εξυπηρέτησης της κομματικής πελατείας τους, αλλά και ελέγχου των δημόσιων υπηρεσιών από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις. Σιωπηλός μάρτυρας των σχέσεων πατρωνίας που ταλάνιζαν τους υπαλλήλους και υπονόμευαν την δημόσια διοίκηση στέκει στο κέντρο της πρωτεύουσας η πλατεία Κλαυθμώνος. Εκεί συγκεντρώνονταν οδυρόμενοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, που ακόμη και με την αλλαγή του υπουργού απολύονταν και προσέβλεπαν στο υπουργείο Εσωτερικών για να ανακτήσουν την θέση τους. Έτσι, η πρόβλεψη της μονιμότητας των υπαλλήλων στο Σύνταγμα του 1911 αποτέλεσε μια μεγάλη τομή, μια εγγύηση της νομιμότητας και της ομαλής λειτουργίας της υπηρεσίας, που, όπως υποστήριζε ο Ελ Βενιζέλος, θεσπίστηκε υπέρ του λαού.
Εξάρτηση από το πολιτικό προσωπικό
Τα χαρακτηριστικά του υπό εξέλιξη διαγωνισμού επαναφέρουν, κατά κάποιο τρόπο, την εξάρτηση των υποψήφιων από το πολιτικό προσωπικό της χώρας: εντασσόμενοι στην «δεξαμενή» των διοριστέων, οι επιτυχόντες μπορεί να κληθούν να αποδεχτούν μια θέση εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο διαβίωσης τους και σε υπηρεσία που δεν ανταποκρίνεται στα επιστημονικά ή επαγγελματικά τους ενδιαφέροντα. Η διαγωνιστική διαδικασία, με άλλα λόγια, δίνει ξανά στον Υπουργό την δυνατότητα να καθορίζει αυτός την σύνθεση του προσωπικού των δημόσιων υπηρεσιών και την τύχη των ενδιαφερομένων. Δεδομένου μάλιστα ότι ο διαγωνισμός διενεργείται παραμονές των εκλογών, η ευχέρεια για υποσχέσεις και δεσμεύσεις που παρέχεται είναι ευρεία και η παράκαμψη της αρχής της ισότητας πιο εύκολη.
Υπονομεύεται η Ανεξάρτητη Αρχή
Επιπλέον, οι μέθοδοι εξέτασης που προβλέπονται, γεννούν εύλογα ερωτηματικά σχετικά με την ουσιαστική αξιολόγηση των υποψήφιων ως προς την ανταπόκρισή τους στις απαιτήσεις της θέσης που πρόκειται να καταλάβουν. Η εξέταση γίνεται με ερωτήσεις γνώσεων γενικού περιεχομένου και με δοκιμασία δεξιοτήτων και εργασιακής αποτελεσματικότητας, η οποία αντικαθιστά την εργασιακή εμπειρία. Κυριότερη μέθοδος θα είναι οι ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών (multiple choice), μια αποσπασματική και με μεγάλα περιθώρια τυχαιότητας εξέταση, που πρόδηλα δεν επιτρέπει την αποτίμηση της καταλληλόλητας του διοριστέου για την πλήρωση συγκεκριμένης θέσης. Με τον τρόπο αυτό, όμως, η συνταγματική πρόβλεψη για νομοθετικό καθορισμό των προσόντων που απαιτούνται για καθεμιά θέση χάνει μεγάλο μέρος του περιεχομένου τους: ο γραπτός διαγωνισμός δεν εξασφαλίζει την σύνδεση των υποψηφίων με τα αναγκαία ουσιαστικά προσόντα και στην πράξη, το μόνο που θα ελέγχεται από την Ανεξάρτητη Αρχή θα είναι η κατοχή του απαιτούμενου τίτλου σπουδών.
Οι όροι διενέργειας του διαγωνισμού φαίνεται, λοιπόν, να υπονομεύουν την Ανεξάρτητη Αρχή ως θεματοφύλακα της ισότητας των Ελλήνων κατά την πρόσβαση στα δημόσια αξιώματα και να ναρκοθετούν την αξιοπρέπεια των νέων δημόσιων υπαλλήλων. Έτσι, επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά ότι η δικαιοκρατική στελέχωση του δημόσιου τομέα συνδέεται στενά με την απρόσκοπτη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. Μια δημοκρατία που μαραζώνει, δύσκολα εγγυάται την ανεξαρτησία της δημόσιας διοίκησης και την στελέχωσή της με όρους ισότητας και αξιοκρατίας.
Η Ιφιγένεια Καμτσίδου είναι αν. καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου