Συνεντεύξεις

Ιφιγένεια Καμτσίδου: Αδόκιμο να αντιμετωπίζεται η απλή αναλογική ως παράμετρος της κυβερνητικής αστάθειας

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΚΑΜΤΣΙΔΟΥ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΛΟΓΟ, ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΠΘ

Η νέα κυβέρνηση, μιας δεξιότερης ΝΔ, έχει ήδη δώσει ένα ικανό δείγμα των επιλογών της, επέλεξε τη δομή της καθώς και τη θεσμική της αντίληψη. Ποιο το σχόλιό σου;

Το νέο κυβερνητικό σχήμα μαρτυρά, ήδη με την δομή του, την ενίσχυση της θέσης του πρωθυπουργού, που πλαισιώνεται από ένα ισχυρότατο προσωπικό επιτελείο, ενώ το Υπουργικό Συμβούλιο παραμένει ισχνό. Στην κυβέρνηση μετέχει πλήθος υφυπουργών που πήραν τις αρμοδιότητές τους από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, στον οποίο υπάγονται και λογοδοτούν. Αυτό σημαίνει ότι ο πολιτικοθεσμικός ρόλος του υπουργικού συμβουλίου, στο οποίο το Σύνταγμα αναθέτει τη διαμόρφωση της γενικής πολιτικής της χώρας, συρρικνώνεται δραστικά. Διαφαίνεται, λοιπόν, η υπερσυγκέντρωση εξουσίας στον πρωθυπουργό και τους στενούς του συνεργάτες οι οποίοι δεν έχουν εκλεγεί από το λαό ούτε ελέγχονται από το κοινοβούλιο. Επιπλέον, η οργάνωση της κυβέρνησης γεννά ισχυρές επιφυλάξεις, ιδίως λόγω της ανακατανομής σημαντικών δημόσιων πολιτικών στα υπουργεία. Για παράδειγμα, η Γενική Γραμματεία αντεγκληματικής πολιτικής μεταφέρθηκε στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, καταργήθηκε το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής και οι σχετικές αρμοδιότητες ανατέθηκαν σε αναπληρωτή υπουργό, ο οποίος επίσης εντάσσεται στο παραπάνω υπουργείο. Αυτό σημαίνει ότι κρίσιμες δημόσιες πολιτικές, που η μεν πρώτη σχετιζόταν με την απονομή της δικαιοσύνης και την επανένταξη των κρατουμένων, η δε δεύτερη με την υποδοχή και την κοινωνική ένταξη των μεταναστών, συνδέονται πια με τη δημόσια τάξη. Δυο τομείς της γενικής πολιτικής που στηρίζουν την απόδοση και απόλαυση δικαιωμάτων συρρικνώνονται και μεταβάλλουν ratio, γίνονται απλά εργαλεία της κοινωνικής ευταξίας. Εξάλλου, η κατάργηση της Γ.Γ Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποτελεί ισχυρό πλήγμα στο πεδίο των δικαιωμάτων γενικότερα. Σε ό,τι αφορά τις προτεραιότητες της κυβέρνησης, η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου εμφανίζεται ως μέσο καταπολέμησης της παραβατικότητας στα πανεπιστήμια. Η κατάργηση του ασύλου έχει εξόχως συμβολικό χαρακτήρα για τη ΝΔ, καθώς είναι φανερό ότι αυτό δεν αποτελεί αίτιο της εγκληματικότητας που πράγματι, αναπτύσσεται στα 3 ή 4 ιδρύματα των μεγαλουπόλεων, όπως αναπτύσσεται και στο αστικό περιβάλλον τους. Η κατάργησή του, όμως, αναμένεται να αναπτύξει αρνητικές συνέπειες στο ακαδημαϊκό έργο και στην ακαδημαϊκή ελευθερία, να επιφέρει ρήξη στους δεσμούς που -πρέπει να- συνέχουν την ακαδημαϊκή κοινότητα. Ας φανταστούμε, την επόμενη μέρα στο αμφιθέατρο, έναν καθηγητή ο οποίος είχε καλέσει την αστυνομία για να αντιμετωπιστεί άμεσα ένα πλημμέλημα – για τα κακουργήματα ούτως ή άλλως αυτεπάγγελτα εισέρχεται η αστυνομία. Τι είδους σχέση θα διατηρεί με τους φοιτητές του όταν για ένα αδίκημα μικρής ποινικής απαξίας, για πράξεις που αυτός αξιολόγησε χωρίς να έχει ούτε τις απαιτούμενες γνώσεις και εμπειρία προξένησε την παρέμβαση της δημόσιας δύναμης;

Δεν αποτελεί αντικείμενο της αναθεωρητικής διαδικασίας

Στο τραπέζι έχει τεθεί και ο εκλογικός νόμος, η απλή αναλογική. Είχε τεθεί, προεκλογικά, πολιτικά, αλλά τώρα εμπλέκει και τη συνταγματική αναθεώρηση.

Είναι θεσμικά άτοπο και πολιτικά επικίνδυνο, η αναθεώρηση του Συντάγματος να μετατρέπεται σε εργαλείο για την κατάργηση του εκλογικού νόμου. Μεταξύ των προεκλογικών εξαγγελιών της ΝΔ, όντως ήταν η κατάργηση του ισχύοντος εκλογικού νόμου, που έχει χαρακτηριστικά απλής αναλογικής. Ωστόσο, κατά το Σύνταγμα, ακόμη και αν αυτός καταργηθεί, το νέο εκλογικό σύστημα δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στις επόμενες εκλογές παρά μόνο αν ψηφισθεί από τα 2/3 των βουλευτών, δηλαδή από 200 βουλευτές. Στην κατάργηση της απλής αναλογικής η ΝΔ φαίνεται να έχει εξασφαλίσει την συναίνεση του ΚΙΝΑΛ, αλλά τα δυο κόμματα μαζί διαθέτουν μόνο 180 βουλευτές. Για να παρακαμφθεί η πολιτική δυσκολία της κυβέρνησης επινοείται ένα νομικό εφεύρημα: να τροποποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας αναθεώρησης του συντάγματος η πρώτη παράγραφος του άρθρου 54 του Συντάγματος που προβλέπει την προαναφερόμενη αυξημένη πλειοψηφία, προκειμένου να απαιτούνται στο εξής μόνο 180 βουλευτές για να εφαρμόζεται ο νέος εκλογικός νόμος στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση από την υπερψήφισή του. Για την αναθεώρηση της συνταγματικής διάταξης αρκούν οι 180 βουλευτές. Ωστόσο, υπάρχει ένα ανυπέρβλητο, κατά τη γνώμη μου, εμπόδιο. Το ζήτημα της μεταβολής της διάταξης που προβλέπει την πλειοψηφία των 2/3 για την εφαρμογή του εκλογικού νόμου στις επόμενες εκλογές, δεν είχε τεθεί από κανένα κόμμα κατά την πρώτη φάση της συνταγματικής αναθεώρησης, δεν συζητήθηκε και δεν αποτέλεσε αντικείμενο της σχετικής απόφασης της βουλής. Βέβαια, οι υποστηρικτές της άποψης διατείνονται ότι οι κατευθύνσεις της βουλής κατά την πρώτη φάση δεν δεσμεύουν την αναθεωρητική συνέλευση. Ανεξάρτητα από την ορθότητα ή μη της άποψης αυτής, θα πρέπει, πάντως, η διάταξη να έχει τεθεί προς αναθεώρηση. Στη επίμαχη περίπτωση, πραγματικά, προτάθηκε η αναθεώρηση του άρθρου 54 παρ, 1 Συντ. προκειμένου να προστεθεί ένα εδάφιο που θα κατοχύρωνε συνταγματικά τα χαρακτηριστικά της απλής αναλογικής. Η αλλαγή της ισχύουσας ρύθμισης δεν προτάθηκε ούτε αποφασίστηκε, δηλαδή δεν αποτελεί αντικείμενο της αναθεωρητικής διαδικασίας.

Έχει ενδιαφέρον που οι συνταγματολόγοι που το υποστηρίζουν αυτό αναγνωρίζουν πως είναι εφεύρημα, ρύθμιση «δια της πλαγίας» όπως το χαρακτηρίζουν. Ο σκοπός, όπως φαίνεται, το υπερβαίνει αυτό: όπως λένε είναι «για να ενταφιάσει από σήμερα την απλή αναλογική».

Άξιο λόγου είναι επίσης ότι το ζήτημα δεν τέθηκε ακόμη από τις πολιτικές δυνάμεις. Τέθηκε με παρεμβάσεις στον Τύπο, «εν αιθρία» και πριν κάποιο κόμμα διερευνήσει το ενδεχόμενο και τους όρους μιας τέτοιας συνταγματικής ακροβασίας. Κατά τη γνώμη μου, απόψεις που τείνουν να μετατρέψουν τη συνταγματική διαδικασία σε όχημα εξυπηρέτησης πολιτικών συμφερόντων επιφέρουν ισχυρό πλήγμα στη δημοκρατική λειτουργία των θεσμών και συμβάλλουν στην απομείωση της εγγυητικής λειτουργίας του Συντάγματος.

Η παράμετρος της κυβερνητικής αστάθειας

Το επιχείρημα είναι ότι η απλή αναλογική προκαλεί κυβερνητική αστάθεια. Η διεθνής εμπειρία το βεβαιώνει αυτό;

Καθένα εκλογικό σύστημα συνδέεται με την ανάπτυξη των κομματικών δυνάμεων στη χώρα όπου εφαρμόζεται. Αλλά αυτή είναι ένα πολυπαραγοντικό μέγεθος, διαμορφώνεται από πολλές παραμέτρους. Στην Σουηδία, για πολλές δεκαετίες, με την απλή αναλογική αναδεικνύονταν σταθερές κυβερνήσεις, που δεν ήταν μονοκομματικές. Στη χώρα μας, ο φόβος της έλλειψης κυβερνητικής σταθερότητας, λόγω του μη σχηματισμού μονοκομματικής κυβέρνησης, νομίζω ότι έχει εκλείψει τα τελευταία χρόνια. Την πολύ δύσκολη περίοδο της κρίσης συγκροτήθηκαν συμμαχικές κυβερνήσεις, που πήραν σκληρές αποφάσεις και τις εφάρμοσαν αποτελεσματικά. Επομένως, δείχνει αδόκιμο να αντιμετωπίζεται η απλή αναλογική ως παράμετρος της κυβερνητικής αστάθειας. Το σύστημα της απλής αναλογικής, όντως, ωθεί στη συγκρότηση συμμαχικών κυβερνήσεων που κατά τεκμήριο αντανακλούν απόψεις ευρύτερου φάσματος της κοινωνίας. Αναγκάζει τα κόμματα να προχωρούν σε συμμαχικά σχήματα με βάση ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, συνήθως γραπτό και δεσμευτικό. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Γερμανίας, όπου, μετά τον πόλεμο, χωρίς απλή αναλογική αλλά με πολύ συγγενικό σύστημα, αναδεικνύονται σταθερές και ισχυρές κυβερνήσεις.

Έχει τεθεί ζήτημα συστήματος εκλογικού και για την Αυτοδιοίκηση.

Καταρχάς είναι ολέθριο σφάλμα να τροποποιείται ένα σύστημα οργάνωσης κάποιου θεσμού πριν αυτό εφαρμοσθεί. Τα συστήματα εφαρμόζονται, καταγράφονται οι αρνητικές επιπτώσεις και οι θετικές συνέπειές τους, ώστε είναι δυνατή η βελτίωσή τους. Αν κατά την έναρξη εφαρμογής ενός συστήματος, αλλοιωθούν κάποια από τα κύρια χαρακτηριστικά του, το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί διοικητικό χάος είναι ορατό.

Εάν προχωρήσουν οι αλλαγές και υπάρχει η απαιτούμενη πλειοψηφία – το ΚΙΝΑΛ βάζει όρους, δεν έχει αντίρρηση επί της αρχής – τι θα συμβεί;

Αποτελεί ευθύνη των πολιτικών δυνάμεων στην αναθεωρητική Βουλή, να αποτρέψουν την καταδολίευση της αναθεωρητικής διαδικασίας προκειμένου να εξυπηρετηθούν διάφορες κομματικές επιδιώξεις. Το βάρος της, μάλιστα, επιτείνεται από το γεγονός ότι η αναθεωρητική διαδικασία, αν και η υλοποίησή της δεν ελέγχεται δικαστικά, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος.

Κρίσιμη θεσμική διάσταση

Έπρεπε να μπει θέμα κατοχύρωσης της απλής αναλογικής στο Σύνταγμα;

Η προσπάθεια συνταγματικής κατοχύρωσης των αναλογικών χαρακτηριστικών του εκλογικού συστήματος αποτέλεσε προσπάθεια εισαγωγής εγγυήσεων της δημοκρατικής αρχής. Από τη δημοκρατική αρχή, την θεμελιωδέστερη των αρχών του πολιτεύματος, πηγάζει η υποχρέωση το εκλογικό σύστημα να διαθέτει αναλογικά χαρακτηριστικά, ώστε διασφαλίζεται η γνησιότερη αντιπροσώπευση του εκλογικού σώματος. Έτσι, λοιπόν, η συνταγματική τυποποίηση των βασικών στοιχείων της απλής αναλογικής είχε ως στόχο την ενίσχυση της δημοκρατίας. Ακόμη, όμως, και αν αυτή η προσπάθεια δεν ευδοκιμήσει, εκλογικά συστήματα που αφίστανται ουσιαστικά από την απλή αναλογική, που δεν εξασφαλίζουν την αναλογικότητα κατά την αντιπροσώπευση δεν είναι συνταγματικά ανεκτά.

Ο κ. Θεοδωρικάκος διαβεβαίωσε τους περιφερειάρχες ότι «σε κάθε περίπτωση» θα έλθει ρύθμιση ώστε η δημοτική ή περιφερειακή αρχή να έχει την πλειοψηφία στα όργανα διοίκησης του Δήμου ή της Περιφέρειας.

Καταρχάς, η απλή αναλογική δημιούργησε αντιπροσωπευτικά και πολυφωνικά δημοτικά συμβούλια. Τα μέλη τους καλούνται να αναζητήσουν συναινέσεις και να προχωρήσουν σε συνεργασίες, που θα επιτρέψουν την διαχείριση των τοπικών υποθέσεων με ευρεία συμμετοχή δημοτικών συμβούλων αλλά και με σύγκλιση διαφορετικών αντιλήψεων και προτάσεων για τα τοπικά πράγματα. Έτσι, θα δοθεί η δυνατότητα στους δημάρχους και τους περιφερειάρχες να αναδειχθούν σε πραγματικούς άρχοντες της τοπικής κοινωνίας, εξασφαλίζοντας την αποδοχή και κατά την άσκηση της εξουσίας. Εάν με τη νομοθετική ρύθμιση, την οποία δεν γνωρίζουμε, γίνει προσπάθεια να παρακαμφθεί η θέληση του δημοτικού συμβουλίου, δηλαδή να ακυρωθεί η βούληση του εκλογικού σώματος που το ανέδειξε, τότε το πρόβλημα θα λάβει κρίσιμη θεσμική διάσταση. Παρέμβαση του νομοθέτη που αναδιατυπώνει τους όρους απόφανσης των συλλογικών οργάνων των ΟΤΑ για να αλλοιώνονται οι αποφάσεις τους, θα είναι μια πραξικοπηματικού τύπου παρέμβαση.

Όταν ξεκίνησε η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση, κάναμε μια πολύ σημαντική συζήτηση μαζί σου στην «Εποχή». Την ξανακοίταξα. Έθετες το ζήτημα κατά πόσο, με τους υπάρχοντες συσχετισμούς εδώ και στην Ευρώπη, ήταν σοφό, από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, να ανοίξει ένα τέτοιο θέμα. Έχουμε, τώρα, τους πρώτους πικρούς καρπούς αυτής της, όπως φαίνεται, όχι καλά επεξεργασμένης και σταθμισμένης επιλογής;

Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για αναθεώρηση δεν αποτέλεσε αντικείμενο της απαιτούμενης επεξεργασίας, δεν αποτιμήθηκε συστηματικά ούτε το θέμα της συγκυρίας. Η αναθεώρηση διενεργείται σε μια περίοδο όπου η επικράτηση νεοφιλελεύθερων ιδεών και πολιτικών κλονίζουν τη λειτουργία της δημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους και διεκδικούν την τυποποίησή τους με κανόνες αυξημένης δύναμης. Επιπλέον, η αναθεώρηση στην Ελλάδα διενεργείται σε δυο φάσεις. Στην πρώτη αποφασίζεται ποιες διατάξεις πρέπει να αναθεωρηθούν. Διατυπώνονται βέβαια και οι κατευθύνσεις τις οποίες πρέπει να ακολουθήσει η αναθεωρητική βουλή και αυτές τίθενται υπόψη του εκλογικού σώματος. Το εκλογικό σώμα, δηλαδή, ταυτόχρονα με την ανάδειξη της νέας κυβέρνησης, επιλέγει και τις κατευθύνσεις που το κόμμα της προτείνει για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Με άλλα λόγια, η εκλογική νίκη της ΝΔ της παρέχει την ευχέρεια να μεταβάλλει τις υπό αναθεώρηση διατάξεις σε μια κατεύθυνση που ταιριάζει με τις θεσμικοπολιτικές της αντιλήψεις. Τέλος, η αναθεωρητική Βουλή δεν υποχρεούται να αναθεωρήσει όλες τις διατάξεις που η πρώτη Βουλή αποφάσισε ότι χρήζουν τροποποίησης. Άρα, διατάξεις που προτείνονται προς αναθεώρηση, προκειμένου να ενισχυθεί η προστασία των δημόσιων αγαθών ή να θωρακισθεί το κοινωνικό κράτος ή να βελτιωθούν οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, μπορεί να μην τροποποιηθούν και η αναθεώρηση να περιορισθεί σε μίνιμουμ αλλαγές, μόνο σε τομείς, όπου η πλειοψηφία της παρούσας Βουλής κρίνει ότι απαιτούνται παρεμβάσεις.

Ιφιγένεια Καμτσίδου