Macro

Ιερουσαλήμ: «αιώνια και αδιαίρετη» πρωτεύουσα του Ισραήλ;

Στις 6 Δεκεμβρίου οι ΗΠΑ, δια στόματος Ντόναλντ Τραμπ, αναγνώρισαν ολόκληρη την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του εβραϊκού κράτους, πράγμα που προκάλεσε διεθνή κατακραυγή και απετέλεσε αφορμή για νέες συγκρούσεις ανάμεσα στον ισραηλινό στρατό και τους Παλαιστίνιους στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη.
Πρόκειται για μία ενέργεια, η οποία ήταν σύμφωνη με τις προεκλογικές δεσμεύσεις του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος προφανώς επεδίωκε τη στήριξη του εβραϊκού λόμπι στις ΗΠΑ, αλλά όχι σύμφωνη με τα μακροπρόθεσμα αμερικανικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή.
Πράγματι, η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ –και μάλιστα ολόκληρης- ως πρωτεύουσας του εβραϊκού κράτους έχει πάρα πολλές συνέπειες, ώστε να μπορεί να αποδοθεί στον ιδιαίτερο χαρακτήρα του αμερικανού προέδρου ή να θεωρηθεί ως δικαίωμα άσκησης πολιτικής ενός κυρίαρχου κράτους και αυτό διότι ανακύπτουν σημαντικά νομικά και πολιτικά ζητήματα.

Το ζήτημα της διεθνούς νομιμότητας

Το πρώτο θέμα αφορά την τήρηση των διεθνών νομίμων, δηλαδή γενικούς κανόνες διεθνούς δικαίου, όπως το ότι απαγορεύεται η απόκτηση εδάφους δια στρατιωτικής καταλήψεως και εάν αυτό συμβεί, όπως συνέβη με τα παλαιστινιακά εδάφη, είναι παράνομη. Επίσης, αφορά σχετικές αποφάσεις του ΟΗΕ, πρωτίστως την απόφαση 181 του 1947 και την 242 του 1967, οι οποίες στηρίζονται ακριβώς σε αυτήν την αρχή.
Με την πρώτη απόφαση ο νεοσύστατος τότε ΟΗΕ αποφασίζει τη δημιουργία δύο κρατών στην Παλαιστίνη, ενός εβραϊκού και ενός αραβικού, ενώ για την Ιερουσαλήμ, κοιτίδα και των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών, προβλέπεται ειδικό καθεστώς, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του πρώτου αραβο–ισραηλινού πολέμου το 1948, το Ισραήλ καταλαμβάνει τη δυτική Ιερουσαλήμ και η Ιορδανία την ανατολική. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του πολέμου των Έξι Ημερών το 1967, το Ισραήλ καταλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και την ανατολική Ιερουσαλήμ. Με το ψήφισμα 242/1967, το Συμβούλιο Ασφαλείας καλεί το Ισραήλ να αποχωρήσει άμεσα από τα εδάφη που κατέλαβε, ενώ με την απόφαση 2253 καταδικάζεται η επέκταση της ισραηλινής κυριαρχίας στην Ιερουσαλήμ.
Το Ισραήλ όχι μόνο δεν συμμορφώθηκε προς τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αλλά αντίθετα στις 30 Ιουλίου 1980 η Κνεσέτ ψηφίζει «θεμελιώδη νόμο», βάσει του οποίου η ενοποιημένη Ιερουσαλήμ ανακηρύσσεται «αιώνια και αδιαίρετη πρωτεύουσα του εβραϊκού κράτους». Η προσάρτηση της Ιερουσαλήμ καταδικάστηκε από το Σ.Α. του ΟΗΕ με τις αποφάσεις 476 και 478.
Έκτοτε, και μέχρι την 6η Δεκεμβρίου, κανένα κράτος δεν είχε αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως την πρωτεύουσα του Ισραήλ, διότι αυτό θα σήμαινε ότι αποδέχεται την παράνομη κατοχή της. Κατά συνέπεια, όλες οι διπλωματικές αποστολές εδρεύουν στο Τελ Αβίβ. Επίσης, διότι μία τέτοια ενέργεια θα προκαλούσε την έντονη οργή όχι μόνον των Παλαιστινίων, αλλά και όλων των μουσουλμάνων, δεδομένου ότι στην Ιερουσαλήμ βρίσκεται ο τρίτος ιερός τόπος του Ισλάμ, μετά τη Μέκκα και τη Μεδίνα.

Το πολιτικό ζήτημα

Είναι προφανές ότι η απόφαση Τραμπ για την Ιερουσαλήμ ικανοποιεί πλήρως την ισραηλινή πλευρά, προκρίνοντας το «ρεαλισμό» έναντι του δικαίου. Άλλωστε, ο ίδιος ο αμερικανός πρόεδρος σε δήλωση του υπογράμμισε ότι η καθυστέρηση της αναγνώρισης της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ δεν βοήθησε στην επίτευξη ειρήνης, προσθέτοντας ότι το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί επαναλαμβάνοντας αποτυχημένες στρατηγικές του παρελθόντος.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η στάση των ΗΠΑ πυροδότησε αντιδράσεις τόσο από πλευράς των Παλαιστινίων, όσο και από πλευράς πολλών άλλων κρατών, ενώ η Τουρκία βρήκε ευκαιρία να υποδυθεί εκ νέου το ρόλο του υπερασπιστή των Παλαιστινίων, συγκαλώντας έκτακτη σύνοδο του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης (ΟΙΔ) στην Κωνσταντινούπολη.
Στο κοινό ανακοινωθέν της συνόδου του ΟΙΔ, τα 57 κράτη – μέλη αναγνωρίζουν την ανατολική Ιερουσαλήμ ως την υπό κατοχήν πρωτεύουσα του παλαιστινιακού κράτους -το οποίο σημειωτέον έχει αναγνωριστεί από δεκάδες κράτη- χαρακτηρίζουν την απόφαση Τραμπ άκυρη και καλούν τα υπόλοιπα κράτη να κάνουν το ίδιο. Τέλος, στο κοινό ανακοινωθέν προστίθεται ότι με αυτήν τους την απόφαση οι ΗΠΑ αποσύρονται από την ειρηνευτική διαδικασία.
Παράλληλα, με πρωτοβουλία της Αιγύπτου, κατατέθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας σχέδιο ψηφίσματος με το οποίο εζητείτο η αναίρεση της απόφασης Τραμπ, το οποίο απερρίφθη εξαιτίας του βέτο που άσκησαν οι ΗΠΑ, αν και τα υπόλοιπα δέκα τέσσερα μέλη του Σ. Α. το αποδέχθηκαν.
Ο ισραηλινός πρωθυπουργός από την πλευρά του απέρριψε, βεβαίως, το κοινό ανακοινωθέν της Κωνσταντινούπολης, επαναλαμβάνοντας ότι η Ιερουσαλήμ είναι η αιώνια και αδιαίρετη πρωτεύουσα του εβραϊκού κράτους, ενώ τόνισε ότι καλά θα έκαναν οι Παλαιστίνιοι να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα και να εργαστούν για την ειρήνη, αντί να οδηγούνται στο ριζοσπαστισμό.
Κατόπιν όλων αυτών τίθεται το ερώτημα για ποιο λόγο οι ΗΠΑ επιλέγουν να ταυτιστούν πλήρως με το Ισραήλ και για ποιο λόγο διακινδυνεύουν την αναζωπύρωση της σύγκρουσης Ισραηλινών και Παλαιστινίων, η οποία, όπως ήταν αναμενόμενο, έχει ήδη αρχίσει.
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε απλή. Ωστόσο, μέχρι τώρα η προεδρία Τραμπ θυμίζει έντονα την οκταετία Μπους του νεώτερου, βασικά στοιχεία της οποίας ήταν οι μεταφυσικές αντιπαλότητες (Καλό εναντίον Κακού, Φως εναντίον Σκότους κλπ), η χρήση ένοπλης βίας, οι πιέσεις και ο εξαναγκασμός των αντιπάλων των ΗΠΑ σε παραχωρήσεις ή και πλήρη παράδοση, όπως επίσης και η περιφρόνηση προς τους διεθνείς οργανισμούς, με αιχμή του δόρατος τον ΟΗΕ.
Έτσι, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ αποχώρησαν πρόσφατα από την UNESCO, επειδή δέχθηκε την Παλαιστίνη ως κράτος – μέλος της, ενώ λίγες ημέρες πριν την ανακοίνωση Τραμπ για την Ιερουσαλήμ, η Παλαιστινιακή Αρχή δέχθηκε τελεσίγραφο από την αμερικανική κυβέρνηση, σύμφωνα με το οποίο εάν οι Παλαιστίνιοι δεν αρχίσουν αμέσως διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ, η διπλωματική τους αντιπροσωπεία στην Ουάσιγκτον θα κλείσει. Εξάλλου, αντίστοιχες πιέσεις προς τους Παλαιστίνιους άσκησε και η Σαουδική Αραβία, η οποία απαίτησε από τον Μαχμούντ Αμπάς την αποδοχή του αμερικανικού σχεδίου.

Ένα παλιό σχέδιο

Φαίνεται ότι όλες αυτές οι αφόρητες πιέσεις προς τους Παλαιστίνιους ασκούνται τώρα διότι θεωρείται ότι η κατάσταση στη Μέση Ανατολή έχει εξομαλυνθεί, μετά την κατάρρευση του λεγόμενου Ισλαμικού Χαλιφάτου, πράγμα που σημαίνει ότι οι ΗΠΑ μπορούν να επανέλθουν στην αναδόμηση της Μέσης Ανατολής, όπως ακριβώς είχε προσπαθήσει να κάνει και ο Τζορτζ Μπους ο νεώτερος μετά την εισβολή του 2003 στο Ιράκ.
Έτσι, οι ΗΠΑ μοιάζει να θεωρούν ότι η επιβολή των τετελεσμένων στους Παλαιστίνιους όχι μόνο οδηγεί στην νομιμοποίηση πράξεων αντίθετων προς το διεθνές δίκαιο, όπως η στρατιωτική κατάληψη, αλλά και στην «επίλυση» του Παλαιστινιακού, με τη δημιουργία ενός κράτους – παρωδία.
Μία τέτοια εξέλιξη όχι μόνο θα ικανοποιούσε το Ισραήλ, αλλά και τη Σαουδική Αραβία, ενώ ταυτόχρονα θα περιόριζε την ιρανική επιρροή στην περιοχή, πράγμα που αποτελεί επιδίωξη τόσο της Ουάσιγκτον όσο και του Τελ Αβίβ και του Ριάντ.
Ωστόσο, όλα αυτά δεν είναι παρά σχέδια επί χάρτου, μια και δεν μπορεί να φανταστεί κανείς γιατί ο μιμητής του Τζορτζ Μπους του νεώτερου θα επιτύχει εκεί που απέτυχε ο ίδιος. Επίσης, δεν είναι δυνατόν να φανταστεί κανείς ότι οι Παλαιστίνιοι θα δεχθούν μία πρόταση που θα ισοδυναμεί με την εξαφάνιση τους, ούτε βέβαια μπορεί να θεωρήσει ότι ο κίνδυνος της ισλαμικής τρομοκρατίας αποτελεί παρελθόν. Αντίθετα, τέτοιες πολιτικές τον ενδυναμώνουν, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα ότι το Παλαιστινιακό ήταν και παραμένει η καρδιά των προβλημάτων της Μέσης Ανατολής, χωρίς τη δίκαιη επίλυση του οποίου δεν είναι δυνατή η επίτευξη της ειρήνης και της ασφάλειας.

Βιβή Κεφαλά

Πηγή: Η Εποχή