Macro

«Ιδεολογικές διαδρομές του Νίκου Καζαντζάκη», επιμέλεια-πρόλογος: Σταύρος Ζουμπουλάκης, εκδόσεις Διόπτρα, 2024

Η περίπτωση Καζαντζάκη συνιστά το μεγάλο παράδοξο της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας. Από τη μία, το έργο του αγαπήθηκε πολύ από το ευρύ (νεανικό) κοινό που αναζήτησε στήριγμα στη βιοθεωρία του, αποκτώντας μάλιστα, με τη συνδρομή του Ντασέν, του Θεοδωράκη, του Κακογιάννη και του Σκορτσέζε, σημαντική διεθνή απήχηση. Από την άλλη, αγνοήθηκε συστηματικά και υποτιμήθηκε από την ελληνική (πανεπιστημιακή) κριτική και το λογοτεχνικό συνάφι. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, με νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, ο Καζαντζάκης έρχεται ξανά στο προσκήνιο, κερδίζοντας το στοίχημα του χρόνου.
 
 
Ποιος όμως είναι στην πραγματικότητα ο σύνθετος, περίπλοκος και αντιφατικός ιδεολογικός κόσμος του; Υπάρχουν σταθερές στον στοχασμό του; Ένας πολύ ερεθιστικός συλλογικός τόμος αφιερωμένος στις ιδεολογικές συντεταγμένες του καζαντζακικού έργου, από τις εκδόσεις Διόπτρα που έχουν εδώ και λίγα χρόνια αναλάβει το μεγαλεπήβολο εκδοτικό πρότζεκτ να τον επανασυστήσουν στο σύγχρονο κοινό (ανατυπώσεις, νέες εκδόσεις, μεταφορά σε graphic novel), έρχεται να φωτίσει τους άξονες της σκέψης και τις φιλοσοφικές ιδέες που κατά καιρούς ασπάστηκε ο Καζαντζάκης. Και θα έλεγα, χωρίς περιστροφές, ότι οι Ιδεολογικές διαδρομές του Νίκου Καζαντζάκη, σε επιμέλεια Σταύρου Ζουμπουλάκη και εκδοτικό σχεδιασμό Φιλήμονα Πατσάκη, αποτελούν την ουσιαστικότερη συμβολή στην κατεύθυνση της επανανάγνωσης του κρητικού συγγραφέα, χωρίς μάλιστα τη διαφημιστική λογική των μεροληπτικά εγκωμιαστικών τόνων που συνοδεύουν συνήθως τέτοια εγχειρήματα.
 
 
Από την Ασκητική στον Ανήφορο
 
 
Το εισαγωγικό άρθρο του Δημήτρη Τζιόβα επισκοπεί βιβλιογραφικά τις προσπάθειες κριτικής, πολιτισμικής και έμφυλης αναθεώρησης του καζαντζακικού έργου τα τελευταία χρόνια, σχολιάζοντας την αλλαγή στάσης και τις ερμηνευτικές υποθέσεις που άνοιξαν διάφορες μελέτες γύρω από τη σχέση του με τον μοντερνισμό και τον μεταμοντερνισμό, τη δυναμική συσχέτιση του τοπικού με το παγκόσμιο (glocal), την πολιτική και πολιτισμική (οριενταλιστική) διάσταση της ταξιδογραφίας του, την ιδεολογία της αυθεντικότητας, την «ποιητική της αντριγιάς» και την έμφυλη ανδρική ταυτότητα των ηρώων του.
 
Τρία μελετήματα εξετάζουν από διαφορετικές οπτικές γωνίες την κεντρική θέση της Ασκητικής στον ιδεολογικό στοχασμό και τη βιοθεωρία του Καζαντζάκη. Ο Δημήτρης Κόκορης διερευνά την πορεία προς την Ασκητική, σχολιάζοντας «δορυφορικά» κείμενα που δημοσίευσε στο περιοδικό Αναγέννηση του Γληνού και προκάλεσαν αντιδράσεις σε μαρξιστικούς κι χριστιανικούς κύκλους λίγο πριν την πρώτη δημοσίευση της Ασκητικής (1927) στο ίδιο έντυπο. Ο Κόκορης αναδεικνύει τη συνθετότητα της πολυσυλλεκτικής σκέψης του Καζαντζάκη και την απόστασή του από την ολική υιοθέτηση πολιτικών, θρησκευτικών και φιλοσοφικών μεσσιανισμών. Στη συμβολή του Βart Soethaert εξετάζεται ο Ανήφορος (γρ. 1946) ως «born translated» μυθιστόρημα που στη συναρμογή του ενσωμάτωσε την Ασκητική και άλλα γραπτά, διερευνώντας το εκδοτικό σχέδιο του Καζαντζάκη για την προώθησή του στη διεθνή λογοτεχνική σκηνή, αρχικά μέσω της συγγραφής ενός άλλου βιβλίου στα αγγλικά που δεν υλοποιήθηκε. Στην οριακή μεταπολεμική συνθήκη ο Καζαντζάκης, σύμφωνα με τον μελετητή, προσπαθεί να προσανατολιστεί στα οικουμενικά προβλήματα της εποχής συνομιλώντας στον Ανήφορο με ιδέες του υπαρξισμού και τον μύθο του Σισύφου του Καμύ.
 
Στην αναθεωρητική του προσέγγιση ο Μιχαήλ Πασχάλης διαφοροποιείται από το σύνολο των παλαιότερων μελετητών του Καζαντζάκη που βασισμένοι σε αυτοσχόλιά του για την Ασκητική («είναι ο σπόρος απ’ όπου βλάστησε όλο μου το έργο») θεωρούν ότι είναι η ιδεολογική βάση των επόμενων έργων του. Ο Πασχάλης αναπτύσσει μια ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία σύμφωνα με την οποία μόνο ο μέχρι πρόσφατα (2022) αδημοσίευτος Ανήφορος και τα προπολεμικά, γραμμένα στα γαλλικά, μυθιστορήματα «Toda-Raba» και «Βραχόκηπος» επιβεβαιώνουν αυτή τη θέση. Αντιθέτως, τα τρία μεταπολεμικά μυθιστορήματα όχι μόνο δεν αποτελούν εφαρμογή του προγράμματος της Ασκητικής και της ιδεολογικής σήμανσης του «ανήφορου» και του «κατήφορου», αλλά συνιστούν πλήρη αναίρεση των κηρυγμάτων της, καθώς οι ιδέες εντάσσονται εναργώς στο μυθοπλαστικό πλαίσιο.
 
 
Ο στοχαστής Καζαντζάκης
 
 
Κεντρική θέση στον τόμο έχουν τα ερωτήματα τι ήταν ο Καζαντζάκης ως στοχαστής και ποια η σχέση του με τον Νίτσε και τον Μπερξόν, τον μπολσεβικισμό, τον εβραϊσμό-σιωνισμό και τον φυλετισμό. Αυτό το απίθανο χαρμάνι που συγκροτεί την αντιφατική του ταυτότητα, εξετάζεται προσεκτικά και με ιστορικοποιημένο τρόπο. Η Χριστίνα Ντουνιά προσεγγίζει τη μετάβαση του Καζαντζάκη από την αναζήτηση μιας νέας θρησκείας στο Άγιο Όρος στη «θρησκεία» του κομμουνισμού μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ιχνηλατώντας το χρονικό της φιλίας του με τον ανόμοιο Σικελιανό. Στο μελέτημα του Θανάση Αγάθου αναλύεται η τυπολογία των γυναικείων μορφών που παρελαύνουν στα θεατρικά έργα και τα μυθιστορήματά του με άξονα το αρχετυπικό δίπολο της αθώας ενζενί και της μοιραίας γυναίκας.
 
Ο τρόπος που διοχετεύεται η φιλοσοφική σκέψη στο έργο του Καζαντζάκη δεν ακολουθεί την ακαδημαϊκή πεπατημένη. Ο Νίτσε του Καζαντζάκη, όπως δείχνει ο Αντώνης Χατζημωυσής, είναι προϊόν αναγνωστικής και κυρίως βιωματικής σχέσης αναμέτρησης και δημιουργικής ανασύνθεσης. Αυτό σημαίνει ότι προσλαμβάνεται με ιδιότυπο τρόπο, χωρίς παραπομπές και με ανακρίβειες, με άξονα την πνευματική διαμόρφωση του Καζαντζάκη. Η διαμεσολάβηση είναι οι γαλλικές πηγές, τονίζοντας και παραποιώντας ειδικές περιοχές του νιτσεϊκού έργου. Ο Νίτσε είναι «φτιαγμένος για να υπηρετήσει την πηγαία συγγραφική ορμή του Καζαντζάκη» (σ. 137). Ανάλογη, στην κατεύθυνση της προσωπικής αξιοποίησης, είναι και η πρόσληψη των ιδεών του Μπερξόν, του οποίου μάλιστα υπήρξε πρώτος μεταφραστής στα ελληνικά και από τους πρώτους μελετητές του, έστω κι αν στα υστερότερα έργα του οι αναφορές σε αυτόν μειώνονται. Όπως εξηγεί ο Γιάννης Πρελορέντζος, παρά την εξοικείωση μαζί του, τις μπερξονικές επιρροές στην Ασκητική και τη δημιουργική ενασχόληση με την περίφημη «ζωτική ορμή», οι διαφορές του Καζαντζάκη με τον Μπερξόν είναι μεγαλύτερες από τις συγγένειες.
 
Ο φυλετικός λόγος, το αίμα, και η ιδέα του εκφυλισμού της ελληνικής ράτσας και της «λευκής φυλής» είναι από τις βασικές έννοιες που δομούν τη σκέψη και το έργο του Καζαντζάκη και εξηγούν την υποστήριξή του στα φασιστικά καθεστώτα του Μεσοπολέμου. Όπως υποστηρίζει τεκμηριωμένα ο Παρασκευάς Ματάλας, εξετάζοντας τις πηγές προέλευσης και τις ποικίλες εκδοχές του φυλετικού λόγου στον Καζαντζάκη (Κίπλινγκ, Μπαρρές, Νίτσε, Σπένγκλερ, Καζάζης, Βλαστός, Δραγούμης), ο συγγραφέας παραμένει προσηλωμένος σε μια φυλετικοποιημένη απεικόνιση του κόσμου. Φυλετικές αντιλήψεις που συνδέονται με τον παραδοσιακό αντιεβραϊσμό και τον ευρωπαϊκό αντισιωνισμό της εποχής του εντοπίζει ο Γιάννης Δημητρακάκης στις ταξιδιωτικές ανταποκρίσεις του Καζαντζάκη από την Παλαιστίνη (1926) που μόνο εν μέρει περιελήφθησαν στα Ταξιδεύοντας. Ο Δημητρακάκης σχολιάζει τις αντισημιτικές αναπαραστάσεις στον σιωνιστικό τύπο του «νέου Εβραίου», τη στάση του απέναντι σε μεγάλες προσωπικότητες του σιωνισμού και τη διαδρομή του από τις εγκωμιαστικές αναφορές στους «πιονέρους» μέχρι την απόρριψη που σιωνισμού, που προσεγγίζεται με πρότυπο αναφοράς την Έξοδο, καταλήγοντας ότι ο Καζαντζάκης υπερασπίζεται έναν μεσσιανισμό χωρίς Μεσσία.
 
 
Γεμάτος αντιφάσεις, αιρετικός και μοναχικός ιδεολογικός κόσμος
 
 
Από την ανάγνωση του τόμου, χωρίς διάθεση εξομάλυνσης και ισοπέδωσης της ιδιαιτερότητάς του, αναδεικνύεται ψύχραιμα ο γεμάτος αντιφάσεις, αιρετικός και μοναχικός ιδεολογικός κόσμος του Καζαντζάκη. Όπως σημειώνει ο Τζιόβας, «ο Καζαντζάκης τελικά φλερτάρει με ιδέες και ρεύματα αλλά κατά βάση παραμένει ανένταχτος» (σ. 25). Δεν παύει ωστόσο να ήταν ένας τολμηρός διανοούμενος που διψούσε για νέες εμπειρίες και έλαβε μέρος ενεργά στις ιδεολογικές συγκρούσεις του καιρού του. Έστω κι αν από τον τόμο απουσιάζουν συνθετικές προσεγγίσεις για κάποιες ιδέες με τις οποίες διασταυρώθηκε ο Καζαντζάκης, όπως ο κομμουνισμός (πλην αναφορών στα κείμενα των Κόκορη, Ντουνιά και Δημητρακάκη) και οι ανατολικές θρησκείες, ο αναγνώστης λύνει πολλές ιδεολογικές απορίες του. Το βιβλίο, εξερευνώντας την περίπλοκη πολιτισμική ποιητική του Καζαντζάκη, θα αποτελέσει έργο αναφοράς για τους μελλοντικούς ερευνητές, δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα υπόδειγμα για το πώς ένας εκδοτικός οίκος μπορεί να διαχειριστεί το πολιτισμικό κεφάλαιο των δικαιωμάτων ενός συγγραφέα με τεράστιο και πολυσχολιασμένο έργο και ποικίλες εξακτινώσεις.
 
Κώστας Καραβίδας