Τζον Ντος Πάσος «Manhattan Transfer», μτφ: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2020
Ξανακυκλοφόρησε πρόσφατα (για πρώτη φορά είχε εκδοθεί στα ελληνικά το 2002) ένα από τα κλασικά και πιο σημαντικά μυθιστορήματα του Τζον Ντος Πάσος, το Manhattan Transfer, ένα βιβλίο για το οποίο κατ’ εξοχήν ισχύει η φράση-κλισέ ότι «πρωταγωνιστής είναι η πόλη», η Νέα Υόρκη εν προκειμένω στη στροφή του 20ού αιώνα.
Με το μυθιστόρημα αυτό, ο Ντος Πάσος λέει μια ιστορία, ή μάλλον πολλές ιστορίες, που εκτείνονται στην περίοδο από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα μέχρι και τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού, μέχρι το 1920, περίπου (το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1925). Μέσα από μια σειρά από επιμέρους προσωπικές ιστορίες που τέμνονται, επικαλύπτονται, πλησιάζουν, απομακρύνονται, αλληλοφωτίζονται, συνεχίζουν, διακόπτονται, ο συγγραφέας σκιαγραφεί ταυτόχρονα και τη δημιουργία και την εξέλιξη (ανάπτυξη;) μιας πόλης, στήνοντας μια πολυπρόσωπη τοιχογραφία, με θραυσματικές ματιές στη ζωή των πρωταγωνιστών, με μικρά ή μεγάλα χρονικά κενά ανάμεσα στα γεγονότα που αφηγείται και τα οποία χτίζουν σιγά σιγά το οικοδόμημα του βιβλίου. Ο φακός του συγγραφέα αλλάζει διαρκώς εστίαση, καθώς ο Ντος Πάσος στήνει το μυθιστόρημά του σαν τη σάγκα μιας πόλης, μονταρισμένη από αποσπασματικές ταινίες μικρού μήκους και φωτογραφίες, με χαλαρή συνδετική πλοκή ανάμεσά τους, συνθέτοντας έτσι το σπονδυλωτό πανόραμα μιας μεγαλούπολης που όσο εξελίσσεται (και εξελίσσεται με ταχύ βήμα) τόσο πιο σκληρή γίνεται.
Μια πόλη που μεγαλώνει και αγριεύει
Σ’ αυτή την πόλη (που για κάποιους «πάει κατά διαόλου» και για άλλους είναι γεμάτη ευκαιρίες), άλλοι παλεύουν να σκαρφαλώσουν, άλλοι γκρεμίζονται (μεταφορικά ή και κυριολεκτικά), άλλοι ελπίζουν πάντα, άλλοι διαρκώς απογοητεύονται, άλλοι ανεβαίνουν την κοινωνική κλίμακα και άλλοι την κατεβαίνουν. Ενώ οι μηχανικές ανακαλύψεις (τηλέφωνο, ηλεκτρισμός, χαλύβδινες γέφυρες, αυτοκίνητα χωρίς άλογα) δημιουργούν την ελπίδα πως «τα επόμενα χρόνια θα συμβεί κάτι το μεγαλειώδες», στη «μεγάλη πόλη» υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται για να βρουν δουλειά, υπάρχουν άκληροι μετανάστες, υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί. Υπάρχουν Εβραίοι που δεν τους νοικιάζουν τα διαμερίσματα, υπάρχουν δουλειές που δεν είναι για τους λευκούς, υπάρχει μίσος για τους «ξένους» και τα «αποβράσματα της Ευρώπης». Και η πόλη όλο και μεγαλώνει, όλο και διογκώνεται, όλο και αγριεύει.
Αν υπάρχουν τρία τέσσερα πιο κεντρικά πρόσωπα, πολύ χαρακτηριστικό ανάμεσά τους είναι εκείνο του νεαρού Τζίμι Χερφ, δημοσιογράφου για ένα διάστημα στους Times («πολύ βρομοδουλειά και τη σιχάθηκα»), που η ματιά του σε διάφορα κρίσιμα γεγονότα συνδέει με έναν τρόπο στοιχεία του βιβλίου, το οποίο άλλωστε κλείνει με μια δική του ριζική επιλογή, όταν έχει φτάσει πια σε ένα σημείο όπου «δεν δείχνει να θυμάται τίποτα, δεν υπάρχει μέλλον»: σε ένα σημείο όπου ούτε το χτες ούτε το αύριο έχει σημασία, μόνο το παρόν, το σήμερα, ένα σήμερα όπου νιώθει «ευτυχισμένος που αναπνέει, που ακούει το αίμα του να πάλλεται στις φλέβες του, τα πόδια του να πατάνε στο οδόστρωμα» και είναι έτοιμος πια να κάνει το μεγάλο βήμα, χωρίς να ξέρει καν για πού, αρκεί να είναι «αρκετά μακριά».
Κριτική στην κοινωνική αδικία
Την εποχή που έγραφε το Manhattan Transfer, ο Ντος Πάσος, ήταν ένας μαχητικός αριστερός, αντιμιλιταριστής, υποστηρικτής του Κομμουνιστικού Κόμματος, με πολύ ριζοσπαστικές θέσεις για πολλά ζητήματα. Έτσι, όπως λέει και η Θ. Τσιμπούκη στον πρόλογο του βιβλίου, «ο πολιτικός ριζοσπαστισμός του Ντος Πάσος τον μετατρέπει σ’ έναν αδιαφιλονίκητο κριτή της κοινωνικής αδικίας και ανισότητας». Στο βιβλίο, λοιπόν, είναι σαφής η διαρκής, υπόγεια ή ανοιχτή, κριτική ματιά στην κοινωνία που τον περιβάλλει, σε μια πρόοδο που μασάει ανθρώπους, σε αυτό που καθιερώθηκε να αποκαλείται «αμερικανικός τρόπος ζωής» και «αμερικανικό όνειρο», σε έναν κόσμο όπου μοναδική αξία είναι το χρήμα («είναι κόλαση να μην έχεις φράγκα»), στον καπιταλισμό, αυτόν τον «βρικόλακα που σας ρουφάει το αίμα… μέρα… και… νύχτα».
Στο φόντο των ιστοριών του βιβλίου, εκτυλίσσονται όλα τα πολιτικοκοινωνικά γεγονότα που διαμορφώνουν τον καμβά της εποχής στη Νέα Υόρκη και στις ΗΠΑ, μαζί με τον απόηχο των γεγονότων που συμβαίνουν στη μακρινή Ευρώπη, ειδικά με το ξέσπασμα μέχρι και τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου («Α, βέβαια, ήταν ωραίος πόλεμος»): η δολοφονία του αρχιδούκα της Αυστρίας στο Σαράγιεβο και η έναρξη του πολέμου («ο πόλεμος δεν πρόκειται να κρατήσει παραπάνω από δυο βδομάδες και εξάλλου δεν καταλαβαίνω τι μας αφορά εμάς», νομίζει κάποιος), η «απειλή» του σοσιαλισμού, των μπολσεβίκων και των «ανατρεπτικών ιδεών» καθώς και οι απελάσεις των «κόκκινων» («ξαναστέλνουν τους Κόκκινους στη Ρωσία») που επιβιβάζονται στα καράβια τραγουδώντας τη Διεθνή ενώ από κάτω το πλήθος κοιτάζει τους «ανεπιθύμητους ξένους», η ανεργία και τα εργατικά σωματεία, οι απεργίες και τα λοκ άουτ, το τέλος του πολέμου και η απογοήτευση των βετεράνων σε μια πόλη που έχει «μπουχτίσει πια με τους ήρωες πολέμου» («τώρα που γυρίζουμε στην πατρίδα μάς δίνουν ένα ξεροκόμματο. Δουλειές δεν υπάρχουν… μας αντιμετωπίζουν σαν να είμαστε αλήτες και τεμπέληδες»), η καταστολή («δεν μπορείς να πας πουθενά σ’ αυτή την κωλοπόλη χωρίς κάποιος να σε παρακολουθεί»), η ποτοαπαγόρευση και οι λαθρέμποροι οινοπνευματωδών. Ακόμα και η οργή των Ιρλανδών για την Αγγλία, «για να μάθει να αρνείται στην Ιρλανδία την αυτοδιάθεσή της».
Το Manhattan Transfer έχει, βέβαια, και πολύ ενδιαφέρον από λογοτεχνική πλευρά, καθώς ο Ντος Πάσος χρησιμοποιεί πολλά καινοτόμα ή και πειραματικά στοιχεία στο ύφος, στη δομή, στη σύνθεση, στο στήσιμο των χαρακτήρων. Είναι ένα μυθιστόρημα που προαναγγέλλει, με μια έννοια, την κλασική τριλογία του συγγραφέα με τον γενικό τίτλο USA (Ο 42ος παράλληλος, 1919, Τα πολλά λεφτά), τα βιβλία της οποίας θα αρχίσουν να κυκλοφορούν μετά από λίγα χρόνια, το 1930.
Τα μεταγενέστερα έργα του Ντος Πάσος δεν έφτασαν στο ύψος των βιβλίων αυτών. Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε κι αυτός αλλάξει πολύ, κάνοντας μια εντυπωσιακή στροφή προς τα δεξιά, που τον οδήγησε μέχρι και στο να υποστηρίξει τον Ρίτσαρντ Νίξον για πρόεδρο των ΗΠΑ αλλά και σε άλλες ακραίες συντηρητικές θέσεις. Δεν είναι σαφές πώς και πότε ακριβώς αρχίζει να επεξεργάζεται αυτή τη μεγάλη στροφή, σίγουρα όμως κρίσιμο ρόλο έπαιξε και η προσωπική του εμπειρία από τον Ισπανικό Εμφύλιο: η απογοήτευσή του συνολικά από τη στάση της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά ειδικότερα η οργή του για την εξαφάνιση του στενού του φίλου, καθηγητή φιλολογίας και μεταφραστή Χοσέ Ρόμπλες, ο οποίος φαίνεται ότι εκτελέστηκε από Σοβιετικούς πράκτορες της NKVD. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Τζον Ντος Πάσος και σε σύγκρουση και οριστική ρήξη με τον επίσης στενό του φίλο, μέχρι τότε, Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Πάντως ο Χοσέ Ρόμπλες ήταν ο μεταφραστής του Manhattan Transfer στα ισπανικά.
Κώστας Αθανασίου
Πηγή: Η Εποχή