Macro

Η υπομονή που μαραίνει

Φανταστείτε μια λωρίδα γης στην Αφρική που εκτείνεται από δυτικά προς τα ανατολικά, ξεκινάει από τη βόρεια Σενεγάλη και καταλήγει στη βόρεια Ερυθραία. Περιλαμβάνει λοιπόν ένα σωρό τμήματα, ανάμεσά τους και το Καμερούν, τη χώρα όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα. Το σαχέλ είναι η μεταβατική ζώνη μεταξύ της Σαχάρας και της σαβάνας. Εκεί ευδοκιμούν μπαομπάπ, ακακίες, φοίνικες και χουρμαδιές αλλά αυτό που κυριολεκτικά σαρώνει με τη βλάστησή του είναι το «munyal» ή αλλιώς το «άνθος της υπομονής». Πρόκειται για σαρκαστική μεταφορά. Κρατήστε σε μιαν άκρη του μυαλού σας ότι «η συγκεκριμένη περιοχή θεωρείται ως μία από τις πλέον ασταθείς του κόσμου, καθώς μαστίζεται από φτώχεια, βιώνει όλες τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, χαρακτηρίζεται από συνεχείς εναλλαγές στην εξουσία μέσω πραξικοπημάτων, ενώ αποτελεί ταυτόχρονα μία τεράστια δεξαμενή παραγωγής ακραίων στοιχείων που τροφοδοτούν τρομοκρατικά κινήματα που δρουν είτε στην περιοχή της υποσαχάριας Αφρικής είτε σε άλλες περιοχές του κόσμου».
 
Η βία απλώνεται παντού. Τρεις γυναίκες θα αφηγηθούν την προσωπική τους ιστορία, στην ουσία τη διαμάχη τους με την πατριαρχία που επιβάλλει στη Ραμλά τον υποχρεωτικό γάμο, στην Ιντού την ανοχή στον βιασμό και την ενδοοικογενειακή βία και στη Σαφιρά την αναγκαστική αποδοχή της πολυγαμίας. Ολα αυτά σε πρώτο επίπεδο. Διότι η Ραμλά χάνει τον άντρα που ερωτεύτηκε και το όνειρο να αποκτήσει πανεπιστημιακή μόρφωση, καθώς είναι η μόνη από τις τρεις που τελειώνει το σχολείο, η Ιντού βιώνει τον απόλυτο τρόμο, μια απερίγραπτη σωματική και ψυχολογική κακοποίηση από τον ίδιο της τον σύζυγο που είναι και ξάδερφός της, η Σαφιρά στην προσπάθειά της να εξουδετερώσει τη νεοφερμένη σύζυγο του άντρα της και να εδραιώσει την παντοδυναμία της –είναι η ντάαντα-σαρέ– η πρώτη σύζυγος δηλαδή, χάνει τελικά τον εαυτό της. Η Ραμλά και η Ιντού είναι ετεροθαλείς αδερφές και σχεδόν έφηβες όταν ο πατέρας τους θα τις σύρει στον υποχρεωτικό γάμο. Η Σαφιρά έχει περάσει τα τριάντα και η θέση κύρους της θα απειληθεί από την ομορφιά και τη μόρφωση της Ραμλά. Οι τρεις γυναίκες συνδέονται και μεταξύ τους επώδυνα. Ολες και όλοι έχουμε ακούσει για τη θέση των γυναικών στον μουσουλμανικό κόσμο. Για την καταπίεση που υφίστανται, για την ανελευθερία, τη σταδιακή τους ανυποστασιοποίηση – αν υπάρχει τέτοια λέξη. Η ανισότητα των δύο φύλων δεν πηγάζει από ιδεολογικές ή βιολογικές θεωρίες για την κατώτερη θέση της γυναίκας ούτε καν από το πνεύμα του Ισλάμ αλλά βασίζεται στο σύστημα των κοινωνικών θεσμών που περιορίζουν την εξουσία της, όπως τον διαχωρισμό των φύλων και τους νόμους της οικογένειας. Οι θεσμοί αυτοί καθιερώθηκαν ως ένα είδος ενιαίας κοσμοαντίληψης του Ισλάμ του οποίου οι ηθικές αρχές παραβιάζονται αφού το καθαυτό Ισλάμ μέσα από τις ρήσεις του Κορανίου δεν φαίνεται σε καμιά περίπτωση να είναι εναντίον των γυναικών.
 
Επειδή λοιπόν στις προϊσλαμικές κοινωνίες η γυναίκα γινόταν αντιληπτή ως δυνατή άρα επικίνδυνη, καθιερώθηκαν στο Ισλάμ οι πρακτικές της πολυγαμίας, της αποπομπής και του διαχωρισμού των φύλων προκειμένου να περιοριστεί η εξουσία της. Αυτή αποτελεί και τη μοναδική φορά στο μυθιστόρημα, όπου μια ηρωίδα εναντιώνεται.
 
Είναι η 17χρονη Ραμλά που ενώ η γαμήλια τελετή της βρίσκεται σε εξέλιξη, ξεσπά με τρόπο σπαρακτικό: «Ω πατέρα! Λες ότι ξέρεις το Ισλάμ απέξω κι ανακατωτά. Μας αναγκάζεις να φοράμε μαντίλα, να προσευχόμαστε, να σεβόμαστε τις παραδόσεις. Γιατί λοιπόν παραβλέπεις σκοπίμως την εντολή του προφήτη που ορίζει ότι η συγκατάθεση της κόρης στον γάμο της είναι υποχρεωτική;». Το μυθιστόρημα καθιστά σαφές ότι η πατριαρχία φταίει για όλα και ο τρόπος με τον οποίο παρερμηνεύει τις θρησκευτικές γραφές για να δικαιολογήσει την τυραννία. Την ίδια στιγμή η «εξεγερμένη» Ραμλά εισάγει τη σημασία της εκπαίδευσης ως ζωτικής σημασίας εργαλείο για την εξασφάλιση της ελευθερίας κάποιου.
 
Στη ζώνη του Σαχέλ, οι πατεράδες, για την ακρίβεια οι άντρες της ευρύτερης οικογένειας, δίνουν τη συγκατάθεσή τους για έναν γάμο, οι άντρες είναι ελεύθεροι να επιλέξουν την πολυγαμία, οι άντρες δίνουν συμβουλές στις κόρες για την επιτυχία ενός γάμου, διώχνουν μια γυναίκα από το σπίτι, τη βιάζουν όντες σύζυγοι χωρίς να λογοδοτούν πουθενά, αναβιβάζουν ή υποβιβάζουν τον ρόλο της ανάλογα με τα γούστα τους. Κι όλα αυτά στο όνομα του munyal που διδάσκει την απέραντη υπομονή, την αλαλία, το σκύψιμο του κεφαλιού σε κάθε παραλογισμό, την καρτερία, το να υπομένεις αγόγγυστα κάθε σωματική κακοποίηση, το munyal που έχει αναγάγει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματος σε φρικτή αμαρτία. Η συγγραφέας φωτίζει το θέμα που την απασχολεί με μια γλώσσα ειρωνική, ενίοτε χιουμοριστική που λειτουργεί κυρίως με το διανοητικό δυναμικό της, ακριβέστερα με τη δύναμη της υποδηλωτικής της ενέργειας. Οι γυναίκες αφηγούνται το βίωμα, δεν καταγγέλλουν, δεν κλαψουρίζουν ακόμη κι όταν θρηνούν βουβά, δεν βρίζουν, αλλά οδηγούν στη συσσώρευση της αναγνωστικής συγκίνησης μέσα από τις αντιθέσεις της δραματικής ειρωνείας. Στο τέλος, οι αναγνώστες νιώθουν απόλυτα πεπεισμένοι. Αυτοί οι άντρες δεν είναι απλώς παράλογοι, είναι θεο-μουρλοι. Εδώ το πρώτο συνθετικό παρακαλώ να διαβαστεί εξίσου ειρωνικά. Η Αμάλ καταφέρνει επίσης να διασώσει όλα τα χρώματα και τα αρώματα του τόπου της, τις προπαρασκευαστικές τελετουργίες, τις τεχνικές του μακιγιάζ, τα ρούχα και τα κοσμήματα, τα έθιμα του γάμου, τις θεραπευτικές και καλλωπιστικές επεμβάσεις, με δυο λέξεις τις γαμήλιες παραδόσεις ενός θεσμού που θα φάνταζε ελκυστικός στα μάτια των ξένων αναγνωστών αν οι νύφες δεν αισθάνονταν τόσο βαθιά αποξενωμένες από την ουσία του. «Η μουσουλμανική κοινωνία ορίζει επακριβώς τη θέση που αποδίδεται στον καθένα […] Τη θέση της μια γυναίκα καταφέρνει να τη διατηρήσει μόνο και μόνο επειδή κάνει υπομονή».
 
Η μετάφραση του Αγγελου Μουταφίδη συλλαμβάνει, θαρρείς, «εκ του φυσικού» τη ζωντάνια της αφήγησης. Το βιβλίο έλαβε το βραβείο Γκονκούρ του 2020, για μαθητές Λυκείου της Γαλλίας. Οι εκδόσεις Θίνες, τέλος, επιλέγουν ένα εξώφυλλο που εντυπώνεται για τις γήινες αποχρώσεις του.
 
Γεωργία Τριανταφυλλίδου