Λίγο πριν τη δολοφονία του Νίκου Σαμπάνη, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δικαιωμάτων των Ρομά ζήτησε με παρέμβασή του από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να ελέγξει την Ελλάδα για θεσμικό αντιτσιγγανισμό, φαινόμενο που επισύρει κυρώσεις, αφού απαγορεύεται από τους νόμους μας, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Κι ενώ οι νόμοι είναι απαραίτητοι, δεν μπορούν από μόνοι τους να κατανικήσουν τη βαθιά ριζωμένη προκατάληψη, την κουλτούρα μιας πολύ αντιδραστικής κοινωνίας, η οποία διερευνά τον Άλλο για να του αποδώσει «κακές» ταυτότητες, σαν για να φτιάξει μια δική της ταυτότητα υπεροχής. Οι συνειρμοί αναπόφευκτοι και οι τοξικές ιδεολογίες που στρώνουν τον δρόμο στο φασισμό πολλές, σε πολλά διαφορετικά πεδία.
Οι Έλληνες Τσιγγάνοι, παρότι η κοινότητά τους δεν είναι ομοιογενής, συνήθως αντιμετωπίζονται με μονοδιάστατη λογική, κυρίαρχα και αποκλειστικά ως ευάλωτη κοινωνική ομάδα, δηλαδή φτωχοί και περιθωριοποιημένοι, και συχνά υφίστανται διακρίσεις, στερεότυπα, έντονο κοινωνικό και χωρικό αποκλεισμό.
Και παρά τις αντιδράσεις αριστερών κομμάτων και συλλογικοτήτων, κι ενώ οι αξίες της ελληνικής κοινωνίας συχνά είναι ισχυρές, με κυρίαρχη την αλληλεγγύη, ο επιθετικός εθνικισμός που γαλούχησε γενιές στη χώρα μας, ο αντισημιτισμός, η ξενοφοβία, η ομοφοβία, ο αντιτσιγγανισμός που περιθωριοποιούν το μειονοτικό, το διαφορετικό, καταλαμβάνουν μεγάλη διάσταση της πολιτικής κουλτούρας, με το φαινόμενο να σημειώνει έξαρση τα δύο τελευταία χρόνια, που εντείνεται λόγω φιλελευθερισμού. Δια στόματος του ίδιου του πρωθυπουργού μαθαίνουμε ότι «δεν μπορούν να υπάρξουν κοινωνίες χωρίς ανισότητες –κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση» ή των δηλώσεων του υπουργού Προστασίας του Πολίτη ως απάντηση στη δολοφονία του Νίκου Σαμπάνη για αυστηροποίηση των ποινών που συνήθως κατηγορούνται Τσιγγάνοι/Ρομά ή στη δημόσια κατάθεση της ικανοποίησής του που η «ανεξάρτητη δικαιοσύνη έκρινε και αποφάσισε να αφεθούν ελεύθεροι οι 7 αστυνομικοί χωρίς περιοριστικό όρο».
Στον δημόσιο λόγο των ΜΜΕ κυριαρχεί η αντίληψη ότι οι Τσιγγάνοι δεν έχουν κανέναν στο πλευρό τους, σαν να μην μιλούμε για έλληνες πολίτες κι ας αφορούν ένα ποσοστό πλέον του 2% του πληθυσμού κι ένα σημαντικό τμήμα της πολιτισμικής παράδοσης και ιστορίας μας. Στα πιο δραματικά περιστατικά, που ο ρόλος των ΜΜΕ γίνεται πιο κρίσιμος, τα τελευταία χρόνια έχουμε δει ζητήματα δομικού ρατσισμού να παίρνουν περισσότερο χώρο στην κάλυψη των ειδήσεων. Οι Τσιγγάνοι/Ρομά στα δελτία ειδήσεων δεν έχουν όνομα, παρά μόνο την αναφορά της καταγωγής τους, είτε κλέβουν, είτε δολοφονούνται.
Κι έτσι, απολύτως απροσχημάτιστα, κυνικά, ολοκληρωτικά, απαξιώνεται η δημοκρατία. Γιατί η δημοκρατία δεν είναι μια στιγμή, είτε αυτή είναι η στιγμή που χύνεται αίμα στο όνομά της, είτε είναι η στιγμή που αποφασίζει γι’ αυτήν ένα πολιτικό κέντρο λέγοντας ότι το πολίτευμα είναι δημοκρατικό. Η δημοκρατία είναι διαρκής, καθημερινός αγώνας για την αλλαγή κουλτούρας, νοοτροπίας, για την αποδοχή του διαφορετικού, την ενθάρρυνση της ανεκτικότητας από κάτω προς τα πάνω, χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς εκπτώσεις σε ανθρώπους και αξίες. Μιλώντας για αξίες, αξίζει να αναφέρουμε ότι τη ρήση των γονιών μας στο κυνήγι των φτωχοδιάβολων από την πολιτεία «αχ τον καϊμένο – κρίμα μάνα τον έκανε κι αυτόν» αντικαταστάθηκε εν πολλοίς στο σήμερα από τη φιλελεύθερη δήλωση «ας πρόσεχε».
Δηλαδή αν «πρόσεχε» τι θα γινόταν; Τι σήμα εκπέμπεται απ’ αυτό το «ας πρόσεχε», είτε αυτό αφορά τον Νίκο, είτε τον Ζακ, την Ελένη, την Γαρυφαλλιά. Άραγε οι μόνοι ένοχοι είναι ο νεκρός Νίκος και οι Τσιγγάνοι, ο νεκρός Ζακ και οι ομοφυλόφυλοι, η Ελένη, η Γαρυφαλλιά και οι γυναίκες; Ή μήπως να στήσουμε αυτί στην εκπομπή του σήματος και ν΄ ακούσουμε αν φταίει ο φτωχός για τη φτώχεια του, ο αγράμματος για την αγραμματοσύνη του, ο εξαθλιωμένος για την εξαθλίωσή του, ο αποκλεισμένος για τον αποκλεισμό του;
Πέρα απ’ το ότι δεν γίνονται κατανοητές οι ιδιαιτερότητες των Τσιγγάνων/Ρομά ως ιδιαιτερότητες μιας άλλης κουλτούρας, δεν αντιμετωπίζονται από μεγάλο μέρος της πολιτείας ή των ΜΜΕ, οι ανισότητες που βιώνουν ως πηγή του προβλήματος που αφορά στον χρόνιο αποκλεισμό τους, με ένα σημαντικό ποσοστό να στερείται συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης, αλλά πιάνουμε το πρόβλημα απ’ την κατάληξή του: «Ο Τσιγγάνος είναι παραβατικός, βρώμικος, εξαθλιωμένος, δεν στέλνει τα παιδιά του σχολείο». Μα όταν ζεις στις παρυφές της κοινωνίας, συχνά είσαι παραβατικός. Όταν δεν έχεις σπίτι, ρεύμα, νερό, πώς θα πλυθείς, πώς θα στείλεις τα παιδιά σου στο σχολείο;
«Μπορεί να κλέψει ένα μποστάνι στην Αμαλιάδα για να ταΐσει τα παιδιά του, να πουλήσει ντομάτες και καρπούζια χωρίς τιμολόγιο, να οδηγήσει αυτοκίνητο χωρίς δίπλωμα». Εντάξει, δεν θα εμπλακεί και στην υπόθεση Noor1, ούτε θα πουλήσει κοκαΐνη στα βόρεια προάστεια, ας μην ξεχνάμε η παραβατικότητα έχει κι αυτή τις διαβαθμίσεις της. Ο Τσιγγάνος δεν έχει δουλειά, δεν έχει σπίτι, δεν έχει ρεύμα και νερό, δεν έχει τόπο, δεν έχει ελπίδα, δεν θα τον χάσει καμιά πατρίδα. Κι επειδή δεν τον δέχεται κι ο δήμος του ως δημότη, αν είναι τυχερός κι έχει χαρτιά, γιατί μπορεί και να μην έχει, όταν θα πεθάνει ή όταν θα του ρίξουν 36 σφαίρες όπως στο Νίκο Σαμπάνη, θα δυσκολευτεί να πάρει κι αυτά τα δυο μέτρα γης σ΄ ένα νεκροταφείο, που υποτίθεται ότι τα δικαιούμαστε όλες και όλοι.
Βασιλική Παρασκευοπούλου