Συνεντεύξεις

«Η συζήτηση για τον ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγήσει σε ανασύνθεση της αντιδεξιάς παράταξης»

Ο Γρηγόρης Γεροτζιάφας και ο Κωστής Καρπόζηλος μιλούν για το πολύ ρευστό και απρόβλεπτο τοπίο στο χώρο της Αριστεράς

Ο Κωστής Καρπόζηλος, ιστορικός και μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υποστηρίζει ότι «χρειαζόμαστε έναν πολιτικό χώρο λόγου και παρέμβασης». Ο Γρηγόρης Γεροτζιάφας, καθηγητής Αιματολογίας στην Ιατρική Σχολή της Σορβόνης και μέλος του think tank που είχε συστήσει ο Αλ. Τσίπρας τονίζει ότι «στη νέα συνθήκη δεν ξέρουμε πώς να σταθούμε», επισημαίνοντας ότι «αν δεν απαντήσουμε τι θέλουμε να κάνουμε, δυστυχώς δεν μπορούμε να διεκδικούμε την ενότητα».

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μπει σε βαθιά κρίση, μετά το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών αλλά και την εκλογή νέας ηγεσίας. Πώς θα περιγράφατε τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ;

Κωστής Καρπόζηλος: Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε μια διαλυτική δίνη και αυτό προκαλεί ένα πολύ ρευστό και απρόβλεπτο τοπίο. Αλλά το πρώτο βήμα είναι η παραδοχή της κατάστασης. Ο ΣΥΡΙΖΑ από μεγάλο κόμμα, στις εκλογές του 2023, έγινε μικρομεσαίο κόμμα και τους τελευταίους μήνες μετασχηματίζεται σε ένα μικρό κόμμα.

Γρηγόρης Γεροτζιάφας: Την ίδια αίσθηση έχω και εγώ. Η σχέση μου με τον ΣΥΡΙΖΑ προέκυψε τον τελευταίο χρόνο και γνώρισα τον ΣΥΡΙΖΑ όταν κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη ως υποψήφιος βουλευτής. Το πρόβλημα το είδα εκεί. Ήμασταν σαράντα μέρες πριν τις εκλογές και το κόμμα δεν λειτουργούσε. Πρότεινα, να φανταστείτε, να οργανώσουμε εκδήλωση για την Υγεία και δεν κινητοποιήθηκε κανείς. Τελικά έγινε μία εκδήλωση στο νοσοκομείο Παπανικολάου και μία στο Φίλυρο. Και οι δύο εκδηλώσεις οργανώθηκαν από τις αντίστοιχες ΟΜ και αυτό είναι ενδεικτικό της διάστασης ηγεσιών και βάσης. Αυτό ήταν μια παθολογία· η παντελής αδυναμία της κυβερνώσας Αριστεράς να συνδεθεί με το ακροατήριό της, χωρίς να παράγει έναν πολιτικό λόγο κατανοητό και χωρίς να υπάρχει στοιχειώδης οργανωτική δομή να τον υποστηρίξει. Το άλλο που μου έκανε εντύπωση ήταν ένας κακής ποιότητας παραγοντισμός. Μου θύμισε το λούμπεν αυριανιστικό κομμάτι του ΠΑΣΟΚ, το οποίο είδα ξανά μπροστά μου. Από την άλλη συνάντησα ζεστούς ανθρώπους από τη βάση του κόμματος, χωρίς την ετικέτα της α ή β τάσης, που με εμπιστεύτηκαν ενώ δεν με γνώριζαν.

Η κατάσταση που έχει περιέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια φυσική εξέλιξη για τη μορφή που είχε λάβει το κόμμα ή ήταν ένα τυχαίο γεγονός που τα προκάλεσε όλα;

Κ.Κ.: Πάντα σε συνθήκες κρίσης υπάρχει η τάση να ανακαλύπτουμε αναδρομικά παθογένειες που ήταν υπαρκτές την προηγούμενη περίοδο. Υπάρχει και μια σοβαρή ευθύνη –η οποία βέβαια δεν βαραίνει όλους μας στον ίδιο βαθμό– για το πώς ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ συνέβαλε δια της σιωπής σε μια συστηματική διολίσθηση προς κάτι που δεν ήταν ούτε ελκτικό, ούτε αποτελεσματικό. Εδώ λοιπόν τίθεται ένα ζήτημα αυτοκριτικής, από την οποία δεν εξαιρώ τον εαυτό μου, για την ανοχή σε διαλυτικά φαινόμενα πριν φτάσουμε στον Στέφανο Κασσελάκη. Επομένως, δεν πιστεύω ότι πρόκειται για μια φυσική καταστροφή. Ο Κασσελάκης έχει μεν χαρακτηριστικά μετεωρικής εμφάνισης, αλλά μπόρεσε να προσεδαφιστεί επιτυχώς πάνω στον πλανήτη ΣΥΡΙΖΑ γιατί βρήκε εκεί μια προϋπάρχουσα ιδεολογική και κοινωνική οικολογία, αλλά και ένα σοβαρό κενό: κενό πολιτικό και οργανωτικό που, όλοι, περίπου, συνομολογούμε.

Γ.Γ.: Υπάρχει και μια άλλη διάσταση. Ένας πολιτικός οργανισμός πρέπει να έχει ένα σχέδιο για το τι θέλει να κάνει, ποια είναι η κατεύθυνση. Η εκπόνηση του σχεδίου είναι ευθύνη της ηγεσίας ως σύνολο. Αυτό δεν υπήρχε. Το είδα και την περίοδο της πανδημίας. Τότε, είχα πει στον Αλ. Τσίπρα ότι στην πανδημία δεν κερδίζεις ψήφους, κερδίζεις εμπιστοσύνη. Για να το καταφέρεις πρέπει να έχεις μια γραμμή που πρώτον να καλύπτει τις ανάγκες του κόσμου –να σώζει ζωές, δηλαδή– δεύτερον να προστατεύει και να ικανοποιεί τα συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων και να δημιουργεί συνθήκες αλληλεγγύης εντός τους και τρίτον να ανοίγει καινούργιες διεκδικήσεις, δημιουργώντας την ανάγκη για αυτές, π.χ. περισσότερο κοινωνικό κράτος. Προϋπόθεση των τριών είναι μια ξεκάθαρη γραμμή. Αν μπεις στη διαδικασία της άρνησης, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Μια άλλη εμπειρική παρατήρηση που έχω να κάνω είναι ότι οι τοποθετήσεις του ΣΥΡΙΖΑ κινούνταν αποκλειστικά σχεδόν γύρω από το τι δεν κάνει η κυβέρνηση του Μητσοτάκη, δεν έλεγε τι θα κάνει. Πώς να κερδίσει την εμπιστοσύνη έτσι; Ειδικά όταν δεν παίρνει ξεκάθαρες θέσεις, απαντώντας έτσι στις αγωνίες του κόσμου. Όταν, πχ, ξέσπασε η ενεργειακή κρίση, δεν είπε ξεκάθαρα ότι πρέπει να εθνικοποιηθεί η ΔΕΗ. Έφτασε μετά στην πιο κρίσιμη φάση της πανδημίας και όταν ξέσπασε και το ενεργειακό ζήτημα, να ζητήσει εκλογές, χωρίς να έχει πρόγραμμα. Καταγγέλλουμε τον Μητσοτάκη και τα ποικίλα σκάνδαλα. Αυτή ήταν η διαπαιδαγώγηση του ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ όλη την τετραετία της ΝΔ. Αλλά έτσι δεν κερδίζεις τις μάζες. Στην καλύτερη περίπτωση «μπετονάρεις» το ακροατήριο που ήδη έχεις, απομονώνεσαι και χάνεις.

Ουσιαστικά επισημαίνετε τη λάθος στρατηγική που υιοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού έχασε τις εκλογές του 2019, που είχε ως αποτέλεσμα να μην καταφέρει ποτέ να ασκήσει αντιπολίτευση. Το γεγονός δε ότι δεν έκανε έναν σε βάθος απολογισμό οριζόντια σε όλες τις οργανώσεις και δομές έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Είναι έτσι;

Κ.Κ.: Ο ΣΥΡΙΖΑ το 2019, χάνοντας με καλούς όρους τις εκλογές, κέρδισε χρόνο. Τον σπατάλησε. Το πρόβλημά του δεν ήταν το έλλειμμα στρατηγικής, αλλά το ότι η στρατηγική του ήταν στηριγμένη στο συμβιβασμό ασυμβίβαστων πραγμάτων. Για αυτό και όλος ο κόσμος της Αριστεράς ένιωσε τεράστια ανακούφιση όταν η «Εποχή» κυκλοφόρησε με το πρωτοσέλιδο υπέρ του εμβολίου. Για να φτάσουμε να νιώσουμε έτσι για τη διατύπωση του προφανούς πρέπει να κατανοήσουμε ότι ήμασταν εγκλωβισμένοι σε μία ιδιότυπη αυτολογοκρισία, η οποία μας έφερε εδώ που είμαστε σήμερα. Τι έχουμε μπροστά μας; Πρώτον, η εκλογή Κασσελάκη έχει απελευθερώσει καταπιεσμένες δυναμικές του προηγούμενου διαστήματος. Θα είναι πολύ επώδυνες στη διατύπωσή τους, αλλά δεν πήγαινε άλλο. Δεύτερον, ο κασσελακισμός ως πολιτική πρόταση δεν φαίνεται να έχει κοινωνική απήχηση. Δεν είναι πειστικός γιατί είναι ένα προβληματικό κακέκτυπο ενός ήδη προβληματικού ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτή είναι αφετηρία για κάθε συζήτηση για το πως προχωράμε από εδώ και πέρα.

Γ.Γ.: Να μην επικεντρωθούμε μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί είναι συνολικό το πρόβλημα στην Αριστερά. Να δούμε πώς αντιλαμβανόμαστε τη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία και πώς θα μπορούμε να έχουμε μια πολιτική παρέμβαση. Ποιο είναι το επίδικο σήμερα; Καμία εκδοχή της Αριστεράς δεν έχει απαντήσει επεξεργασμένα. Και αυτό δεν είναι πρόβλημα μόνο του ΣΥΡΙΖΑ. Απλά ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα εξουσίας, έχοντας θολή κρίση με στόχο την επαναδιεκδίκηση της εξουσίας, θεώρησε ότι αρκεί να κάνει πρόεδρο κάποιον σαν τον Κασσελάκη, ο οποίος ισχυρίζεται ότι μπορεί να κερδίσει τον Μητσοτάκη. Πώς μπορεί αυτό να αρκεί;

Πώς συνέβη, ωστόσο, αυτό στον ΣΥΡΙΖΑ; Το ότι δια της σιωπής, όπως είπε ο Κωστής, μεταλλασσόταν το κόμμα δεν οφειλόταν στο ότι είχε υιοθετήσει ένα αρχηγοκεντρικό μοντέλο, το οποίο δημιουργούσε δεσμεύσεις;

Κ.Κ.: Αν στην παράδοση της Αριστεράς επικρατούσε παλιότερα το «δεν κάνουμε εσωτερική κριτική γιατί ρίχνει νερό στον μύλο της αντίδρασης», στην εποχή του ΣΥΡΙΖΑ αυτό ήταν «δεν κάνουμε κριτική γιατί υπάρχει το σχέδιο του Αλέξη Τσίπρα». Αυτό το σχέδιο όντως λειτούργησε και πολλοί και πολλές από εμάς το ακολουθήσαμε. Τα σχέδια, όμως, μετριούνται εκ του αποτελέσματος. Και απέτυχε την περίοδο 2019-2023. Τότε, θεωρητικά ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τη δυνατότητα να εξελιχθεί μέσα από το θετικό μεταβολισμό της εμπειρίας του 2015-2019. Εκεί είδαμε μια συστηματική και στρατηγική υποχώρηση από τον επαγγελματισμό, την επιστημονική τεκμηρίωση των πραγμάτων και το οργανωμένο σχέδιο. Και όπως πάντα στην Αριστερά, κάθε μοντέλο που βασίζεται στην αυτολογοκρισία των ανθρώπων και στην ανοχή των πολλών, φτάνει κάποια στιγμή στα όριά του. Τώρα είμαστε πέρα από τα όρια. Δεν βιώνουμε μια κρίση του ΣΥΡΙΖΑ γιατί κέρδισε μία άποψη με την οποία συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς πολιτικά. Εδώ μιλάμε για ένα πεδίο οπού δύσκολα μπορεί να υπάρξει συνύπαρξη ή σύνθεση.

Γ.Γ.: Γενικά στην Αριστερά υπάρχει μια προσωποπαγής κατάσταση. Η άσκηση δημοκρατίας στην πολιτική ζωή της ελληνικής Αριστεράς είναι περιορισμένη. Συνήθως αναπαράγεται το αρχηγοκεντρικό μοντέλο. Το ίδιο συνέβη και στον ΣΥΡΙΖΑ, σε μεγαλύτερο μέγεθος και εμβέλεια. Παραμένει ακόμα ερώτημα γιατί ένα κόμμα το δέχεται αυτό. Γιατί στο συνέδριο του 2022 έγινε αποδεκτό να γίνει εκλογή προέδρου από μέλη που εγγράφονταν με δύο ευρώ. Αυτή η παθογένεια οδήγησε στο φαινόμενο Κασσελάκη σήμερα, που δεν είναι πρόβλημα μόνο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά της ελληνικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ο Κασσελάκης είναι ένας άνθρωπος που έχει ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας και για τον οποίο κανένας δεν ξέρει τίποτα. Το ΜέΡΑ25, η ΛΑΕ ή η Πλεύση Ελευθερίας είναι επίσης αρχηγοκεντρικά κόμματα. Τα μεγέθη είναι που αλλάζουν την κρισιμότητα της κατάστασης. Η ευθύνη είναι δική μας που δεχτήκαμε τόσα χρόνια να λειτουργούμε έτσι και δεν προτάξαμε το ζήτημα των δημοκρατικών διαδικασιών. Αν τεθεί τώρα το ερώτημα, πρέπει να απαντηθεί γρήγορα σε ό,τι πολιτικούς σχηματισμούς γίνουν.

Ο κορμός του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η συνύπαρξη και η σύνθεση. Είναι εφικτή η ενότητα της Αριστεράς πια; Και τι σημαίνει για την Αριστερά η αποτυχία αυτής της ιδέας;

Γ.Γ.: Το ερώτημα της ενότητας έχει πάντα το υποερώτημα ποια είναι η ηγεμονεύουσα γραμμή. Αν δεν απαντήσουμε «τι θέλουμε να κάνουμε» και αυτό, δυστυχώς, δεν απάντησε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2019-2023, τότε δεν μπορούμε να διεκδικούμε την ενότητα. Αυτό που κατάλαβα από τον συγχρωτισμό μου με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι όλοι έχουν ενοχικό σύνδρομο για το 2015. Δεν λύθηκε ποτέ το ψυχολογικό πρόβλημα, όπως δεν λύθηκε το πολιτικό πρόβλημα, του γιατί έγινε το 2015. Με αποτέλεσμα να έχουν έρθει τα πάνω κάτω στον κόσμο, με πολέμους, πανδημίες, γενικό burn out και ενεργειακή κρίση και η συζήτηση είναι ακόμα εκεί, στο 2015. Στη νέα ιστορική συνθήκη, δεν ξέρουμε πώς να σταθούμε.

Κ.Κ.: Οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, ανεξάρτητα από το πόσα επώδυνα επεισόδια θα έχουν, θα οδηγήσουν σε μια ανασύνθεση του χώρου της αντιδεξιάς παράταξης στην Ελλάδα. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν πιστεύω ότι έχει καμία προοπτική μια «αριστερή» διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορά μόνο αυτούς που κέρδισαν τις εσωκομματικές εκλογές, αλλά όλο το πολιτικό προσωπικό του ΣΥΡΙΖΑ. Χρειαζόμαστε άμεσα έναν πολιτικό χώρο λόγου και παρέμβασης, ο οποίος δεν θα είναι το άθροισμα των κομματιών που θέλουν να φύγουν από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως είπε ο Βίτσας αστόχαστα, αλλά με κατεύθυνση τις ευρωεκλογές, με νέα πρόσωπα μπροστά και με μια τριπλέτα που συνοψίζει τα μεγάλα μέτωπα της εποχής: την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, την αλλαγή παραγωγικού μοντέλου και την θωράκιση των θεσμών. Δεν έχει νόημα να μπούμε σε μια μακρά περίοδο συγκολλήσεων θραυσμάτων, αλλά να δώσουμε χώρο σε μια κοινωνική δυναμική, που ενόψει των ευρωεκλογών θα δημιουργήσει κάτι που θα είναι ενδεχομένως εντός του ΣΥΡΙΖΑ –αν οι συνθήκες το επιτρέψουν– ή και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ.

Γ.Γ.: Θα πρόσθετα και το κοινωνικό κράτος. Χρειαζόμαστε κάτι για να αναδιοργανωθεί ο κοινωνικός ιστός, με σύγχρονους όρους.

Το έλλειμα του ΣΥΡΙΖΑ το προηγούμενο διάστημα ήταν και ότι δεν μπήκε στη συζήτηση για τη νέα ύλη της Αριστεράς. Γιατί δεν πέρναγε αυτή η ανάγκη; Είναι ένα στοιχείο της ήττας, κατά τη γνώμη μου.

Γ.Γ.: Νομίζω ότι αυτό δεν ήταν πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ μόνο, αλλά γενικό πρόβλημα της Αριστεράς και το έχουμε ζήσει πολλές φορές. Όταν έχουμε νέες τεχνολογικές καινοτομίες, οι οποίες αντικειμενικά θα φέρουν αλλαγή των σχέσεων εργασίας και των παραγωγικών σχέσεων, μέχρι να συνδεθεί η προβληματική της Πολιτικής Οικονομίας, των κοινωνικών κινημάτων με την προβληματική των τεχνολογιών μεσολαβεί ο φόβος. Οι άνθρωποι φοβούνται. Το είδαμε και με τα εμβόλια ή τις νέες ταυτότητες και με την τεχνητή νοημοσύνη. Και σε αυτό το φόβο πρέπει να μπορεί να απαντάει το κόμμα. Χρειαζόμαστε ένα σώμα που να μπορεί να δίνει επιστημονική απάντηση σε αυτά τα προβλήματα και ταυτόχρονα να μετατρέπει αυτή την επιστημονική απάντηση σε πολιτική γραμμή. Έτσι καταλαβαίνω τη σύνδεση του επιστήμονα ως οργανικού διανοούμενου μέσα σε έναν κομματικό οργανισμό. Αυτή την σχέση περιέγραψα χρησιμοποιώντας τον όρο «αριστερή ριζοσπαστική τεχνοκρατία» (γνωρίζοντας ότι η τελευταία λέξη έχει προβληματικό ιδεολογικό πρόσημο, αλλά αυτήν κατανοούν οι πολίτες). Αλλά για να το καταφέρει αυτό, πρέπει να έχει μέσα δημοκρατία, να συζητά. Διαφορετικά το όποιο think tank φτιαχτεί θα είναι ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα.

Κ.Κ.: Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα κόμμα που δεν δούλευε επαγγελματικά. Και αυτό σε συνδυασμό με τη διανοητική οκνηρία που επέδειξε είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Η παραγωγή ιδεών και προτάσεων, οι κοινωνικές δυναμικές έμεναν σχέδια επί χάρτου και στο τέλος ό,τι έβγαινε προς τα έξω ήταν συρραφή παλιών προγραμμάτων. Υπήρχε μια απίστευτη κουλτούρα copy-paste. Το δεύτερο είναι ότι έλειπε η μεγάλη αφήγηση. Επειδή το πολιτικό του προσωπικό είχε ενσωματώσει την ενοχή του 2015, αυτό οδηγούσε στην πράξη στο «μην πούμε κάτι φιλόδοξο γιατί όταν το κάναμε αναγκαστήκαμε να συνθηκολογήσουμε. Ο Μητσοτάκης στις εκλογές του 2019 κέρδισε με μεγάλες ιδέες: με την αίσθηση ότι η Ελλάδα αποδεσμευμένη από τα δεσμά των μνημονίων μπορεί να πετάξει. Έτσι κατάφερε και το 2023 και πήρε ψήφο ανοχής. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το 2019 και το 2023 δεν είχε μια μεγάλη ιδέα για το μέλλον της χώρας. Κάπου εκεί χάθηκε η δυνατότητα ανανέωσης του προγραμματικού του λόγου.

Μήπως συνδυαζόταν και με την στροφή προς το Κέντρο, οπότε δεν διατυπώθηκαν θέσεις για να μην χαθούν αυτοί οι ψηφοφόροι ή και υποστηρικτές;

Κ.Κ.: Αυτή τη στιγμή και τα κεντροδεξιά κόμματα, με αποχρώσεις, στην Ευρώπη μιλάνε για την κλιματική αλλαγή. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πήγε να εκφράσει τις μεγάλες ιδέες που κάποιους θα δυσαρεστούσαν και κάποιους θα προσέλκυαν. Προσπάθησε να ικανοποιήσει τους πάντες. Και με τις ανεμογεννήτριες και ενάντια, και με τα εμβόλια και με τους αντιεμβολιαστές. Αντί των μεγάλων αφηγήσεων, είχαμε μικροδιαχείριση του παρόντος.

ΓΓ. Το να μιλήσουμε με συγκεκριμένες λύσεις για συγκεκριμένα προβλήματα σήμερα δεν είναι στροφή στο κέντρο ή «real politic». Είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να οικοδομηθούν σχέσεις εμπιστοσύνης με του πολίτες. Αυτό είναι το ζητούμενο.

Όπως εξελίσσονται τα πράγματα, θα βρεθούμε χωρίς αριστερή αντιπολίτευση για τα επόμενα τρία χρόνια, ενώ τα κινήματα και οι αντιστάσεις έχουν καμφθεί και έχει διαρραγεί ο κοινωνικός ιστός. Πώς θα καλυφθεί αυτό το κενό που θα δημιουργηθεί;

Κ.Κ.: Σε πολλές χώρες η πολιτική Αριστερά υποχωρεί και η κοινωνική Αριστερά αναπτύσσεται. Αν αυτό που θα προκύψει από την ζύμωση που έχουμε μπροστά μας δεν μπορέσει να προκαλέσει κάποιου είδους κοινωνικό ενθουσιασμό, τότε η κατάσταση είναι όσο μαύρη την περιέγραψες με την ερώτηση. Η μεγάλη πρόκληση είναι να μπορέσουμε να μεταβολίσουμε όλη αυτή την πολύ αρνητική εμπειρία του προηγούμενου διαστήματος σε ένα γρήγορο πρόγραμμα, καταρχήν ενόψει των ευρωεκλογών, ανασυγκρότησης του χώρου. Το πλέον κρίσιμο ερώτημα είναι το πώς θα γενικεύσουμε την θετική εμπειρία από αυτή την κοινωνική δυναμική που αναπτύσσεται με αυθόρμητους τρόπους, όπως είδαμε ότι συνέβη με την εκλογή του Δούκα στον δήμο Αθηναίων. Αυτό δεν ήταν επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι η επιβεβαίωση της συρρίκνωσής του. Θα πρέπει να σκεφτούμε πάνω σε αυτή την εμπειρία και να καταλάβουμε ότι υπάρχουν κοινωνικές δυναμικές που ζητούν το αυτονόητο: μια προοδευτική πρόταση από ανθρώπους που μιλάνε κανονικά και συγκεκριμένα, έχουν επιστημονική επάρκεια και κοινωνικές αναφορές, μπορούν να συνδέουν το καθημερινό με το μεγάλο και κυρίως δεν φοβούνται να πουν τη γνώμη τους .

Γ.Γ.: Ο Κωστής έδωσε περιεχόμενο σε αυτό που σκέφτομαι ως «αριστερή, ριζοσπαστική τεχνοκρατία». Συμφωνώ απολύτως. Το βασικό πράγμα που έχει ανάγκη ο κόσμος είναι η εμπιστοσύνη και να πείσουμε ότι αυτό που λέμε μπορεί να γίνει, δεν προϋποθέτει τεράστιες ρήξεις και ανατροπές, ούτε σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό και το κατεστημένο.

Ιωάννα Δρόσου

Η ΕΠΟΧΗ