Στις 2 Φεβρουαρίου 1989, ημερομηνία θανάτου του, ο Τζον Κασσαβέτης ήταν 59 ετών. Από το 1952, που πρωτοεμφανίστηκε ως ηθοποιός στην ταινία «Ταξί», του Γκέγκορι Ράτοφ, έπαιξε σε αρκετές ταινίες συνεργαζόμενος με σημαντικούς σκηνοθέτες. Αξίζει να αναφέρουμε κάποιες, όπως «Οι εγκληματίες της ασφάλτου» (1956) και «Οι 5 δολοφόνοι» (1964), του Ντον Σίγκελ, «Η άκρη της πόλης» (1956), του Μάρτιν Ριτ, «Και οι 12 ήταν καθάρματα» (1964), του Ρόμπερτ Όλντριτς, «Το μωρό της Ρόζμαρι» (1968), του Ρομάν Πολάνσκι.
Κυρίως όμως, ο γόνος του Νικολάου και της Αικατερίνης Κασσαβέτη, ο οποίος γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1929 στη Νέα Υόρκη, καταγράφηκε στην παγκόσμια ιστορία του σινεμά για τη δουλειά του ως σκηνοθέτης.
Από το 1959, που σκηνοθέτησε τις «Σκιές», φάνηκε η ιδιαίτερή του ματιά, τόσο επάνω στον τρόπο που γυρίζεται μια ταινία όσο και στην προσέγγιση του πάνω στην αμερικανική κοινωνία και τις αξίες της.
Η ταινία γυρίστηκε σε φιλμ 16 χιλιοστών, στους δρόμους της Νέας Υόρκης, με ερασιτέχνες ηθοποιός και με κόστος μόλις 40.000 δολαρίων, κάτι πρωτοφανές για την αμερικανική βιομηχανία κινηματογράφου. Αλλά ήταν και η πρώτη ταινία η οποία συγχρηματοδοτήθηκε από το κοινό, καθώς 7.500 δολάρια από το συνολικό ποσό, συγκεντρώθηκαν από τους ακροατές ενός ραδιοφωνικού σταθμού, στον οποίο ο Κασσαβέτης έδινε συνέντευξη και δεν έχασε την ευκαιρία να μιλήσει για το σχέδιό του ζητώντας παράλληλα οικονομική ενίσχυση! Με τον τρόπο αυτόν μπορούμε να πούμε πως γεννήθηκε ο ανεξάρτητος αμερικάνικος κινηματογράφος και πατέρας αυτού ήταν ο Τζον Κασσαβέτης. Μάλιστα, η ταινία κέρδισε το βραβείο των κριτικών κινηματογράφου στο Φεστιβάλ της Βενετίας.
Το 1961 και το 1963 σκηνοθετεί αντίστοιχα τις ταινίες «Όταν ο πόθος προστάζει», με θέμα την τζαζ, και «Σε περιμένει το παιδί μας», με θέμα μια οικογένεια που έχει ένα παιδί με ειδικές ανάγκες. Με τις δύο αυτές ταινίες, ο ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης συνεργάζεται με μεγάλες εταιρείες, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία, κι έτσι, το 1968, σκηνοθετεί τα «Πρόσωπα», ταινία-τομή για το αμερικάνικο σινεμά αλλά και το έργο του σκηνοθέτη.
Γυρισμένη στον αντίποδα του αμερικανικού μοντέλου παραγωγής αλλά και του μοντέλου της αμερικανικής οικογένειας, η ταινία δημιουργεί αληθινούς κραδασμούς! Με θέμα το χωρισμό ενός ζευγαριού μεσηλίκων, «τα “Πρόσωπα” είναι η πεμπτουσία του έργου του σκηνοθέτη, αδιάβρωτη από τη σκουριά του χρόνου», έχει γράψει ο Ολιβιέ ντε Μπριέν, ενώ θεωρείται ως η καλύτερη ταινία του σκηνοθέτη, ο οποίος ήταν υποψήφιος για Όσκαρ σεναρίου.
Με τους Συζύγους (1970) συνεχίζει να αποδομεί και να υποσκάπτει τον μικροαστισμό της καθημερινότητας. Έτσι η ρωγμή που άνοιξε με την πρώτη του ταινία έχει αρχίσει να γίνεται χάσμα. Ήρωές του είναι τρεις 40ρηδες φίλοι, οι οποίοι βλέποντας τη ζωή τους να φεύγει αποφασίζουν να ζήσουν όσα δεν έζησαν, παρατώντας τα πάντα και πέφτοντας με τα μούτρα στις απολαύσεις.
Το 1971 σκηνοθετεί τη «Μίνι και Μόσκοβιτς», μια κωμωδία η οποία στέκεται κριτικά απέναντι στις συμβάσεις του έρωτα, με ήρωες ένα «αταίριαστο», σύμφωνα με αυτές, ζευγάρι.
Το 1974, με την «Μια γυναίκα εξομολογείται», κλείνει την τετραλογία για τη μέση αμερικανική οικογένεια. Μια νοικοκυρά στέλνει τα παιδιά στη μητέρα της για να μείνει το βράδυ μόνη με το σύζυγό της. Εξαιτίας όμως μια απρόοπτης δουλειάς, εκείνος δεν θα έρθει στο σπίτι και η γυναίκα του θα μεθύσει και θα κοιμηθεί με τον πρώτο τυχόντα. Και εδώ κυριαρχεί η κρίση του γάμου και της συζυγικής ζωής.
Επόμενη ταινία είναι «Η δολοφονία ενός κινέζου πράκτορα στοιχημάτων» (1976). Αυτή τη φορά ο Κασσαβέτης χρησιμοποιεί το φιλμ νουάρ για να πριονίσει το αμερικάνικο όνειρο και τις αυταπάτες της κοινωνίας στην οποία επικρατεί το ρητό «ο θάνατός σου η ζωή μου».
Με τη «Νύχτα πρεμιέρας» (1977) επιχειρεί μια καταβύθιση στην προσωπικότητα και την ψυχολογία του ηθοποιού. Με κεντρικό χαρακτήρα μια ηθοποιό, τη Μιρτλ, ο Κασαβέτης προσεγγίζει την ταύτισή της με τους ρόλους, την αγωνία της και τον αγώνα της να βρει τον αληθινό της εαυτό.
Η «Γκλόρια» (1980) είναι ένα συναρπαστικό θρίλερ που τιμήθηκε με το Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Με ηρωίδα τη φιλενάδα ενός μαφιόζου η οποία προσπαθεί να σώσει ένα παιδί, ο Κασσαβέτης μιλά για την απώλεια, την αγάπη, τη σκληρότητα και τον θάνατο της οικογένειας.
Το 1984 είναι η σειρά της Ερωτικής θύελλας, μεταφορά στην οθόνη του ομότιτλου θεατρικού έργου που έγραψε ο Τεντ Άλαν. Ο σκηνοθέτης έχει ήδη διαγνωστεί με κίρρωση του ήπατος και έτσι στην ταινία αυτή βλέπουμε να συμπυκνώνεται όλη η προβληματική του έργου του. Δηλαδή οι σχέσεις, η οικογένεια, οι αυταπάτες, η μοναξιά, η αγάπη.
Η τελευταία του ταινία, το «Big trouble», είναι μια μπουρλέσκ κωμωδία, είδος που αγαπούσε ιδιαίτερα και που την γύρισε το 1986 τρία χρόνια πριν από το θάνατο του.
Με επιμονή και ταλέντο
Μιλώντας όμως για το έργο του Τζον Κασσαβέτη δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στην Τζίνα Ρόουλαντς, πρωταγωνίστρια στις περισσότερες από τις ταινίες του και σύζυγό του (παντρεύτηκαν το 1954).
Γεννημένη στο 1930 η Ρόουλαντς, πρωτοεμφανίστηκε στο σινεμά το 1958 στην ταινία «The high cost of loving». Η πρώτη ταινία του Κασσαβέτη στην οποία έπαιξε ήταν η «Σε περιμένει το παιδί μας» και έκτοτε η καριέρα τους βάδιζε παράλληλα. Μετά το θάνατό του συζύγου της συνέχισε να παίζει, επιλέγοντας κυρίως ποιοτικές ανεξάρτητες παραγωγές.
Ο δρόμος ο οποίος διάλεξε να ακολουθήσει ο Τζον Κασσαβέτης, δεν ήταν εύκολος. Δεν είναι μικρό πράγμα να αποφασίσεις να βρεθείς απέναντι και να αντιμετωπίσεις ένα ολόκληρο οικονομικό σύστημα αλλά και σύστημα αξιών. Παρόλα αυτά, χάρη στην επιμονή και το ταλέντο του, κατάφερε όχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να διαγράψει μια λαμπρή καριέρα.
Με τις ταινίες του κατάφερε να «τρυπώσει» μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα της Αμερικής, να αμφισβητήσει και να ανατρέψει μια σειρά από θέσφατα και βεβαιότητες.
Με την κάμερά του, εν είδει χειρουργικού εργαλείου, ανατέμνει την αμερικανική οικογένεια, τη συμβατότητα των σχέσεων καθώς και την έννοια της κοινωνικής καταξίωσης, όπως αυτή λανσάρεται από το καταναλωτικό μοντέλο, συνώνυμο της επιτυχίας!
Δίνει στους ηθοποιούς ελευθερία χρήσης εκφραστικών μέσων, τα οποία είναι κατά βάση βιωματικά. Αποζητώντας τη μέγιστη δυνατή αναπαραγωγή της πραγματικότητας, τους καθοδηγεί έτσι ώστε να αυτοσχεδιάσουν με βάση τα όσα γνωρίζουν και τα όσα αισθάνονται. Όλα αυτά βέβαια, μέσα στο πλαίσιο ενός πολύ καλά σχεδιασμένου σεναρίου. Έτσι συχνά χρησιμοποιεί ερασιτέχνες ηθοποιούς οι οποίοι δεν λειτουργούν προκατασκευασμένα αλλά αυθόρμητα. Έχοντας βέβαια σχεδόν πάντα στο καστ και τους μόνιμους συνεργάτες του: Πίτερ Φολκ, Σέιμουρ Κασέλ, Μπεν Γκαζάρα και Τζίνα Ρόουλαντς.
Ένας πραγματικός καλλιτέχνης
Ο Μάρτιν Σκορσέζε θεωρεί τον Τζον Κασσαβέτη ως δάσκαλο αλλά και φίλο του. Όπως έχει πει ο μεγάλος αμερικανός σκηνοθέτης, ο Κασσαβέτης «ήταν ο μεγάλος ανεξάρτητος αμερικανός σκηνοθέτης. Ο μεγαλύτερος, ο πιο σημαντικός. Η οικονομική ανεξαρτησία –στις ταινίες του έβαζε τα δικά του χρήματα, τα κέρδη του από τη δουλειά του ηθοποιού– ήταν εγγύηση της καλλιτεχνικής του ελευθερίας. Και, ό,τι και να λένε, το έργο του αναγνωρίστηκε. Ήταν ένας πραγματικός καλλιτέχνης».
Εκτός από τον Σκορσέζε, από το έργο του Κασσαβέτη επηρεάστηκαν κι άλλοι συνάδελφοί του, όπως ο Σπάικ Λι και ο Τζιμ Τζάρμους καθώς και οι περισσότεροι από τους ανεξάρτητους αμερικανούς σκηνοθέτες.
«Οι καλύτερες ταινίες είναι νομίζω αυτές που βγαίνουν μέσα από ελεύθερη σκέψη και μέσα από ελεύθερες συνθήκες δουλειάς», έχει πει σε συνέντευξή του στους Χρήστο Βακαλόπουλο, Κώστα Θεοφιλόπουλο, Μαρία Νικολακοπούλου και Μαρία Παπαγεωργίου για το περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος» (τεύχος 30, Αύγουστος 1981), συνοψίζοντας έτσι όλη του αντίληψη για το τι σημαίνει ανεξάρτητος κινηματογράφος.
Επίσης μιλώντας στον Ρέι Κάρνεϊ, καθηγητή κινηματογράφου στη Βοστόνη, έχει υποστηρίξει: «Πιστεύω ότι η μεγαλύτερη ηθική είναι να αναγνωρίζεις την ελευθερία των άλλων, να είσαι ο εαυτός σου και όχι να εξαρτάσαι από την κρίση των άλλων οι οποίοι είναι διαφορετικοί από σένα».
Στράτος Κερσανίδης
Πηγή: Η Εποχή