H δεκαετία του 2010-2020 ήταν καταστροφική για την Ευρώπη. Η λέξη ίσως ακούγεται υπερβολική εκ πρώτης όψεως, όχι όμως εάν όμως ληφθούν πλήρως υπόψη οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της προηγούμενης δεκαετίας για την εσωτερική ενότητα και το παγκόσμιο κύρος της Γηραιάς Ηπείρου.
Η οικονομική κρίση που αφέθηκε να εξελιχθεί σε κρίση χρέους και τελικά σε κρίση της Ευρωζώνης ήταν το πρώτο χτύπημα. Η προσφυγική-μεταναστευτική κρίση που εξέθεσε την αδυναμία της ΕΕ να διαμορφώσει μια στοιχειωδώς κοινή πολιτική μετανάστευσης και ασύλου ήταν το δεύτερο. Η πανδημία Covid-19 και η αποτυχία της ΕΕ στη διαχείριση της σε κάθε επίπεδο, από την αρχή μέχρι και σήμερα, είναι το τρίτο και, κατά πάσα πιθανότητα, το βαρύτερο πλήγμα.
Η αρχική, ενστικτώδης αντίδραση των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών κατά την πρώτη φάση της πανδημίας ήταν η «σφράγιση» των συνόρων τους (με τα άλλα κράτη-μέλη) και η αποθήκευση ιατρικών προμηθειών -κάποιες φορές ακόμα και με παρακράτηση ιατρικού εξοπλισμού και υλικών που ήταν επειγόντως αναγκαία σε κάποιο άλλο κράτος-μέλος. Η ΕΕ, από την άλλη πλευρά, παρόλο που θεωρητικά διαθέτει μηχανισμούς με την αποστολή να προετοιμάζονται και να διαχειρίζονται τέτοιες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βρέθηκε παντελώς απροετοίμαστη, χωρίς τα απαραίτητα ιατρικά αποθέματα, δίχως έναν αποτελεσματικό μηχανισμό διανομής ιατρικού υλικού πρώτης ανάγκης προς τις χώρες που επλήγησαν περισσότερο, ή ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση της κατάστασης με συνεκτικό και συντονισμένο τρόπο και όχι με τον πανικό του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Η δεύτερη φάση της πανδημίας χαρακτηρίστηκε από μια άχαρη και αργόσυρτη διαμάχη για τους όρους και τους πόρους του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Υπάρχουν ήδη άφθονες αναλύσεις του πώς η διαμάχη αυτή παγίωσε τον διχασμό εντός της ΕΕ μεταξύ «φειδωλών» Βορείων και «σπάταλων» Νοτίων, του γιατί τα μεγέθη των ποσών που τελικά θα εκταμιευθούν θα είναι ανεπαρκή και θα έρθουν πολύ αργά για να ανακόψουν την πτώση των περισσότερων ευρωπαϊκών οικονομιών στη χοάνη της ύφεσης και της εμμονής της ΕΕ να συνδέσει τη χορήγηση των κονδυλίων στήριξης με «μεταρρυθμιστικά προγράμματα», όρους και προαπαιτούμενα που θυμίζουν υπερβολικά τη διόλου μακρινή εποχή των μνημονίων. Αρκεί εδώ να επισημανθεί ότι ήδη η υπόθεση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (πλέον γνωστού με τον τίτλο Next Generation EU) έχει οδηγήσει στην πτώση μιας ευρωπαϊκής κυβέρνησης, όχι τυχαία της κυβέρνησης του Τζουζέπε Κόντε στην Ιταλία. Το γεγονός ότι τον Κόντε έριξε ο Ματέο Ρέντσι, υπέρμαχος της προσφυγής της Ιταλίας στον μηχανισμό του (μνημονιακού) Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και ότι ο νέος Ιταλός πρωθυπουργός δεν θα είναι άλλος από τον πρώην Κεντρικό Τραπεζίτη της ΕΕ Μάριο Ντράγκι, είναι εξόχως ενδεικτικό της κατεύθυνσης που ενδεχομένως θα πάρει η ΕΕ στη διαχείριση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Η τρίτη φάση είναι, φυσικά, το μέγα πολιτικό σκάνδαλο της αποτυχίας της ΕΕ να εξασφαλίσει επαρκή αριθμό εμβολίων για τα κράτη-μέλη της, ώστε να προχωρήσει γρήγορα και συνολικά ο εμβολιασμός του πληθυσμού. Πρόκειται για ένα μεγαλοπρεπές φιάσκο με όλη τη σημασία της λέξης. Γίνεται δε ακόμα πιο εντυπωσιακό, αν σκεφτεί κανείς πόσο πολιτικό κεφάλαιο είχε επενδύσει η ΕΕ στην εμβολιαστική εκστρατεία και με πόσες τυμπανοκρουσίες είχε ανακοινωθεί αυτή. Τελικά, φαίνεται ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός δεν είναι ο μόνος Ευρωπαίος ηγέτης που ενδιαφέρεται για την επικοινωνία και όχι για την ουσία. Το γεγονός ότι αυτό το φιάσκο είναι πιθανό να κοστίσει σε κάποιους κορυφαίους Ευρωπαίους πολιτικούς και τεχνοκράτες την καριέρα τους, καθώς ήδη έχει ξεκινήσει η αναζήτηση ενόχου και το blame-game μεταξύ Βρυξελλών και εθνικών κυβερνήσεων, αλλά και εντός του «EU bubble» είναι το λιγότερο. To μείζον είναι ότι, τη στιγμή που άλλες δυνάμεις της Δύσης, αλλά και οι διεθνείς ανταγωνιστές της Ευρώπης κινούνται με ταχείς ρυθμούς προς την επίτευξη συλλογικής ανοσίας και την έξοδό τους από την καραντίνα -και τη συναφή οικονομική αποτελμάτωση- η Ευρώπη δεν βρίσκεται ακόμα καν στο τέλος της αρχής και οι προοπτικές για τους επόμενους μήνες είναι δυσοίωνες. Οι συνέπειες για την εσωτερική συνοχή, την οικονομική ανάκαμψη και το διεθνές βάρος της ΕΕ είναι αληθινά ανυπολόγιστες -κυριολεκτικά δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν με κάποια ακρίβεια. Το μόνο σίγουρο: θα είναι βαρύτατες, ενδεχομένως δε και μη αναστρέψιμες.
Προφανώς, το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης βαρύνει την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πρώτα και κύρια την πρόεδρο φον ντερ Λάιεν. Στην Επιτροπή εκχωρήθηκε το καλοκαίρι από τα κράτη-μέλη η εξουσία και η ευθύνη διαπραγμάτευσης, σύναψης συμβολαίων, εξασφάλισης επαρκών δόσεων εμβολίων και συντονισμού της δράσης τους επιμέρους χωρών. Το πολύ υπαρκτό πρόβλημα που ήθελαν να αντιμετωπίσουν οι αξιωματούχοι της ΕΕ με αυτόν τον τρόπο ήταν η ορατή απειλή επικίνδυνων διαιρέσεων μεταξύ των εθνικών κρατών καθώς αυτά θα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για την πρόσβαση στα εμβόλια. Αυτό από μόνο του λέει αρκετά για την εσωτερική συνοχή της ΕΕ και το «πνεύμα αλληλεγγύης» μεταξύ των μελών της ευρωπαϊκής οικογένειας στις μέρες μας. Από την άλλη πλευρά, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να δει την πανδημία ως μια εξαιρετική ευκαιρία για επέκταση των εξουσιών της ΕΕ, στο ίδιο μοτίβο με τη δήθεν «κορυφαία ομοσπονδιακή στιγμή» που υποτίθεται πως θα ήταν το Ταμείο Ανάκαμψης. Ακολουθώντας πιστά το αξίωμα ότι η ΕΕ προχωρά πάντα σε περιόδους κρίσης -πράγμα παράδοξο, δεδομένου ότι σε καμία κρίση της τελευταίας δεκαετίας δεν έχει συμβεί αυτό, αλλά το ακριβώς αντίθετο- η Επιτροπή θέλησε να αναλάβει δράση στην πολιτική για την υγεία, η οποία παραδοσιακά παραμένει προνόμιο των εθνικών κρατών και να «χτίσει μια Ευρωπαϊκή Ένωση Υγείας».
Υποτίθεται ότι η κοινή ευρωπαϊκή εκστρατεία εμβολιασμού θα επιδείκνυε τις αρετές της ευρωπαϊκής ενότητας και θα κατατρόπωνε τους αμφισβητίες, ενώ θα ήταν και ένα καλό μάθημα σε εκείνους που επέλεξαν να εγκαταλείψουν το καράβι -δηλαδή στους Βρετανούς. Η Επιτροπή υπερεκτίμησε τις δικές της δυνατότητες και υποτίμησε δραματικά τις δυσκολίες που θα είχε ένα εγχείρημα κατάστρωσης μιας γιγαντιαίας εκστρατείας για τον εμβολιασμό ενός πληθυσμού σχεδόν μισού δισεκατομμυρίου ανθρώπων, ιδίως σε συνθήκες παγκόσμιας πανδημίας με τους συναφείς ανελέητους ανταγωνισμούς και με τις ιδιωτικές φαρμακευτικές εταιρίες να έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Είναι χαρακτηριστική η διένεξη με την AstraZeneca σχετικά με τους όρους μιας σύμβασης που, σύμφωνα με την Επιτροπή, είναι «υδατοστεγής», ενώ σύμφωνα με άλλους νομικούς έχει αρκετές «τρύπες». Πράγματι, η αγγλο-σουηδική εταιρία απάντησε στις δημόσιες αιτιάσεις της Επιτροπής ότι η Βρετανία είχε υπογράψει σύμβαση τρεις μήνες πριν από την ΕΕ, καθιστώντας ευκολότερο να διασφαλίσει ότι οι αλυσίδες παραγωγής θα ήταν εγκαίρως έτοιμες. Μια απέλπιδα προσπάθεια της ΕΕ να ανακόψει τις εξαγωγές εμβολίων υποβιβάστηκε πολύ νωρίς σε έναν «μηχανισμό ελέγχου της νομιμότητας των εξαγωγών» υπό τον φόβο παγκόσμιου εμπορικού πολέμου. Το ίδιο αποτυχημένη ήταν η απόπειρα της Επιτροπής να ανακόψει τις εισαγωγές εμβολίων στη Βρετανία μέσω της Βορείου Ιρλανδίας – στην ουσία παραβιάζοντας την αρχή ότι δεν υπάρχει «σκληρό σύνορο» μεταξύ Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και Βορείου Ιρλανδίας- απόπειρα που τερματίστηκε πριν καν αρχίσει έπειτα από τη θυελλώδη αντίδραση όχι μόνο των Βρετανών, αλλά και των Ιρλανδών. Σε όλα αυτά προστίθεται η καχυποψία μικρότερων κρατών-μελών ότι η Γερμανία και η Γαλλία ήθελαν να κατευθύνουν χρήματα στις δικές τους εταιρείες και η κίνηση κάποιων άλλων να αρχίσουν σιγά-σιγά να στρέφονται και προς άλλες πηγές εμβολίων, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, η οποία ασφαλώς δεν θα άφηνε μια τέτοια λαμπρή ευκαιρία αύξησης του κύρους και της ισχύος της ανεκμετάλλευτη.
Το αποτέλεσμα: από όλο και περισσότερους Ευρωπαίους, η ΕΕ δεν θεωρείται πλέον ως ασφαλές καταφύγιο, ως πυλώνας σταθερότητας. Αντίθετα, αν κατά τη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης πολύ συχνά έγινε αντιληπτή ως το όχημα για την επιβολή μιας νεοφιλελεύθερης ατζέντας που αποδομεί το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο -πάλαι ποτέ πυλώνα κοινωνικής συνοχής και ευημερίας- η πανδημία ήρθε να επιβεβαιώσει με τον πλέον τραγικό τρόπο ότι αυτή ακριβώς η επιβολή και τα αλλεπάλληλα κύματα «μεταρρυθμίσεων» που κατέληξαν στην αποσάθρωση των δημοσίων συστημάτων υγείας όλων των ευρωπαϊκών χωρών, ακόμα και των ισχυρότερων, έχει βαρύ κόστος σε ανθρώπινες ζωές, αλλά και στη δυνατότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών να βγουν γρηγορότερα από την καραντίνα και να ανακάμψουν.
Υπάρχει μια λεπτή κόκκινη γραμμή που ενώνει τα βαθύτερα αίτια της τελευταίας αποτυχίας της ΕΕ με τις προηγούμενες. Θεσμική ακαμψία, βαριά γραφειοκρατία, αβάσιμη υπεροψία, αυταρέσκεια και αλαζονεία που στην αρχή απέρριψε εξ ορισμού κάθε «μη δυτικό» εμβόλιο αλλά και τις μεθόδους των ασιατικών κρατών που βασίστηκαν στα μαζικά τεστ και την ιχνηλάτηση των κρουσμάτων, απουσία πολιτικής και στρατηγικής σκέψης, απουσία κάθε έννοιας ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και άκομψη μεταμφίεση των εθνικών ανταγωνισμών κάτω από βαρύγδουπες επικοινωνιακές διατυπώσεις: αυτά είναι κάποια από τα στοιχεία που περιγράφουν αυτή τη γραμμή. Η απελπιστικά αργή διάθεση των εμβολίων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες είναι το αποτέλεσμα της αποτυχίας της ΕΕ να συντονίσει στοιχειωδώς τα συμφέροντα, τις προτεραιότητες και τις κινήσεις των διαφόρων κρατών-μελών για πολλοστή φορά.
Τι θα μπορούσε να είχε γίνει από την αρχή ή και τώρα ακόμα; Η πρόταση να αποκτήσει η ΕΕ τις πατέντες των εμβολίων -ιδίως εκείνων που αναπτύχθηκαν με γενναία χρηματοδότηση από τους ίδιους τους Ευρωπαίους φορολογούμενους- για λογαριασμό των κρατών-μελών της και στη συνέχεια η διάθεσή τους στα τελευταία, ώστε να πολλαπλασιαστεί η δυνατότητα παρασκευής εμβολίων θα συνδύαζε, αφενός, τη συλλογική ισχύ των ευρωπαϊκών χωρών αφετέρου την απαραίτητη ευελιξία, ώστε να καταρτίσουν αυτές τα σχέδια τους σε εθνικό επίπεδο και με βάση τα ειδικότερα δημογραφικά, κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά της καθεμίας. Γι’ αυτό, άλλωστε, είναι αυτή που συγκεντρώνει πλέον ευρύτερη υποστήριξη. Φυσικά, κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε να αποδεχθεί η ΕΕ τη βασική αρχή ότι τα εμβόλια δεν είναι κοινό εμπορικό προϊόν, αλλά δημόσιο αγαθό. Το πόσο δύσκολο είναι να γίνει αποδεκτή η αρχή αυτή από τη σημερινή νεοφιλελεύθερη νοοτροπία της ΕΕ έγινε σαφές από τη λοιδορία με την οποία τη σχολίασε αρχικά ο Έλληνας πρωθυπουργός, ο κατεξοχήν φορέας αυτής της νοοτροπίας, από το βήμα της Βουλής των Ελλήνων. Είναι πλέον πολύ πιθανό ότι η ΕΕ θα καταλήξει σε αυτήν τη λύση -για μία ακόμα φορά υπερβολικά αργά και αφού θα έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος με βαριές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, αλλά και με βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ακούγεται λίαν ειρωνικό το γεγονός ότι εγκρίθηκε από τους τους Πρέσβεις των κρατών-μελών της ΕΕ η πρόταση για τη διοργάνωση μιας Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης (ακόμα μίας), μια ιδέα που προτάθηκε από τον Γάλλο Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν τον Μάρτιο του 2019 για να «προτείνει όλες τις απαραίτητες αλλαγές στο πολιτικό μας σχέδιο χωρίς ταμπού». Υποτίθεται ότι η Διάσκεψη θα στόχευε στην ανανέωση τη ΕΕ φέρνοντας την πιο κοντά στους πολίτες, υπό την καθοδήγηση «μιας διακεκριμένης ευρωπαϊκής προσωπικότητας». Φυσικά, ακολούθησε μια διένεξη μηνών πάνω στο μείζον ζήτημα του ποια, ακριβώς, θα ήταν αυτή η διακεκριμένη ευρωπαϊκή προσωπικότητα, για να καταλήξουν τελικά στη λύση να τεθεί η Διάσκεψη υπό την τριπλή προεδρία των επικεφαλής των τριών ευρωπαϊκών θεσμών. Πράγματι, γιατί να έχεις έναν πρόεδρο, όταν μπορείς κάλλιστα να έχεις τρεις (ή περισσότερους); Κατόπιν τούτου, μάλλον δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι η Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης, εάν και όταν τελικά λάβει χώρα, κατά πάσα βεβαιότητα δεν θα αφορά όχι τους Ευρωπαίους πολίτες, αλλά ίσως ούτε καν τους άμεσα συμμετέχοντες σε αυτήν.
O Γιάννης Γούναρηςείναι LLM London School of Economics, Διδάκτορας Νομικής ΕΚΠΑ
Πηγή: Η Εποχή