Συνεντεύξεις

Η νέα εποχή του συνδικάτου

Διάλογος της αριστερής διανοούμενης, Λουτσιάνα Καστελίνα και του γραμματέα της ιταλικής εργατικής συνομοσπονδίας CGIL, Μαουρίτσιο Λαντίνι

Λ.Κ.: Πιστεύεις ότι έχουμε συνειδητοποιήσει πλήρως πόσο ιδιαίτερη είναι η εποχή που ζούμε; Ότι το συνδικάτο μπορεί να παίξει σε αυτό το πλαίσιο ένα ρόλο διαφορετικό από αυτόν που είχε στο παρελθόν ή, για να το πούμε αλλιώς, να ανακτήσει πλήρως τον πολιτικό ρόλο που είχε στην ιστορία της χώρας μας;

Μ.Λ.: Η πανδημία έδειξε με δραματικό τρόπο τη μη βιωσιμότητα του σημερινού μοντέλου ανάπτυξης, που οδήγησε στη ρήξη των ισορροπιών με τη φύση. Η διάδοση του ιού βοήθησε να αναδυθούν δραματικά αντιθέσεις, που υπήρχαν από καιρό, και επιτάχυνε την ήδη υπάρχουσα κρίση δημοκρατίας. Η εργασία έγινε επισφαλής και υποτιμήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάποιος να είναι φτωχός ακόμη και αν εργάζεται. Η εξουσία λήψης αποφάσεων συγκεντρώθηκε στα χέρια λίγων. Μετράνε περισσότερο οι μεγάλες πολυεθνικές από τα μεμονωμένα κράτη. Έχουν γίνει όλο και πιο μακρινοί και απρόσιτοι οι χώροι όπου λαμβάνονται καθοριστικές αποφάσεις για όλους μας. Με ρωτάς αν τα έχουμε συνειδητοποιήσει πλήρως όλα αυτά. Εγώ είμαι βέβαιος για ένα πράγμα: απέναντι στο μέγεθος της κρίσης που βιώνουμε, δεν μπορούμε να επιστρέψουμε, όπως κάποιοι μπορεί να νομίζουν, στα ίδια πράγματα που κάναμε πριν. Χρειάζεται μια ριζική αλλαγή: να σκεφτούμε ένα διαφορετικό μοντέλο κοινωνίας. Το συνδικάτο πρέπει κι αυτό να αλλάξει. Μεγάλωσε σε έναν κόσμο στον οποίο οι όροι μεγέθυνση, τεχνολογική πρόοδος, διάχυση της ευημερίας συνέπιπταν. Σήμερα είμαστε απέναντι σε ένα ριζικά νέο πλαίσιο: έχει διαρρηχθεί εκείνη η σχέση που φαινόταν δεδομένη και σταθερή ανάμεσα στην ανάπτυξη και την ευημερία. Εκτός αυτού η μεγέθυνση πρέπει να αναμετρηθεί με ένα νέο θέμα για το συνδικάτο, και όχι μόνο γι’ αυτό: την έννοια του «ορίου», που μας λέει ότι οι φυσικές πηγές -αέρας, νερό, η ίδια η γη- δεν είναι απεριόριστες. Χρειάζεται να αντιληφθούμε ότι το μοντέλο ανάπτυξης που έχει κυριαρχήσει μέχρι σήμερα, θέτει σε αμφισβήτηση τη ζωή των ανθρώπων πάνω στον πλανήτη ή τουλάχιστον την ποιότητά της, πυροδοτώντας ένα νέο μηχανισμό επιλογής μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Αυτό είναι το νέο δύσκολο έδαφος πάνω στο οποίο πρέπει να εργαστεί το συνδικάτο. Το θέμα «τι να παράγουμε, πώς να το παράγουμε, για ποιον να παράγουμε» γίνεται καθοριστικό, αν δεν θέλουμε να πληρώσει ο κόσμος της εργασίας το λογαριασμό της κρίσης.

Να σκεφτούμε ιδιαίτερα τις μεταβατικές εποχές κατά τις οποίες το συνδικάτο ενεπλάκη στη γενική πολιτική αντιπαράθεση. Έχω στο νου μου, πρώτα απ’ όλα, το Πλάνο για την Εργασία, που είχε προτείνει ο Ντι Βιτόριο μετά τον πόλεμο. Σκέφτομαι επίσης και την κορύφωση του «οικονομικού θαύματος», στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν οι μεταλλουργοί χρησιμοποίησαν την ισχύ που είχαν συγκεντρώσει και από την ώθηση του ’68, για να ξεπεράσουν τον καθαρά μισθολογικό ορίζοντα των διεκδικήσεών τους, με στόχο να επιτεθούν στην ίδια την οργάνωση της παραγωγής, να διαβρώσουν την εξουσία των αφεντικών στο εργοστάσιο και να μεταφέρουν στη σύγκρουση την ανθρώπινη υπόσταση του εργαζομένου συνολικά -την κατοικία του, την υγεία του, το σχολείο. Τότε, τα εργοστασιακά συμβούλια δημιούργησαν συμβούλια περιοχών που έδωσαν κι αυτά μια ώθηση για τη δημιουργία πολύτιμων οργανισμών: Δημοκρατική Ιατρική, Δημοκρατικό Δικαστικό Σώμα, μέχρι και Δημοκρατική Αστυνομία. Η πρότασή σου, όταν εκλέχτηκες γενικός γραμματέας, να πειραματιστούμε πλάι στα παραδοσιακά σωματεία και με ένα «συνδικάτο του δρόμου», με παρακίνησε να επαναφέρω στο νου μου εκείνες τις μνήμες. Σήμερα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι νέα κινήματα, που γεννήθηκαν από τις νέες αντιθέσεις που παρήγαγε το σύστημα, δημιούργησαν νέες δυναμικές κοινωνικές μορφές που έχουν τους δικούς τους ιδιαίτερους τρόπους κινητοποίησης. Το να βάλουμε εντός του δικτύου αυτά τα υποκείμενα θα μπορούσε να εμπλουτίσει τη διαπραγματευτική δύναμη όλων, δίνοντας στο συνδικάτο μια νέα πολύτιμη κεντρική θέση. Η ανάγκη να οριστεί ένα σχέδιο που να ανταποκρίνεται στη δυσκολία που παρουσιάζει η οικολογική μετάβαση είναι επείγουσα. Μήπως χρειάζεται, για παράδειγμα, ένα νέο Πλάνο για την Εργασία, που να μην ανατεθεί στα γραφεία μελετών, αλλά να οριστεί εμπλέκοντας «το δρόμο»;

Η αναμέτρηση με το μεγάλο ζήτημα της οικολογικής μετάβασης σημαίνει να αγωνιστούμε, όχι όμως για ένα αδιαφοροποίητο άθροισμα σχεδίων και επενδύσεων. Συνεπάγεται τον καθορισμό ενός συνολικού σχεδίου, εκκινώντας από την κεντρική θέση της εργασίας και του μετασχηματισμού της. Αυτό σημαίνει να αλλάξουμε ριζικά το σημερινό μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης. Να περάσουμε από την παραγωγή ατομικών καταναλωτικών αγαθών στην παραγωγή συλλογικών αγαθών. Σημαίνει ότι πρέπει να ασχοληθούμε με την εξυγίανση των αστικών περιοχών, της συλλογικής κινητικότητας, του εδάφους, του αέρα, της υγείας, της κατάρτισης, της έρευνας, του πολιτισμού. Πάνω απ’ όλα σημαίνει ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και επαναχρησιμοποίηση για να αποφύγουμε τη σπατάλη. Η κυκλική οικονομία, που όλοι αναφέρουν, αλλά κανείς δεν φαίνεται να την παίρνει πραγματικά στα σοβαρά, σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξει μια νέα βιομηχανική πολιτική, που ενέχει όμως τη μετάβαση από τη λογική της «μιας χρήσης» στη λογική που βασίζεται στη συντήρηση. Φυσικά, ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης δεν είναι ένα φωτισμένο σχέδιο που έρχεται από τα πάνω. Μπορεί να εφαρμοστεί υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρχει ένα μεγάλο σχέδιο γενικής αλλαγής που θα γεννιέται από τη διαπραγμάτευση των θέσεων εργασίας και από τους αγώνες σε κάθε περιοχή. Αυτό το σχέδιο θα πρέπει να εμπλέκει και αυτά που εσύ ονομάζεις νέα υποκείμενα, κινήματα, κοινωνικές μορφές, καρπό των αντιθέσεων του συστήματος, που, αναμφίβολα θα πρέπει να προσπαθήσουμε να «εντάξουμε σε ένα δίκτυο», εμπλουτίζοντας έτσι τη διαπραγματευτική ικανότητα όλων. Κατά δεύτερο λόγο, για μια αλλαγή τέτοιου μεγέθους χρειάζεται ο πρωταγωνιστικός ρόλος των εργαζομένων. Πρέπει να επενδύσουμε στην εργασία και στην ποιότητά της, αρχής γενομένης από την υπέρβαση της επισφαλούς εργασίας και από το δικαίωμα στη διαρκή κατάρτιση και στη γνώση. Πρόκειται για ένα θεμελιώδες δικαίωμα, αν δεν θέλουμε να υποστούμε τις νέες μορφές ανισοτήτων, με χειρότερη μορφή διάκρισης τον αποκλεισμό από τη γνώση. Οι εργαζόμενοι πρέπει να μπορούν να πουν αρμοδίως τη γνώμη τους για τη φύση των επενδύσεων, για τις κατευθύνσεις των επιχειρήσεων. Άρα, και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να σκεφτούμε νέες μορφές οικονομικής δημοκρατίας, να δοκιμάσουμε νέες μορφές συμμετοχής και συναπόφασης στις επιχειρήσεις, έχοντας την επίγνωση ότι σήμερα είναι ακόμη πιο άμεση η ανάγκη να στοχαστούμε πάνω στην αντίθεση ανάμεσα στο δικαίωμα στην ιδιοκτησία και στην ελευθερία του ατόμου στην εργασία. Στην ουσία πρέπει να φροντίσουμε ώστε το Σύνταγμα να μη μένει έξω από τις πύλες των χώρων εργασίας. Νομίζω ότι είναι η στιγμή μιας νομοθετικής στήριξης, που θα δώσει ισχύ erga omnes στις εθνικές συλλογικές συμβάσεις, καθώς και ενός νόμου για την εκπροσώπηση που κατανοεί τις συμφωνίες μεταξύ των εργατικών συνομοσπονδιών, που θεσπίζει το δικαίωμα ψήφου των εργαζομένων για την έγκριση των συμφωνιών που τους/τις αφορούν και που πιστοποιεί την εκπροσώπηση των αντισυμβαλλόμενων εργοδοτών.

Το σχέδιο μετάβασης καθιστά αναγκαίες βαθιές μεταρρυθμίσεις. Θα ήταν σοβαρό λάθος να νομίζουμε ότι αυτό πρέπει να είναι αποτέλεσμα διεργασιών της Βουλής. Εκεί αντιπαρατίθενται οι συσχετισμοί δυνάμεων, βάσει των οποίων καθορίζονται οι πιθανοί συμβιβασμοί που θα τις χαρακτηρίσουν στη συνέχεια. Έτσι συνέβαινε στο παρελθόν, όταν η Αριστερά είχε τη δύναμη, μολονότι δεν ήταν στην κυβέρνηση, να αποσπά καθοριστικές κατακτήσεις. Αν σήμερα δεν πετυχαίνουμε πλέον σχεδόν τίποτα, είναι γιατί υπήρξε μια θεσμική εξουσιοδότηση που αφαίρεσε την πολιτική από τους πολίτες και αποστείρωσε την ίδια την κοινοβουλευτική σύγκρουση.

Το «συνδικάτο του δρόμου» θα μπορούσε στην ουσία να είναι ένα σημαντικό εργαλείο, για να αναζωογονηθεί η κινητοποίηση της κοινωνίας. Γιατί σήμερα βιώνουμε μια συνθήκη πολύ διαφορετική από εκείνη, για παράδειγμα, της δεκαετίας του ‘60. Τότε υπήρχε μια ομοιογένεια στις συνθήκες εργασίας. Σήμερα αυτό δεν ισχύει πια. Οι αλυσίδες των εργολαβιών και των υπεργολαβιών, οι εξωτερικές αναθέσεις, οι μετεγκαταστάσεις παρήγαν έναν κατακερματισμένο και διαιρεμένο κόσμο της εργασίας. Και αυτό παράγει ανισότητες εισοδημάτων και δικαιωμάτων. Η ίδια η αλληλεγγύη ανάμεσα στους εργαζόμενους δεν είναι πια δεδομένη, αλλά είναι ένα στοιχείο που πρέπει να ανασυσταθεί. Σήμερα παίζουν αποφασιστικό ρόλο οι συνομοσπονδιακές συνδικαλιστικές δομές, οι οριζόντιες, εκτός από τις κλαδικές δομές, που είναι αναγκαίες για να ενωθεί αυτό που χωρίστηκε. Χρειάζεται να ανακαλύψουμε και πάλι το θεμελιώδη ρόλο των Εργατικών Επιμελητηρίων, ανανεώνοντας την εξαιρετική λειτουργία που είχαν κατά τη γέννησή τους, όταν ήταν ο χώρος οικοδόμησης της αλληλεγγύης ανάμεσα σε ανθρώπους που έκαναν διαφορετικές δουλειές ή που δεν είχαν καθόλου δουλειά. Ήταν ο χώρος της αλληλασφάλισης, της κατάρτισης και του αγώνα, για να δοθεί μια συλλογική απάντηση σε διαφορετικά προβλήματα. Ακριβώς λόγω του κατακερματισμού, η περιοχή γίνεται ο τόπος όπου μπορούν να συναντηθούν οι εργαζόμενοι, ιδιαίτερα εκείνοι που ζουν υπό δυσκολότερες συνθήκες. Επιπλέον, η παρουσία σε κάθε περιοχή επιτρέπει να ξεκινήσουν διεκδικήσεις για τις υπηρεσίες, την κατοικία, τις μεταφορές, τον πολιτισμό, τον ελεύθερο χρόνο. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να βλέπουμε τον κάθε εργαζόμενο και την κάθε εργαζόμενη όχι μόνο σε σχέση με την εργασία τους, αλλά και σε σχέση με τη συνολική κοινωνική τους κατάσταση. Αυτό σημαίνει να βλέπουμε τη σύνδεση μεταξύ των χώρων εργασίας και των πραγμάτων έξω από αυτούς, έτσι ώστε να αντιλαμβανόμαστε κάθε διάσταση.

Υπό αυτή την έννοια, δεν νομίζεις ότι το «συνδικάτο του δρόμου» θα μπορούσε κατά κάποιον τρόπο να αποτελέσει και μια θετική ένδειξη για την ασφυκτική πλέον συζήτηση που βασανίζει την Αριστερά; Για τη μορφή του κόμματος, αν χρειάζεται ή δεν χρειάζεται, αν μετράνε πλέον μόνο τα κινήματα και οι εθελοντικές οργανώσεις, για την -πολλές φορές μυθοποιημένη- κοινωνία των πολιτών. Εν ολίγοις, το «συνδικάτο του δρόμου» θα μπορούσε να είναι ο σπόρος που δίνει μορφή στον πειραματισμό σε νέες μορφές οργανωμένης δημοκρατίας, που αναπληρώνει το επικίνδυνο κενό που άφησε η κρίση των μαζικών κομμάτων. Μια δουλειά συνένωσης, δικτύου, που θα μπορούσε να οικοδομήσει το έδαφος πάνω στο οποίο θα προσπαθήσουμε να ξαναδώσουμε ουσία στη δημοκρατία, να ορίσουμε ξεκάθαρα την έννοια της συμμετοχής που συνεχώς επικαλούμαστε, η οποία είναι η προϋπόθεση για να ξαναδώσουμε νόημα στα κόμματα. Δεν θέλω να πετάξω πολύ ψηλά, αλλά νομίζω ότι, εκκινώντας από αυτό το είδος εμπειρίας, θα μπορούσαμε να επανέλθουμε στην πρόταση του Γκράμσι για τη δημιουργία «συμβουλίων», οργανισμών που θα προκύψουν από την παγίωση των κινημάτων που θα είναι σε θέση να μειώσουν την αυτοαναφορικότητα των κομμάτων και να επηρεάσουν τις επιπτώσεις της ιστορικής απαλλοτρίωσης της διαχείρισης της κοινωνίας, που πραγματοποίησε η κρατική γραφειοκρατία. Υπό την έννοια ότι θα μας επέτρεπε βαθμιαία να την ανακτήσουμε, λαμβάνοντας υπόψη και τη συνεταιριστική εμπειρία σε κάποιους τομείς (για παράδειγμα, το νερό;), που σήμερα έχει εγκαταλειφθεί στη βούληση των κρατικών θεσμών. Επειδή αυτές τις μέρες γιορτάζονται τα 150 χρόνια από τη γέννηση της Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία, όπως και ο Γκράμσι, ήταν πεισμένη για την αναγκαιότητα να συνοδεύεται η πολιτική δομή με νέες μορφές άμεσης δημοκρατίας, επιχείρησα να αναφέρω στις διαλέξεις που ήταν αφιερωμένες στη μνήμη της, το θέμα «Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και το συνδικάτο του δρόμου του Λαντίνι». Συνάντησα μεγάλο ενθουσιασμό από τους συντρόφους.

Όπως είπα ήδη, το «συνδικάτο του δρόμου» μπορεί να βοηθήσει να ανασυσταθεί ο πρωταγωνιστικός ρόλος του κόσμου της εργασίας, που είναι αναγκαίος για να αντιμετωπιστούν τα σοβαρά προβλήματα που έχουμε μέχρι τώρα σκιαγραφήσει. Είναι ακόμη περισσότερο αναγκαίος, αν σκεφτούμε ότι ερχόμαστε από εποχές κατά τις οποίες η δημοκρατική συμμετοχή περιφρονήθηκε από μια οπτική της πολιτικής, που θεώρησε ως μοναδική πυξίδα την «κυβερνησιμότητα» και την «τεχνική συντήρηση» του συστήματος. Οι πολλαπλές θεσμικές και συνταγματικές μεταρρυθμίσεις εξέφραζαν όλες ρητά ένα στόχο: τη συγκέντρωση της πολιτικής απόφασης στην εκτελεστική εξουσία, ώστε «να απελευθερωθεί το πεδίο απ’ όλα τα δίκτυα ενδιάμεσων εξουσιών». Οι ίδιες οι προοδευτικές και αριστερές δυνάμεις ήταν μέσα σε αυτή τη διαδικασία και βαθμιαία έκοψαν τα νήματα της εκπροσώπησης με τον κόσμο της εργασίας. Η αφασία τους οφείλεται και σ’ αυτή τη ρήξη. Νομίζω, αντίθετα, ότι αλλαγή σημαίνει να δώσουμε ζωή σε ένα σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού, που η ουσία του είναι η συγκεκριμένη σχέση με τους ανθρώπους. Γι’ αυτόν το λόγο θεωρούμε θεμελιώδη την ύπαρξη μιας συνεκτικής σχέσης μεταξύ της Cgil και των συνδικάτων Cisl και Uil. Είναι μια σχέση που πρέπει να ενδυναμωθεί και η οποία, με αφετηρία τη συγκεκριμένη εμπειρία, πρέπει να είναι σε θέση να σχεδιάσει ένα νέο ενωτικό, πλουραλιστικό, συμμετοχικό, δημοκρατικό συνομοσπονδιακό συνδικάτο. Σήμερα, μεταξύ των άλλων, υπάρχει μια νέα, μη δεδομένη κατάσταση, που θα μπορούσε, όμως, να μας επιτρέψει να πάμε προς αυτή την κατεύθυνση: δεν υπάρχουν πια οι διαιρέσεις που προκλήθηκαν από τον Ψυχρό Πόλεμο. Εξάλλου, η εντονότερη εποχή δημοκρατικής συμμετοχής, στη δεκαετία του ’70, συνέπεσε ακριβώς με την ενωτική εμπειρία των εργοστασιακών συμβουλίων και των συμβουλίων περιοχής. Οι ίδιες μεταρρυθμίσεις που κατακτήθηκαν τότε, αυτές που ονομάστηκαν «δομικές μεταρρυθμίσεις», δεν ήταν, όπως αντίθετα συμβαίνει σήμερα, διατάγματα, αλλά καρπός μιας έξυπνης κοινωνικής πρακτικής: ο Εργατικός Κώδικας του 1970 και η εξέλιξη της συλλογικής διαπραγμάτευσης, η μεταρρύθμιση της υγείας το 1978, που ήταν το αποτέλεσμα των εργατικών αγώνων για την υγεία στο εργοστάσιο και για μια εναλλακτική ιατρική στις διάφορες περιοχές. Ο νόμος 180 για την υπέρβαση των ψυχιατρείων, αφού προηγήθηκαν οι εμπειρίες του Μπαζάλια στη Γκορίτσια και στην Τεργέστη. Το διαζύγιο και ο νόμος 194 για τις εκτρώσεις, που υπήρξαν και καρπός της ανάπτυξης του φεμινιστικού κινήματος, που επέβαλε την αρχή της αναγνώρισης της κουλτούρας φύλου και της διαφοράς, η εξαιρετική εμπειρία των 150 ωρών (ΣτΜ: το μάξιμουμ αδειών από την εργασία λόγω σπουδών).

Με ρωτάς αν σήμερα το «συνδικάτο του δρόμου», ξαναφέρνοντας στο νου εκείνες τις μνήμες, μπορεί να συμβάλει στο άνοιγμα μιας νέας εποχής δημοκρατίας και συμμετοχής. Σου απαντάω με κάποιες σκέψεις μου. Κατ’ αρχάς, ο κατακερματισμός της εργασίας που ακολούθησε την καπιταλιστική αντεπίθεση της δεκαετίας του ’80 δυσκόλεψε την ίδια την ικανότητα εκπροσώπησής μας. Είναι ένα ζήτημα που σε μεγάλο μέρος αφορά την πολιτική, αλλά εμπλέκει και το συνδικάτο. Πρέπει, λοιπόν, να επινοήσουμε και να εφαρμόσουμε μορφές δημοκρατίας ικανές να αντιληφθούν την πολυπλοκότητα των συνθηκών εργασίας. Μπορούμε, για παράδειγμα, να σκεφτούμε εκπροσώπους τόπου και αλυσίδας, εργαζομένους δηλαδή που προσπαθούν, αρχής γενομένης από τη λειτουργία εκπροσώπησής τους, να ενώσουν αυτό που σήμερα είναι χωρισμένο. Κατά δεύτερο λόγο, «συνδικάτο του δρόμου» σημαίνει να κάνουμε το συνδικάτο ενεργό υποκείμενο μέσα σε μια ανοιχτή και ευρύτερη διαδικασία, μέσα από τη συζήτηση και την πρωτοβουλία με υποκείμενα που μπορούν να συμβάλουν στην οικοδόμηση σχεδίων μετασχηματισμού της κοινωνίας και επιβολής νέων δικαιωμάτων. Αυτό σημαίνει, όπως ο Μπρούνο Τρεντίν έλεγε συχνά, να συγκροτήσουμε νέες μορφές αμοιβαίας διαβούλευσης και συμμετοχής. Νέες μορφές εκπροσώπησης, οργάνωσης, συμμετοχής, όχι βέβαια υποκατάστατα των θεσμών της εξουσιοδοτημένης δημοκρατίας, αλλά εμπλουτισμός της. Πρόκειται για προβλήματα που δεν είναι μόνο ιταλικά, αλλά ευρωπαϊκά. Και σε αυτό το επίπεδο πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε, δημιουργώντας κοινές εμπειρίες και διεκδικήσεις, κάτι που μέχρι σήμερα, για να πω την αλήθεια, κάναμε ελάχιστα.

 

Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς

 

Πηγή: Η Εποχή