Με το ξεκίνημα του 2019 φαίνεται ότι ξεκαθαρίζουν και οι πολιτικές εξελίξεις. Η επίσπευση, χωρίς προβλήματα, της υπερψήφισης των συνταγματικών αλλαγών στη Βόρεια Μακεδονία μεταφέρουν την επίσπευση και στην ελληνική πλευρά. Με βάση τα ως τώρα δεδομένα, μετά και τις τροπολογίες που ψηφίστηκαν στη Βουλή της γείτονος, η κυβέρνηση θεωρεί σχεδόν σίγουρη την εξασφάλιση των άνω 151 ψήφων υπέρ του «ναι» στη συμφωνία των Πρεσπών και αυτό τη διευκολύνει να προετοιμάζεται για τις επόμενες εξελίξεις.
Η ΝΔ ελπίζοντας και στην πιθανότητα ακόμη να μην εξασφαλιστούν 151 «ναι», άφηνε να εννοηθεί ότι θα προκαλέσει, με πρόταση μομφής, την πτώση της κυβέρνησης και έτσι τη διενέργεια εκλογών. Αυτό τώρα φαίνεται, μάλλον, να το εγκαταλείπει, διότι οι ΑΝΕΛ έκαναν εκ νέου σαφές ότι άλλο απόρριψη της συμφωνίας και άλλο άρση εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση.
Έτσι εισερχόμαστε στη μετά την ψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών περίοδο με σχετική υπεροχή του ΣΥΡΙΖΑ να επιλέξει το χρόνο των εκλογών και τον τρόπο που θα κυβερνά, δηλαδή ως κυβέρνηση μειοψηφίας, με ανοχή. Για πρώτη φορά το διευκρίνισε πολύ καθαρά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημ. Τζανακόπουλος. «Δεν προκύπτει ότι θα υπάρξει κατά κανένα τρόπο απώλεια της εμπιστοσύνης της Βουλής», σημείωσε και πρόσθεσε πως ανοίγει ο δρόμος η κυβέρνηση να προχωρήσει ως τις εκλογές με την ανοχή ενός μέρους του κοινοβουλίου κατά το πρότυπο της Πορτογαλίας και Ισπανίας.
Πράγματι, η ΝΔ αντέδρασε αμέσως θέτοντας ζήτημα πολιτικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης. «Δεν υπάρχει κυβέρνηση μειοψηφίας στην Ελλάδα μεταπολιτευτικά», σημείωσε η εκπρόσωπος της ΝΔ Μαρία Σπυράκη και σχολίασε δηκτικά τα επιχειρήματα του Δημ. Τζανακόπουλου με τη φράση «η ελπίδα πεθαίνει τελευταία». Μπορεί, ασφαλώς, η κυβέρνηση υπό καθεστώς ανοχής, να έχει περιορισμένα περιθώρια για μείζονες νομοθετικές πρωτοβουλίες, ωστόσο το πολιτικό πρόβλημα θα έχει η ΝΔ, ιδίως μετά από μία ήττα της στρατηγικής της, που ήταν να πλήξει τον ΣΥΡΙΖΑ μέσω του Μακεδονικού. Απεναντίας, ιδίως με την ψηφοφορία για το ΝΑΤΟ, είναι η ΝΔ, αν τελικά το καταψηφίσει, που θα προκαλέσει προβληματισμούς ακόμη και στους βουλευτές της και προβλήματα στις σχέσεις της με τους συμμάχους της.
Ούτε οξύτητα, ούτε πάσες στη ΝΔ
Όμως, αυτή η αλληλουχία εξελίξεων, σοβαρή ασφαλώς, αφορά μόνο την εξασφάλιση σταθερής πλειοψηφίας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή και ενεργό χρόνο για να γίνουν ορατά τα ως τώρα μέτρα, αφενός, και να πάρει νέες πρωτοβουλίες, αφετέρου. Το πιο σοβαρό, το πιο ουσιαστικό είναι να εξασφαλίσει τους όρους που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, πλέον, θα εργαστεί απρόσκοπτα, μέσα σε καθαρό και σταθερό κλίμα. Πρώτον, η πορεία της οικονομίας, η λειτουργία στην οικονομία των μέτρων που παίρνει η κυβέρνηση, μια περίοδο ιδίως που ψάχνει ευκαιρία να βγει για δανεισμό στις αγορές, πρέπει να διευκολύνεται. Δεν χρειάζονται περιττές συγκρούσεις, ούτε οξύτητα. Η ΝΔ θα την επιδιώκει. Δεύτερον, η λειτουργία στην κοινωνία συνολικά του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, απαιτεί σοβαρή εργασία, επιχειρήματα και τη μέγιστη προσπάθεια επαφής με την κοινωνία.
Όλες οι εκκρεμότητες το απαιτούν αυτό. Αυτή την εβδομάδα, για παράδειγμα, προέκυψε η ιστορία με τον προστατευόμενο μάρτυρα για την υπόθεση της Novartis, ο οποίος επιχείρησε να βγει στο εξωτερικό. Δεν γνωρίζουμε τι συνέβη ακριβώς, αλλά η κίνηση αυτή ενισχύει την κυβερνητική άποψη ότι σκάνδαλο υπάρχει και διάφοροι εμπλεκόμενοι σπεύδουν να προφυλαχθούν. Πέραν αυτού, δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο.
Πολύ σωστά το Γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ με ανακοίνωσή του σημείωνε ότι «η ΝΔ δεν θέλει τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Θέλει τη σύγχυση και τη συγκάλυψη και αυτό ακριβώς είναι που συνιστά την πραγματική θεσμική εκτροπή στην υπόθεση». Αντίθετα, εντούτοις, απ΄ αυτή την άποψη έρχεται η θεσμικά προβληματική και πολιτικά επιπόλαιη παρέμβαση ενός υπουργού της κυβέρνησης, του Π. Πολάκη, ο οποίος δίνει την καλύτερη πάσα στη ΝΔ, την πιο δύσκολη στιγμή γι΄ αυτή. Αυτό δεν συμβαίνει για πρώτη φορά, με την ανοχή του Μαξίμου. Προφανώς ο Κ. Μητσοτάκης θα έσπευδε να καταγγείλει την κυβέρνηση «για θεσμική εκτροπή»! Μια στιγμή που η ΝΔ εγκαλούσε τους δικαστές που χειρίζονται λεπτές υποθέσεις, δικαστές υψηλού ήθους και επαγγελματικότητας. Η ανακοίνωση του υπουργού Δικαιοσύνης που ανέφερε σωστά ότι «η ελληνική δικαιοσύνη τυγχάνει του απολύτου σεβασμού της ελληνικής κυβέρνησης και αντιμετωπίζεται ως η μόνη υπεύθυνη για την έναρξη, την κίνηση και διεκπεραίωση κάθε δικαστικής υπόθεσης και για την απόδοση των σχετικών ποινικών ευθυνών που μπορεί να εκτιμήσει τις απαιτούμενες ενέργειες για την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας», δεν ήταν εύκολο να αλλάξει γρήγορα το κλίμα.
Παύλος Κλαυδιανός
Πηγή: Η Εποχή