Καθώς η κυβέρνηση επέλεξε να εφαρμόσει ευθύς εξ αρχής ένα πρόγραμμα σοκ, θέλοντας να αιφνιδιάσει και συγχρόνως να εντυπωσιάσει, έχουμε σήμερα, στους τρεις μήνες, αρκετό υλικό να βγάλουμε συμπεράσματα για την πολιτική της και το μέλλον της. Ιδίως τελευταία η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε δύσκολα προβλήματα, δοκιμάζεται και η πολιτική της και η συνοχή της. Προϋπολογισμός, προσφυγικό, ελληνοτουρκικά, Νοvartis ήταν τα πιο κεντρικά.
Προϋπολογισμός: παρά τον εξωραϊσμό, ταξικά αρκετά σαφής
Ο προϋπολογισμός για το 2020 ήταν μεγάλη δοκιμασία για την κυβέρνηση και την πολιτική της. Συνιστά πλήγμα στην αξιοπιστία της στο πιο προβεβλημένο κομμάτι της πολιτικής της, των εξαγγελιών της προεκλογικά, με τις προγραμματικές της δηλώσεις. Να θυμίσουμε το αφήγημα: η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν δομικά ανίκανη να φέρει την ανάπτυξη, μας υπερφορολογούσε, δεν μας απεγκλώβιζε από τη μνημονιακή πολιτική. Εμείς θα φέρουμε επενδύσεις, θα πετύχουμε ανάπτυξη 4%, θα πείσουμε τους δανειστές να μειωθούν τα πλεονάσματα στο 2%, άρα θα μειώσουμε δραστικά τη φορολογία, θα απελευθερώσουμε κοινωνία και οικονομία από τα αριστερά εμπόδια. Τα εγγυόμαστε όλα αυτά ως δεξιοί και νεοφιλελεύθεροι.
Καταρχάς, ο προϋπολογισμός με τις παραδοχές του ανέτρεψε το σημαντικότερο μέρος από τα όσα προπαγάνδιζε κατηγορώντας την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Παρουσιάζει τώρα μία τόσο θετική εικόνα για την οικονομία που παρέλαβε που εντυπωσιάζει. Όπως αναφέρει το προσχέδιο «το 2019 αποτελεί το πρώτο έτος εφαρμογής οικονομικής πολιτικής εκτός προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, έτος σταδιακής μετάβασης σε περίοδο ευνοϊκότερων οικονομικών συνθηκών». Προσθέτει επίσης ότι «στην ενδυνάμωση της ιδιωτικής κατανάλωσης του 2018 που αυξήθηκε κατά 1,1% συνέβαλαν οι θετικοί ρυθμοί μεταβολής της απασχόλησης (1,7%) και του μέσου μισθού (1,3%)». Δεν θα τσιγκουνευτεί καλά λόγια και για τα δημοσιονομικά καθώς σημειώνει ότι «το θετικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα διατηρήθηκε το 2018 για τρίτο κατά σειρά έτος». Δεν παραλείπει επαίνους και για τη ρύθμιση για το χρέος. «Έχουμε μία κυβέρνηση που καταθέτει προϋπολογισμό ο οποίος αναιρεί όλη τη ρητορική της» όπως σχολίασε ο Ε. Τσακαλώτος.
Το Βατερλό του προϋπολογισμού
Όμως, το Βατερλό του προϋπολογισμού είναι η υποχρεωτική κατάβασή του όσον αφορά την πρόβλεψη για ανάπτυξη από το προεκλογικό 4% στο 2,8% το 2020 έναντι – προβλεπόμενου – 2% το 2019. Είναι πολύ αισιόδοξο όπως σημειώνει και ο συμπολιτευόμενος Τύπος, πχ «Τα Νέα». «Η κυβέρνηση έχει ανεβάσει ψηλά τον πήχυ … και η αισιοδοξία αυτή εξηγείται πολιτικά» παρατηρούν. Όντως, είναι πολιτική επιλογή ο στόχος του 2,8% και γίνεται διότι διαφορετικά δεν βγαίνει ο προϋπολογισμός. Αυτό σημαίνει ότι είναι στον αέρα – έστω πολλαπλώς κουτσουρεμένα – τα μέτρα που υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης.
Το διεθνές οικονομικό κλίμα δεν δικαιολογεί ρυθμό 2,8%, καθώς η επερχόμενη ύφεση θα επηρεάσει δύο βασικούς μοχλούς της οικονομίας· τις εξαγωγές και τον τουρισμό. Όσο για την οικονομική πολιτική της με τις φοροελαφρύνσεις που επιλέγει για τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, δεν αυξάνει την καταναλωτική δαπάνη, που θα ενίσχυε τη ζήτηση. Για την προσδοκώμενη «επενδυτική έκρηξη» ας μην μιλάμε καλύτερα.
Αυτό το 2,8% «είναι αυτό που χρειάζεται για να κλείσει το δημοσιονομικό κενό» παρατηρεί ο Ε. Τσακαλώτος. Οι δανειστές επιμένουν ότι υπάρχει, πάντα, και την Τρίτη στις Βρυξέλλες η κυβέρνηση πρέπει να πει λεπτομερώς πώς θα το κλείσει. Κανένας δεν πρέπει να αποκλείει τις περικοπές, μελλοντικά, κοινωνικών δαπανών, διότι η προϋπολογιζόμενη είσπραξη 642 εκατομμυρίων ευρώ εσόδων από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής – μέσω της αύξησης των ηλεκτρονικών αποδείξεων – είναι πολύ ένας πολύ αισιόδοξος, ακόμα, στόχος.
Τα θύματα της … κατάβασης
Το πιο σημαντικό, πολιτικά, κομμάτι του προϋπολογισμού, φανερό ή άδηλο, είναι αυτό της ακύρωσης μέτρων φιλολαϊκών – φιλοεπενδυτικών που είχε ψηφίσει ήδη η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ή είχε υποσχεθεί ακόμη πρόσφατα και ο Κ. Μητσοτάκης. Για να βρει πόρους – διότι τώρα ξέρει ότι είναι περιορισμένοι – για να μειώσει τη φορολογία των επιχειρήσεων – των μεγάλων, διότι αυτές έχουν υψηλά κέρδη, το 90% έχει κέρδη κάτω των 5.000 ευρώ – από 28% στο 24%, δεσμεύει σχεδόν τον μισό δημοσιονομικό χώρο που διαθέτει. Επομένως προβαίνει στα εξής:
•Ακυρώνει τη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% που είχε δρομολογήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ενώ μέσω της αύξησης των αντικειμενικών αξιών αναιρεί, κατά ένα μέρος, τις μειώσεις που έγιναν το 2019. Επί ΣΥΡΙΖΑ αυτό αποφευγόταν με αλλαγή των συντελεστών.
•Εξουδετερώνει τη μη μείωση του αφορολογήτου που ψηφίστηκε επί ΣΥΡΙΖΑ με την αύξηση σε 30% στις ηλεκτρονικές αποδείξεις εφόσον εξαιρούνται βασικές δαπάνες όπως το ενοίκιο και οι δαπάνες ΔΕΚΟ. Αφορά όσους έχουν χαμηλό εισόδημα μάλιστα.
•Ακυρώνει την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης.
•Ακυρώνει τη μείωση της προκαταβολής φόρου από 100% στο 50% που προέβλεπε η προηγούμενη κυβέρνηση.
•Καταργεί τη μείωση του ΦΠΑ από 13% σε 11%.
•Προβλέπει, ακαθόριστα, μείωση δαπανών που ακόμα δεν γνωρίζουμε πού θα επιπέσει για να καλύψει το δημοσιονομικό κενό.
•Αγνοείται η τύχη – είναι ασαφές στον προϋπολογισμό – της προσαύξησης του αφορολόγητου ορίου για τα παιδιά. Είχε εξαγγελθεί ότι θα είναι 1.000 ευρώ για το καθένα.
•Αγνοείται η τύχη της αύξησης στο Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης για το οποίο η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί.
•Υπάρχει ασάφεια ή αντιφατικές τοποθετήσεις για ζητήματα όπως η έκπτωση φόρου (από ποιο ύψος θα αρχίζει), η έκπτωση δαπανών για αναβάθμιση οικίας, και ο χρόνος έναρξης της κατάργησης του ΦΠΑ για τις οικοδομές.
Η συζήτηση στις Βρυξέλλες
Η συζήτηση στις Βρυξέλλες δείχνει πώς θα κλείσει ο προϋπολογισμός, όπως και πώς θα οριστικοποιηθεί τον Δεκέμβρη. Οι αξιωματούχοι των Βρυξελλών, όπως είχε παραδεχθεί και ο κ. Μοσκοβισί, υπολόγιζαν το δημοσιονομικό κενό στο 1 δισ. με την κυβέρνηση να θεωρεί ότι αυτό είναι, πλέον, περίπου 300 εκατομμύρια και ότι αυτά μπορεί να καλυφθούν εύκολα από την απόδοση των διαφόρων μέτρων.
Η συζήτηση με τους δανειστές δεν είναι και τόσο εύκολη, παρά την πολιτικοϊδεολογική συγγένεια. Και παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση αφαίρεσε από το τραπέζι το αίτημα για μείωση του πλεονάσματος. Οφείλεται, καταρχάς, στην προοπτική ύφεσης διεθνώς, άρα στην πρόβλεψη για το 2,8% αύξηση του ΑΕΠ. Η Κομισιόν προβλέπει 2,2%. Δεύτερο, είναι η γνωστή νεοφιλελεύθερη οπτική των Βρυξελλών που δεν δέχεται την αξία των διαρθρωτικών μέτρων (πχ αύξηση ηλεκτρονικών αποδείξεων) έναντι των παραμετρικών.
Στο ίδιο πεδίο αντιλήψεων σκοντάφτει και το αίτημα να θεωρηθούν ως δημοσιονομικό έσοδο οι επιστροφές των κερδών από ελληνικά ομόλογα, για να αυξηθεί έτσι ο δημοσιονομικός χώρος. Αυτό απορρίφθηκε όπως φαίνεται και συζητιέται μόνο το να αξιοποιηθεί το ποσό για επενδύσεις και όχι για τη μείωση του χρέους. Αλλά και αυτό θεωρείται πολύ δύσκολο.
Προανακριτική ως μπούμερανγκ
Η συζήτηση στη βουλή για την προανακριτική σε βάρος του πρώην υπουργού της κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ – Οικολόγων Δημ. Παπαγγελόπουλου κανονικά θα έπρεπε να κάνει ως και τον κ. Σαμαρά να ξανασκεφτεί την πρόταση. Υπάρχει, καταρχάς, ένα ασταθές και εν πολλοίς αστήρικτο κατηγορητήριο, όπου οι κατήγοροι – μάρτυρες αντιφάσκουν ή μοιάζει να άλλαξαν απόψεις στην πορεία των σχέσεων τους με τον πρώην υπουργό κτλ, κτλ. Πρέπει να υπολογίσουν τώρα και τα εξής. Πρώτον, οι ομιλητές του ΣΥΡΙΖΑ επωφελήθηκαν και έφεραν στη συζήτηση αυτό καθεαυτό το σκάνδαλο Νοβάρτις. Ιδίως ο Αλέξης Τσίπρας με την παρέμβασή του απάντησε πολιτικά ασκώντας αυστηρή κριτική στον πρωθυπουργό που επέλεξε τη μη παρέμβαση όπως και οι υπουργοί του.
Δεύτερον, ο κ. Παπαγγελόπουλος, προέκυψε καθαρά, είναι ένας άνθρωπος που προέρχεται από την καρδιά του όλου της συντηρητικής παράταξης, με στελέχη της οποίας ποτέ δεν διέκοψε επαφές, είχε και έχει ενεργές σχέσεις. Συναντούσε ακόμη και τον κ. Σαμαρά. Όπως φάνηκε απ΄ την ομιλία του δεν θα γνωρίζει και λίγα για πρόσωπα και πράγματα αυτού του χώρου. Με την ευκαιρία να σημειώσουμε ότι ποτέ δεν μάθαμε πώς, με τι κριτήρια, βρέθηκε υπουργός σε μία κυβέρνηση με κορμό την αριστερά, ο οποίος έχει αυτή τη διαδρομή και τις ανάλογες σχέσεις.
Ο κ. Μητσοτάκης, ορθά πολιτικά από μια άποψη, δεν φαίνεται να επιθυμούσε την παραπομπή. Έχει άλλες δουλειές, άλλα προβλήματα, πολύ σοβαρά. Αποδείχθηκε όμως ότι δεν μπορεί να επιβάλλει την άποψή του και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Έκφραση αυτής της δυσκολίας είναι και η απειθαρχία ομάδας βουλευτών της ΝΔ. Διότι όπως φαίνεται, αυτή η αδυναμία θα είναι μόνιμη στην πορεία με βάση και τις δυσκολίες που θα συναντά η κυβερνητική πολιτική.
Παύλος Κλαυδιανός
Πηγή: Η Εποχή