Ένας γρίφος της σύγχρονης ζωής είναι ότι τόσοι πολλοί από εμάς αισθανόμαστε έλλειψη χρόνου, παρόλο που εργαζόμαστε λιγότερο από τους προγόνους μας. Τον 19ο αιώνα, τα συνδικάτα έκαναν εκστρατεία για “οκτώ ώρες για δουλειά, οκτώ ώρες για ξεκούραση και οκτώ ώρες για ό,τι θέλουμε”. Τον 20ό αιώνα, πέτυχαν στην προσπάθειά τους για συντομότερο ωράριο εργασίας. Τι απέγινε όμως όλος αυτός ο ελεύθερος χρόνος που κερδίσαμε για να κάνουμε “ό,τι θέλουμε”;
Δεν πρόκειται για πρόβλημα αντίληψης: πραγματικά μας πιέζει ο χρόνος. Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι ο μέσος χρόνος που οι άνθρωποι αφιερώνουν στο να κάνουν ό,τι τους αρέσει έχει μειωθεί από τη δεκαετία του 1980. Στη δεκαετία του 2010, ο μέσος χρόνος που χαρακτηρίζεται ως ελεύθερος συρρικνώθηκε σε οκτώ από τις 13 χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Μειώθηκε κατά 14% στην Κορέα, 11% στην Ισπανία, 6% στην Ολλανδία, 5% στην Ουγγαρία και 1% στις ΗΠΑ.
Ο αριθμός των ατόμων που βρίσκονται σε “φτώχεια χρόνου” (την οποία ο ΟΟΣΑ ορίζει ως τα άτομα για τα οποία το μερίδιο του χρόνου που αφιερώνουν στον ελεύθερο χρόνο και τις αναγεννητικές δραστηριότητες είναι λιγότερο από το 60% του μέσου όρου) αυξήθηκε από το 2000 στις 10 χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.
Ένας παράγοντας είναι ότι η μείωση των εβδομαδιαίων ωρών εργασίας έχει σταματήσει. Ο μέσος όρος των συνήθων εβδομαδιαίων ωρών εργασίας έχει κολλήσει γύρω στις 40 για τους μισθωτούς πλήρους απασχόλησης στον ΟΟΣΑ από τη δεκαετία του 1990. Αλλά αυτό από μόνο του δεν μπορεί να εξηγήσει τη μείωση του ελεύθερου χρόνου.
Μια μελέτη του Resolution Foundation, μιας δεξαμενής σκέψης, συγκρίνει λεπτομερείς έρευνες χρήσης του χρόνου που συμπληρώθηκαν από άτομα στο Ηνωμένο Βασίλειο τη δεκαετία του 1970 και τη δεκαετία του 2010. Τα στοιχεία δείχνουν την ίδια συμπίεση του ελεύθερου χρόνου όπως και σε άλλες χώρες, με τις γυναίκες να πιέζονται περισσότερο από τους άνδρες. Τη δεκαετία του 1970, οι άνδρες και οι γυναίκες σε ηλικία εργασίας είχαν περίπου 6 ώρες ελεύθερου χρόνου ο καθένας την ημέρα, ενώ σήμερα οι άνδρες έχουν 5 ώρες και 23 λεπτά και οι γυναίκες 4 ώρες και 47 λεπτά.
Οι γυναίκες κάνουν περισσότερη αμειβόμενη εργασία απ’ ό,τι στη δεκαετία του 1970 και οι άνδρες κάνουν περισσότερες οικιακές εργασίες, αλλά η μεγαλύτερη διαφορά έγκειται στο πόσο χρόνο αφιερώνουν και οι δύο ομάδες στη φροντίδα των παιδιών (η οποία δεν κατατάσσεται στις έρευνες αυτές στον ελεύθερο χρόνο). Οι γυναίκες αφιερώνουν υπερδιπλάσιο χρόνο στη φροντίδα των παιδιών σε σχέση με τη δεκαετία του 1970, παρόλο που αφιερώνουν επίσης πολύ περισσότερο χρόνο στην αμειβόμενη εργασία. Οι άνδρες ξοδεύουν επίσης πολύ περισσότερο χρόνο για τη φροντίδα των παιδιών τώρα. Αυτό εγείρει το ερώτημα: ποιος φρόντιζε τα παιδιά τη δεκαετία του 1970;
Όταν έθεσα αυτό το ερώτημα στο Twitter, κατακλύστηκα από απαντήσεις ανθρώπων που έλεγαν ότι έπαιζαν κυρίως έξω χωρίς την επίβλεψη ενηλίκων, επιστρέφοντας για τα γεύματα και την ώρα του ύπνου. Ένας θυμήθηκε ότι έπαιζε σε ένα εργοτάξιο- ένας άλλος ότι περιπλανιόταν σε ένα πάρτι πίνοντας το Bucks Fizz των ενηλίκων.
Η αλλαγή της στάσης των γονέων απέναντι στον κίνδυνο μπορεί κάλλιστα να είναι ένας παράγοντας. Είναι επίσης πιθανό ότι σκεφτόμαστε διαφορετικά πλέον την “φροντίδα των παιδιών”. Οι έρευνες ζητούν από τους ανθρώπους να καταγράψουν την “κύρια δραστηριότητά” τους κατά τη διάρκεια της ημέρας σε μπλοκ των 10 λεπτών. Ίσως στη δεκαετία του 1970, η φροντίδα των παιδιών ήταν πιο συχνά κάτι που συνέβαινε ενώ παράλληλα κάνατε τις δουλειές του σπιτιού ή κοινωνικοποιείστε, ενώ τώρα μοιάζει περισσότερο με μια δραστηριότητα από μόνη της. Έχει χυθεί πολύ μελάνι για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της στενής γονικής μέριμνας. Ως εργαζόμενη μητέρα, πιστεύω ότι είναι επίσης πιθανό ότι οι γονείς που εργάζονται απλώς τους λείπουν τα παιδιά τους και θέλουν να επικεντρωθούν σε αυτά όταν τους δίνεται η ευκαιρία.
Υπάρχει και μια πιο θεμελιώδης αλλαγή. Παρόλο που πάντα κάναμε πολλά πράγματα ταυτόχρονα σε κάποιο βαθμό, η τεχνολογία καθιστά πλέον δυσκολότερο να μοιράσουμε τον χρόνο μας μεταξύ εργασίας και παιχνιδιού. Όπως έγραψε ο Derek Thompson στο Atlantic, “ο ελεύθερος χρόνος έχει αποκτήσει διαρροή”. Αν βλέπω τηλεόραση ενώ ελέγχω το email της δουλειάς μου στο τηλέφωνό μου, είμαι στον ελεύθερο χρόνο ή στη δουλειά; Τι γίνεται αν βλέπω ένα αστείο βίντεο ενώ κάθομαι στο γραφείο μου; Και καθώς τα όρια διαλύονται, αυτό μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα για τη δουλειά ή χειρότερα για τον ελεύθερο χρόνο;
Για τους εργαζόμενους σε γραφεία, η πανδημία θόλωσε τα όρια περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Αλλά η εργασία από το σπίτι επέτρεψε επίσης στους ανθρώπους να ανακτήσουν τον χρόνο που ξόδευαν για τις μετακινήσεις τους: πολύτιμος χρόνος, τον οποίο πολλοί υπάλληλοι δεν επιθυμούν να παραδώσουν.
Τα συνδικάτα σε κάποιες χώρες ξανάρχισαν τώρα την προσπάθειά τους για μείωση των ωρών εργασίας. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Συνδικαλιστικό Κογκρέσο έχει ζητήσει τετραήμερη εβδομάδα, ενώ στη Γερμανία και στην Αυστρία ορισμένες καινοτόμες συλλογικές συμβάσεις επέτρεψαν στους εργαζόμενους να επιλέξουν μειωμένες ώρες εργασίας έναντι υψηλότερων αμοιβών. Αλλά αυτό που μάθαμε τις τελευταίες δεκαετίες είναι ότι, ακόμη και όταν εργαζόμαστε λιγότερο, δυσκολευόμαστε να ξεκουραστούμε.
Ο κόσμος συχνά σκέφτεται με λύπη ότι ο Τζον Μέιναρντ Κέινς έκανε λάθος το 1930 όταν προέβλεψε τη μετάβαση σε μια εβδομάδα εργασίας 15 ωρών. Αλλά ο οικονομολόγος ήξερε ότι δεν θα ήταν τόσο εύκολο. “Δεν υπάρχει καμία χώρα και κανένας λαός, νομίζω, που να μπορεί να προσβλέπει στην εποχή του ελεύθερου χρόνου και της αφθονίας χωρίς φόβο”, έγραψε. “Γιατί έχουμε εκπαιδευτεί πολύ καιρό να αγωνιζόμαστε και όχι να απολαμβάνουμε”.
Sarah O’Connor
Μετάφραση: Κώστας Ψιούρης
Πηγή: ft