Τελικά, το εικονικό «τείχος της δημοκρατίας», που ανήγειρε η Εφημερίδα των Συντακτών λίγο πριν από την έκδοση της δικαστικής απόφασης για τη Χρυσή Αυγή, με τις συνεντεύξεις όλων των πολιτικών αρχηγών (πλην του Βελόπουλου), αλλά και του Αντώνη Σαμαρά, γκρεμίστηκε μόλις το τριμελές Εφετείο την έκρινε ως εγκληματική οργάνωση. Παρά το γεγονός αυτό, που δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει -αφού η άμυνα της δημοκρατίας δεν οικοδομείται εν μια νυκτί σε δημοσιογραφικά γραφεία- υποστηρίζω ότι η εφημερίδα πραγματοποίησε κάτι πολύ σημαντικό: έστειλε προς όλες τις κατευθύνσεις -άρα και στο δικαστήριο- το μήνυμα ότι αυτή η βίαιη, δολοφονική ναζιστική οργάνωση δεν είναι ανεκτή από το σύνολο των δυνάμεων του πολιτικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που φιλοξενούν άτομα και ομάδες με ακροδεξιές απόψεις, δηλαδή της ΝΔ, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Ταυτόχρονα, δια του αποκλεισμού από τις συνεντεύξεις τού επικεφαλής της Ελληνικής Λύσης, έθετε εκτός δημοκρατικών δυνάμεων την οργανωμένη, μη συμμορίτικη ακροδεξιά.
Ο χαρακτηρισμός από το δικαστήριο της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης ήταν μια στιγμή δικαίωσης για τα θύματά της, για το αντιφασιστικό κίνημα (στο οποίο εξέχουσα θέση έχουν και οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής), αλλά και για εκείνες τις πολιτικές ομάδες και τα κόμματα, που μέλη τους αντιμετώπισαν με αποφασιστικότητα και θάρρος τους ναζιστές στους δρόμους, στις γειτονιές, και στα σχολεία. Μία από αυτές τις δυνάμεις ήταν και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο βασικός ανταγωνιστής της σημερινής κυβερνώσας δεξιάς. Αμέσως, μετά από την έκδοση της ιστορικής απόφασης, προκειμένου να μαλακώσει ο καημός του Βορίδη για την ηγεμονία της Αριστεράς, αλλά κυρίως για να μην πάρει πολύ αέρα η αξιωματική αντιπολίτευση, τα δεξιά ΜΜΕ επανέφεραν με επιθετικό τρόπο τη θεωρία των δύο (αντισυστημικών) άκρων. Όμως, αν αυτή η εξίσωση της ναζιστικής Χρυσής Αυγής με τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν την περίοδο 2010-2015 μια ανορθολογική χυδαιότητα, η επανάληψή της σήμερα με στόχο να πλήξει το απολύτως «κανονικό» από συστημική άποψη κόμμα ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, παραμένοντας χυδαία, είναι ταυτόχρονα και κωμική.
Μπροστά σ’ αυτήν την επίθεση, τα αντανακλαστικά του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν ομολογουμένως άμεσα, αλλά ως συνήθως επιπόλαια και άστοχα, ενδεικτικά της κρίσης στρατηγικής στην οποία βρίσκεται. Το γνωστό, απαράδεκτο, πρωτοσέλιδο της Αυγής ένωσε την κεντροδεξιά με την ακροδεξιά στο εσωτερικό της ΝΔ, ενίσχυσε εκείνους στο ΚΙΝΑΛ που αρνούνται κάθε συμπόρευση με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, και εξόργισε το αντιφασιστικό κίνημα, καθώς και πολλούς αριστερούς διανοούμενους, για τη μικροκομματική οικειοποίηση του συνθήματος «Δεν είναι αθώοι». Μετά από αυτό το αυτογκόλ, που θα έλεγε και ο άλλος, άρχισε ένα γελοίο δικομματικό γαϊτανάκι, με τους μεν να κατηγορούν τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, και τους δε τον Μητσοτάκη και τη ΝΔ, σαν υπεύθυνους για το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής. Πόση διαστρέβλωση της πραγματικότητας και από τις δύο πλευρές! Πόση προσπάθεια να συσκοτιστεί για μικροπολιτικούς λόγους η αλήθεια, ότι η βασική αιτία της μεγάλης ανόδου της, περιθωριακής μέχρι το 2010, ναζιστικής συμμορίας, ήταν η κατάρρευση του παραδοσιακού δικομματικού συστήματος λόγω της καπιταλιστικής κρίσης που «αντιμετωπίστηκε» με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική των μνημονίων, σε συνδυασμό με το τεράστιο προσφυγικό-μεταναστευτικό κύμα.
Η ευρωπαϊκή ακροδεξιά και η ελληνική ιδιαιτερότητα
Υπό μία έννοια, η γιγάντωση της ΧΑ εντάσσεται στη γενικότερη άνοδο των εκλογικών ποσοστών σχεδόν όλων των ευρωπαϊκών ακροδεξιών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη, από το 2008 μέχρι σήμερα, για τους ίδιους λόγους -κρίση, πρόσφυγες και μετανάστες. Παρά τις οριζόντιες εθνικές και τις κάθετες διαρθρωτικές διαφορές τους, τα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη συμπίπτουν στον εθνικισμό, το ρατσισμό, την ξενοφοβία, τον αντιευρωπαϊσμό, και την «αντισυστημική» καταγγελία της διαφθοράς των ελίτ. Εκείνα, όμως, τα σαφώς αντιδημοκρατικά κόμματα που έχουν αυξήσει κατά πολύ τη δύναμή τους, είναι όσα συνήθως αποφεύγουν τις σωματικά βίαιες ενέργειες, ή και τις καταδικάζουν με έναν ήπιο τρόπο, ενώ πασχίζουν και να φιλοτεχνήσουν για τον εαυτό τους την εικόνα ενός ηθικού, πατριωτικού πολιτικού σχηματισμού, αποκηρύσσοντας ταυτόχρονα ή παίρνοντας αποστάσεις από το ενδεχόμενο φασιστικό ή ναζιστικό παρελθόν τους, το οποίο σε κάποιες χώρες (όχι σε όλες) είναι εμπόδιο στη μαζικοποίησή τους. Αυτά τα, πέραν της παραδοσιακής δεξιάς, κόμματα αποκαλούνται από πολλούς πολιτικούς επιστήμονες «δεξιά λαϊκιστικά» (και μοιράζονται, κατ’ αυτούς, κοινά χαρακτηριστικά με τα λεγόμενα «αριστερά λαϊκιστικά» κόμματα, π.χ. τον ΣΥΡΙΖΑ ή τους ΠΟΔΕΜΟΣ).
Στο σημείο αυτό υπάρχει μια ελληνική ιδιομορφία, μια ιδιαιτερότητα που η παράβλεψή της οδηγεί σε πολιτικά λάθη. Κατά τη διάρκεια της όξυνσης της κρίσης, η εκ δεξιών αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, από ένα χρονικό σημείο και μετά, δεν εκφράστηκε κατά κύριο λόγο από ένα «δεξιό λαϊκιστικό» κόμμα (ΛΑΟΣ, ΑΝΕΛ), όπως συνέβη στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά από μια ναζιστική οργάνωση/συμμορία, που στη Γερμανία, ή και αλλού, θα είχε τεθεί εκτός νόμου. Έτσι, ελλείψει ενός δεξιού «αντισυστημικού» ανταγωνιστή, ουδείς μπορεί να αποκλείσει ότι αν δεν υπήρχε ο ΣΥΡΙΖΑ η εκλογική απήχηση της Χρυσής Αυγής θα ήταν πολύ μεγαλύτερη.
Επικίνδυνα μικροπολιτικά παιχνίδια
Όπως ανέφερα ήδη, ο ισχυρισμός των δεξιών, και κάποιων κεντροαριστερών, ότι υπήρχε μια άτυπη, στενή σχέση ΣΥΡΙΖΑ-ΧΑ, εκτός από χυδαίος και συκοφαντικός, είναι και καταγέλαστος. Ανυπόστατη, όμως, είναι και η κατηγορία της Κουμουνδούρου περί στενής σχέσης της ΝΔ ως σύνολο με την ΧΑ. Παρά τις ελπίδες κάποιων ακροδεξιών ή/και ασόβαρων νεοδημοκρατών βουλευτών και στελεχών, μια «σοβαρή Χρυσή Αυγή» -δηλαδή κάτι σαν τον παλιό ΛΑΟΣ ή τη σημερινή Ελληνική Λύση- δεν θα μπορούσε να υπάρξει, λόγω της βίαιης και λούμπεν ιδιοσυστασίας, της παρακρατικής και συμμορίτικης αντίληψης, αλλά και της βαθιάς πίστης στο ναζιστικό ιδεώδες, που είχε η ηγετική ομάδα της ΧΑ. Για να σοβαρευτούμε, λοιπόν, η Νέα Δημοκρατία, αν και έχει ακροδεξιούς στους κόλπους της και ψηφίζεται από πολλούς ακροδεξιούς (δόξα τω Θεώ, υπάρχει μια αρκετά μεγάλη ακροδεξιά δεξαμενή στην Ελλάδα), δεν είναι ένα ακροδεξιό λαϊκιστικό ή νεοφασιστικό κόμμα. Ούτε ο Μητσοτάκης είναι Όρμπαν, ή Μπάμπιτς, ή Σαλβίνι.
Όσο και αν η απόφαση του Εφετείου έβαλε την επίσημη σφραγίδα στο τέλος της μαύρης εγκληματικής συμμορίας, αυτή είχε ήδη ολοκληρώσει τον κύκλο της. Και, είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτός που έσβησε την Χρυσή Αυγή από τον εκλογικό χάρτη ήταν ο Μητσοτάκης, απορροφώντας τη μεγάλη πλειοψηφία των οπαδών της με την εθνικιστική δημαγωγία του και την άτυπη συμπόρευση μαζί της στα συλλαλητήρια για το όνομα της Μακεδονίας. Όμως, αυτή η πολιτικάντικη κίνηση δεν είναι χωρίς συνέπειες, αν λάβουμε υπόψη ότι ο ελληνικός πληθυσμός, με τη βοήθεια της εκκλησίας και των ΜΜΕ, αποτελεί ένα εξαιρετικά εύφορο έδαφος για τις ακροδεξιές ιδέες, που δεν αποκλείεται ή να διαβρώσουν σταδιακά τη ΝΔ, ή να αναζητήσουν την έκφρασή τους σε κάποιο νέο ακροδεξιό σχηματισμό, που θα κυνηγάει, όπως η ΧΑ, πρόσφυγες, μαύρους, μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, και φυσικά αριστερούς, υπό την ανοχή των μολυσμένων από τον χρυσαυγητισμό δυνάμεων καταστολής ή σε συνεργασία μαζί τους. Γι’ αυτό, η προσπάθεια ανάκτησης από τη δεξιά της κυβερνητικής εξουσίας, π.χ. με πλειοδοσία πατριωτισμού στα λεγόμενα εθνικά θέματα, λειτουργεί εκ των πραγμάτων υπέρ της δεξιάς και της ακροδεξιάς, και είναι εξαιρετικά επικίνδυνη.
Χάρης Γολέμης
Πηγή: Η Εποχή