Το 2020 υμνείται παγκοσμίως ως μια από τις χειρότερες χρονιές, τουλάχιστον του αιώνα μας. Ναι, καλά διαβάσατε, πρόκειται για μια κεκαλυμμένη (ωστόσο όχι πάντα) διαδικασία υμνολογίας που αποφέρει κέρδος, αναζωογονεί επιφανειακά ένα υπερεθνικό ρεύμα κοινής μοίρας, συνιστά εντέλει την κυρίαρχη ψυχολογική τροπικότητα της εποχής μας.
Αυτή η «λατρεία του τέλους», αν και δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται στην ιστορία (π.χ. χιλιαστικά κινήματα), ωστόσο ο τρόπος και η ένταση αναπαραγωγής ορισμένων πτυχών της είναι πρωτοφανής, ακόμα και… αστείος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι σελίδες κοινωνικής δικτύωσης στην ουσία υπέρ του μηδενισμού (nihilist memes), που εικονοποιούν τα σύγχρονα προσωπικά, εργασιακά και συλλογικά αδιέξοδα, που είναι εντελώς, και σίγουρα, αξεπέραστα. Πιο οικείο παράδειγμα, και διαχρονικό, η παρουσίαση -η έμφαση στην παρουσίαση- των καταστροφών. H προοικονομία τους, αυτή η καταβρωχθιστική, όσο και κερδοφόρα, λαχτάρα των ΜΜΕ για αίμα, για θάνατο. Σεισμός, πλημμύρα, φωτιά, πόλεμος κ.ο.κ. εργαλειοποιούνται έτσι ώστε να αποβούν κερδοφόρα, υπό τον όρο πως θα παρουσιαστούν θεαματικά.
Ίσως πουθενά αλλού η λατρεία του τέλους δεν αντιστοιχείται εμπειρικά από τις επικείμενες αλλαγές του καιρού, που πλέον, όπως και σε άλλες «πρωτοπόρες» χώρες, έχουν και όνομα. Οι μετεωρολόγοι σήμερα είναι stars με χιλιάδες followers, ο καιρός ως έκτακτη είδηση είναι η πλέον κοινή έκτακτη είδηση, τα μετεωρολογικά sites είναι δεκάδες και με επιμέρους λεπτομερέστατες εξειδικεύσεις. Η αποτυχία έγκυρης πρόβλεψης δεν έχει και τόση σημασία πια. Σημασία έχει να γίνει ντόρος.
Δυο πτυχές αυτού του χρόνιου, παγκόσμιου εθισμού έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Από τη μια μεριά, η απονέκρωση της αντίδρασης των πολιτών εκ της διαρκούς τους έκθεσης στο τέλος, που αενάως έρχεται σε μικρές ή μεγαλύτερες δόσεις. Kαι από την άλλη, η αποποίηση ευθυνών από τη μεριά της κυρίαρχης πολιτικής και οικονομικής τάξης εκ της διαστρεβλωμένης οπτικοποίησης τέτοιων θεμάτων από τα ΜΜΕ.
Ο χρόνιος εθισμός στην καταστροφή
Ο Κρίστοφερ Λας γράφει πως βρίσκουμε πάμπολλα στοιχεία που επιβεβαιώνουν την εντύπωση ότι ο σύγχρονος κόσμος αντιμετωπίζει το μέλλον χωρίς ελπίδα και ενδιαφέρον, (και) επειδή λίγο τον νοιάζει το παρελθόν. Αυτός ο μαρασμός της αίσθησης του ιστορικού χρόνου διαβρώνει οποιοδήποτε έντονο ενδιαφέρον για τους μεταγενέστερους. Ο χρόνος πια βιώνεται με όρους ιστορικής ασυνέχειας, είναι μια διαδικασία ατελεύτητου παρόντος, όπου νόημα έχει ό,τι καθιστά τη στιγμή που μόλις πέρασε ενδιαφέρουσα.
Στο βαθμό που ισχύουν αυτά, βρισκόμαστε ενώπιον πραγματικά κρίσιμων μετασχηματισμών που επηρεάζουν ουσιωδώς, αν και όχι τόσο φανερά, την Πολιτική. Ο χρόνιος εθισμός των πολιτών σε εικόνες/πραγματικότητες καταστροφής για να λειτουργεί, χρειάζεται, πρώτον, να αυξάνεται σε δόσεις και, δεύτερον, να επιτείνει την αίσθηση της αδυνατότητας αλλαγής της κατάστασης. Υπό αυτή τη σκοπιά, όντως το μόνο που πράγματι φαίνεται να έχει ενδιαφέρον είναι το παρόν, το εγώ, το πολύ. Αυτός ο φαύλος κύκλος εθισμού με αύξηση της δοσολογίας, αίσθησης ανημποριάς και σφιχτής ναρκισσιστικής αναδίπλωσης φαντάζει ριζικά αντι-πολιτικός, μη ευνοϊκός για μέριμνες που θέλει να επιτελέσει η αριστερή ριζοσπαστική πολιτική. Αλλιώς: η σύγχρονη εαυτότητα, αντιστοιχισμένη με τις στιβαρές μεταβλητές της μεταμοντέρνας συνθήκης, παράγει ανθρωπολογικούς τύπους ενάντιους στη συλλογική δράση, χαρακτηριστικό που μακροδομικά αλλάζει τα ισοζύγια προόδου και συντήρησης.
Η μοίρα μας, ότι σύντομα θα πεθάνουμε όλοι, ότι ο κορονοϊός είναι ανίκητος, ότι η κλιματική κρίση πολύ σύντομα θα καταστρέψει τον πλανήτη, δημιουργεί την ανάγκη για «πάρτυ όσο προλαβαίνουμε», δηλαδή για ένα στυλ ζωής που αναδεικνύει ως κύρια αξία το «ό,τι αρπάξει ο κώλος μας». Η καταφυγή σε μαγικές ή ανορθολογικές στάσεις ζωής (λ.χ. αρνητές της μάσκας, συνωμοσιολόγοι) είναι εξίσου μέσα στο παιχνίδι.
Έτσι, η πολιτική είναι μια ενασχόληση κάποιων κολλημένων. Μιας και το τέλος του κόσμου έρχεται, ας παραμείνουμε νωχελικοί σε σχέση με αυτό και όχι σε εγρήγορση, με μια πόζα συχνά εστέτ ειρωνείας προς τους ανησυχούντες. Ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία τους οι άνθρωποι βρίσκονται πράγματι προ μιας τεράστιας καταστροφής που προκαλούν οι ίδιοι και παραμένουν σε τέτοιο βαθμό αδρανείς που ουδόλως αντιστοιχεί στην κατάσταση.
Το θέαμα ως πολιτική, η πολιτική ως διαχείριση κρίσης
Η πολιτική στο επίπεδο της κυβέρνησης καθίσταται ολοένα και περισσότερο τέχνη της διαχείρισης των κρίσεων και η συγχώνευση θεάματος και πολιτικής το επικυρώνει. Δηλαδή, αν δεν αντιμετωπιστούν οι ενδημικές κρίσεις με επικοινωνιακή υπεροπλία (δηλαδή, στην εποχή μας με θέαμα, δραματοποίηση), τότε η απόδοση υπαιτιότητας για αυτές θα καταστρέψει πολιτικά αυτούς που κυβερνούν. Οι πολίτες αδυνατούν -μπουκωμένοι με εικόνες διαρκούς «βιβλικής καταστροφής»- να αντιληφθούν πως η κυρίαρχη πολιτική τάξη, σε αγαστή συνεργασία με μερίδες κεφαλαιούχων που κατέχουν τα ΜΜΕ, ευθύνονται για τον αποπροσανατολισμό τους. Εδώ το ψέμα, ανάμεσα σε άλλα, εδράζεται στην αναπαραγωγή «εικόνων που σοκάρουν», δηλαδή στο «τι» και στο «πώς» έγινε το κακό που μας βρήκε και ουδόλως στο «ποιοι έχουν την ευθύνη» και στο «ποιο σχέδιο θα εκπονήσουμε για να μην ξανασυμβεί». Τούτα θα έπλητταν καίρια τους εντολείς της θεαματικής αυτής αναπαραγωγής και ίσως τους ανάγκαζαν σε απόσυρση, κατάσχεση περιουσίας, φυλάκιση.
Λόγου χάρη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του έχει επενδύσει με όρους μονοκαλλιέργειας σχεδόν στην επικοινωνία γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Η κυβερνώσα παράταξη δεν έχει ευθύνες για τον κορονοϊό, δεν έχει ευθύνες για τις Μυκήνες, για την Καρδίτσα κ.ο.κ. Για όλα φταίει κάτι αδύνατον να το αντιμετωπίσουμε, αλλά ακόμα κι αν έτσι είναι, δεν θα εκπονήσουμε σχεδιασμό για να το αντιμετωπίσουμε στο μέλλον. Η παθολογική αγάπη της Δεξιάς για την αύξηση της επικράτειας του εμπορεύματος καθιστά ευπώλητο εμπόρευμα την καταστροφή, εργαλείο αναπαραγωγής της ή έστω αποποίησής των ευθυνών της. Το τέλος και οι προεικονιστικές του παρουσίες στις λογιών λογιών καταστροφές είναι εκ της παρουσίασής τους η βαλβίδα αποσυμπίεσης της κοινωνικής οργής: φυτεύεις θέαμα δια της κοινοτοπίας του Κακού (που μας βρήκε), θερίζεις ησυχία.
Αδιόρατη κουλτούρα εναντίωσης
Αν τα παραπάνω είναι σωστά, τότε το εύλογο συμπέρασμα που μπορεί να εκφράσει κανείς είναι πως λύση δεν υπάρχει, πως θα νικούν πάντα. Ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι ολωσδιόλου λανθασμένο. Θα ήταν απλό να αποφύγει κανείς την απάντηση μιλώντας -και σωστά- για τη ριζική ενδεχομενικότητα της ιστορίας, όμως δεν αρκεί. Συχνά ακόμα κι όσα φαντάζουν ως αδράνεια ή αδιαφορία, είναι η νηνεμία πριν την καταιγίδα, μια σιωπηρή συνήθως δυσαρέσκεια, η μη συναίνεση που απλώνεται σε αντίθεση, σε οργή με το θέαμα που της προσφέρεται. Αδιόρατες για τα ΜΜΕ και τους δημοσιολόγους νοοτροπίες με προοδευτική αξιακή φόρτιση εξοπλίζουν πολλούς με την ψυχική ύλη που χρειάζεται για να αντιτίθενται: αλληλεγγύη, τρυφερότητα ακόμα και οργή. Διάγοντας ζωές αναστοχαστικές, διιστορικές με το πνεύμα ενός σύγχρονου κοινοτισμού δεν αποζητούν την πρέζα του τέλους, αναλαμβάνουν δράση όταν δοθεί η ευκαιρία, ενάντια στον κυρίαρχο ψυχισμό της εποχής.
Βασίλης Ρόγγας
Πηγή: Η Εποχή