Κατά τη διάρκεια της επετείου της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, η ΝΔ, για δεύτερη φορά έπειτα από τη 17η Νοεμβρίου, απαγόρευσε αντισυνταγματικά τις συναθροίσεις σε όλη τη χώρα, απέκλεισε μια ολόκληρη γειτονιά, προέβη σε προσαγωγές και συλλήψεις επωνύμων και ανωνύμων και μπήκε παράνομα σε μια πολυκατοικία στην Τσαμαδού. Είχε προηγηθεί η αλλαγή του νόμου για τις διαδηλώσεις, οι αθρόες προσλήψεις ειδικών φρουρών με ελλιπή εκπαίδευση, η χρηματοδότηση νέων μέσων για την αστυνομία (αυτοκίνητα, μηχανές, δακρυγόνα, εξοπλισμός), η μπούκα σε δεκάδες καταλήψεις σε όλη την Ελλάδα και η δημιουργία σώματος αστυνόμευσης διαδηλώσεων. Έπεται η δημιουργία αστυνομίας πανεπιστημίων και ποιος ξέρει τι άλλο.
Αυτή η ύλη έχει πλαισιωθεί ρητορικά από το κυβερνόν κόμμα απ’ όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Το δόγμα «νόμος και τάξη», η επωδός πως «θα καθαρίσουμε τα Εξάρχεια» και ο «κατάπτυστος νόμος Παρασκευόπουλου που βγάζει τους εγκληματίες από τη φυλακή» προοικονομούσαν τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων.
Καταφανής στρατηγικός σχεδιασμός
Ο τρόπος αστυνόμευσης, όπως μας πληροφορούν σε ένα εμβληματικό τους άρθρο οι Della Porta και Reiter (1998), επηρεάζεται σαφώς από το πολιτικό σύστημα, από τον τρόπο που διαμορφώνεται η πολιτική εξουσία. Υφίστανται πολιτικές ευκαιρίες, δηλαδή, που επωάζουν ένα συγκεκριμένο στυλ αστυνόμευσης, όπως είναι η φύση των δικαστηρίων, τα νομοσχέδια και οι συνταγματικές διατάξεις. Αναλόγως, πτυχές της πολιτικής κουλτούρας, ιδίως εκείνες που έχουν να κάνουν με αντιλήψεις για το κράτος και τα δικαιώματα των πολιτών, παίζουν σημαντικό ρόλο. Ακόμα, η κουλτούρα του συγκεκριμένου σώματος, των αστυνομικών, (κατά πόσο σέβονται τα συνταγματικά δικαιώματα, ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούν τον εξοπλισμό τους κ.ο.κ.) συνιστά μακροπρόθεσμα επιρροή στους τρόπους της καταστολής. Άλλοι παράγοντες που παίζουν ρόλο είναι τα οργανωτικά χαρακτηριστικά της αστυνομίας, η κοινή γνώμη και η αλληλεπίδραση με τους διαδηλωτές. Κρατήστε το αυτό το τελευταίο, θα χρησιμεύσει. Προς ώρας, αν τα ευρήματα των Della Porta και Reiter που αναφέρονται σε αυτήν την παράγραφο τα αντιστοιχίσετε σε όσα γράφτηκαν πριν από αυτήν, τότε καταλαβαίνουμε σε πιο στυλ αστυνόμευσης οδεύουμε.
Η ΝΔ δεν κάνει λάθος, κάνει αυτό υποσχέθηκε. Ήταν προετοιμασμένη ιδεολογικά και πολιτικά, πλαισιώνει θετικά την καταστολή, την τροφοδοτεί με προσωπικό και οπλοστάσιο, ενδυναμώνει το ηθικό του σώματος, τους παρέχει ασυλία και υπερεξουσίες και έχει και τα ΜΜΕ να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη υπέρ όλων αυτών. Η ΝΔ εγκαθιστά ένα νέο καθεστώς αλήθειας σε σχέση με την αστυνόμευση, που όμοιό του κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης δεν έχουμε ξαναδεί, με εργαλεία όχι απλώς βγαλμένα από το μετεμφυλιακό κράτος, αλλά και με εις βάθος επεξεργασίες και καταφανή στρατηγικό σχεδιασμό.
Να ξαναπιάσουμε το νήμα
Αν τα παραπάνω ισχύουν έστω και λίγο, τότε η αντίπαλη πλευρά χρειάζεται να σκεφτεί σε τρία επίπεδα. Πρώτον, πώς από την έκρηξη του Δεκέμβρη του 2008 έως περίπου το 2014 η διαμαρτυρία επανανομιμοποιήθηκε ως τρόπος διεκδίκησης αιτημάτων, μέσα από συχνά δυναμικές κινητοποιήσεις σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Παρόλο που οι τότε δημοσιολογούντες των ΜΜΕ ήταν εξίσου εναντίον των κινημάτων, εντούτοις δεν τα κατάφερναν να κοντύνουν την ηγεμονία των ιδεών εκείνων των δρώντων. Οι ερμηνείες είναι πολλαπλών καταβολών, ωστόσο εκείνο που έχει ουσία να τονιστεί είναι ότι αυτά έγιναν υπό την υπόμνηση πως οι κινητοποιούμενοι αναλάμβαναν το κόστος να συγκρουστούν, να προσπαθήσουν να αλλάξουν τον κόσμο γύρω τους, να περισώσουν ό,τι μπορούν. Και το έκαναν αυτό και επειδή η εξουσία φάνταζε να τρεκλίζει, το παλιό φαινόταν να πεθαίνει.
Δεύτερον, κατά την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που η καταστολή ήταν πολύ λιγότερη ποιοτικά και ποσοτικά, παρά το ότι η ΔΕΛΤΑ διαλύθηκε κ.ο.κ., είναι σαφές πως θεσμικές, στρατηγικές τομές στη δομή και νοοτροπία της αστυνομίας δεν έγιναν. Δεν είναι της ώρας να πούμε το γιατί αυτή τη στιγμή, ωστόσο το γεγονός είναι ότι χάθηκε η πολιτική ευκαιρία, το μομέντουμ να αναδιοργανωθεί το αστυνομικό σώμα με όσο το δυνατόν πιο δημοκρατικό τρόπο. Η κοινωνική αυτή αναμονή, που έρχονταν από την προηγούμενη περίοδο που περιγράψαμε πριν, δεν εκπληρώθηκε. Τούτο δεν απογοήτευσε απλώς τους υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κατέστησε και ασύδοτους τους θύλακες εντός της ελληνικής αστυνομίας που περιμέναν να πάρουν εκδίκηση: «αυτό ζητούσαμε, να λυθούν τα χέρια μας», είχε πει λακωνικότερα ένας συνδικαλιστής της ΕΛΑΣ το 2019.
Τρίτον, και για να αφήσουμε τις εξουσίες, η καταστολή μπορεί να επιφέρει ενδυνάμωση των κινητοποιήσεων, ακόμα κι αν στην αρχή φαίνονται κοστοβόρες. Οι διαδηλωτές μπορούν να φανταστούν καινοτόμους τρόπους διαμαρτυρίας, που κατεβάζουν το κόστος κινητοποίησης για εκείνους και ανεβάζουν το κόστος καταστολής για το κράτος. Μια πρώτη κίνηση ήδη έγινε την 6η Δεκέμβρη και θα συνεχιστεί: στην Πετρούπολη, στο Περιστέρι, στην Κυψέλη κ.ο.κ. διοργανώθηκαν μικροκινητοποιήσεις πέρα από εκεί που φυλούσε η αστυνομία. Η δυσκολία για καινοτομία δεν σημαίνει και αδυνατότητα για αλλαγή του ρεπερτορίου δράσης. Είναι αναγκαίο να σκεφτούμε αυτή την περίοδο πέρα από την αίγλη ή τα στραπάτσα του παρελθόντος και την ανάγκη για συμμαχίες σαν συνδετικό κρίκο με αυτό. Αλλιώς θα μας νικάει ο Χρυσοχοΐδης, κι όσο να πεις είναι ντροπή και η ντροπή (ή/και η οργή) συνιστά πολύτιμο κινηματικό πόρο.
Βασίλης Ρόγγας
Πηγή: Η Εποχή