«Το Πολυτεχνείο δεν ήτανε γιορτή/
Ητανε εξέγερση και πάλη ταξική».
Αυτό το σύνθημα, που ακούγεται παραδοσιακά στις πορείες της επετείου όπως η σημερινή, αποτελεί την απάντηση, σύμφωνα με την ιστορικό Αιμιλία Σαλβάνου, «στη μυθολόγηση της εξέγερσης από την οποία έχουν αφαιρεθεί όλα τα ταξικά χαρακτηριστικά και ο αντικαπιταλιστικός και αντινατοϊκός προσανατολισμός, προκειμένου να παρουσιαστεί ως μια πάνδημη εξεγερσιακή διαδικασία της νεολαίας απέναντι στη δικτατορία». Γιατί όμως συνέβη αυτή η απογύμνωση;
Επειδή «ο ιδρυτικός μύθος της μεταπολίτευσης με την επιστροφή του Καραμανλή από το Παρίσι δεν θα μπορούσε να ήταν συμβατός με τη ριζοσπαστικότητα και το άνοιγμα των αιτημάτων αυτής της πιο συμβολικής στιγμής για την εξέγερση της νεολαίας της ύστερης δεκαετίας του 1960. Αντιθέτως, έπρεπε η στιγμή να εγγραφεί σε μια γενεαλογία αποκατάστασης των δημοκρατικών παραδόσεων του τόπου, θεματοφύλακας της οποίας χρίστηκε η νέα Δεξιά, αναβαπτισμένη μέσα από τον μύθο της καθολικής αντίστασης στη δικτατορία».
Ωστόσο, «και το ίδιο το σύνθημα περί ταξικής πάλης μυθολογεί την εξέγερση, με την προσπάθειά του να την εγγράψει σε ένα μεγάλο αφήγημα που συνολικά εξηγεί την Ιστορία μέσω της πάλης των κοινωνικών τάξεων».
Οι παραπάνω παρατηρήσεις μάς εισάγουν στην έννοια-ομπρέλα της «ιστορικής κουλτούρας» που εξηγεί ότι οι σχέσεις μας με το παρελθόν είναι ρευστές και σε όλες τους τις εκφάνσεις καθορίζονται κοινωνικά και πολιτισμικά, επίσης ότι δομούνται μέσα από ποικίλους διαύλους – από τη μνήμη, τα συναισθήματα, τις πολιτισμικές μας πρακτικές, τα σύμβολα κ.ά. και, κοντά σ’ αυτά αλλά όχι πάνω από αυτά, δομούνται μέσα από την Ιστορία στον δημόσιο χώρο όσο και από την ιστοριογραφία ή την ιστορική εκπαίδευση.
Μαθαίνουμε Ιστορία μέσα από την αλληλεπίδραση όλων αυτών των σχέσεων και από τον τρόπο που συνδιαμορφώνουν η μία την άλλη.
Ετσι, σχεδόν μισόν αιώνα από το γεγονός και παρότι το «Πολυτεχνείο» δεν έχει ενταχθεί στη σχολική ύλη, παρότι η ακαδημαϊκή Ιστορία μόλις πρόσφατα άρχισε να το μελετά σε βάθος, έχει διαμορφωθεί γύρω του μια ιστορική κουλτούρα, η οποία παίρνει υπόψη της και τα πολιτικά διακυβεύματα με τα οποία συνδέεται κάθε επέτειος και εντέλει απαντά σε αγωνίες του παρόντος.
Αυτά πραγματεύεται η Αιμιλία Σαλβάνου (γ. 1972) στην ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη μελέτη της «Πώς μαθαίνουμε Ιστορία χωρίς να τη διδαχθούμε; Ιστορική κουλτούρα, δημόσια Ιστορία, ιστορική εκπαίδευση», το οποίο αναμένεται από τις εκδόσεις «Ασίνη».
Ενα βιβλίο γραμμένο γλαφυρά, με πλήθος αναφορές στην ποπ επικαιρότητα, το οποίο υπερασπίζεται την άποψη ότι η Ιστορία, πέρα από διανοητική πρακτική, είναι και μια κοινωνική πρακτική.
Ενα βιβλίο τολμηρό, αφού αμφισβητεί κάθε βεβαιότητα, αφού αναγνωρίζει ότι και οι εναλλακτικές σχέσεις με το παρελθόν συνδιαμορφώνουν την ιστορική συνείδηση, αφού ξαναβάζει στο τραπέζι την αναγκαιότητα μιας άμεσης αλλαγής παραδείγματος στην ιστορική εκπαίδευση.
Το βιβλίο ανοίγει με μια εκτενή όσο και συναρπαστική ανάλυση της σειράς «Game of Thrones», που παρουσιάζεται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς το παρελθόν γίνεται επιδραστικό στο παρόν και «πλάθει τις εικόνες μέσα από τις οποίες σκεφτόμαστε, φτιάχνει ιστορικές αναλογίες, μπλέκεται με τους κώδικες αξιών μας».
Σε άλλο σημείο, εξετάζοντας τα ψηφιακά παιχνίδια, η συγγραφέας θα σημειώσει ότι η διττή σχέση του παίκτη με το παρελθόν, σχέση βιωματική αλλά και από θέση εξουσίας, «καθορίζει σημαντικά τον τρόπο που διαμορφώνεται η ιστορική συνείδηση». Παρακάτω, θα μιλήσει για την Ιστορία ως ακαδημαϊκό αντικείμενο και ως δημόσια πρακτική, θα εστιάσει στη μνήμη ως τραύμα και ως ελπίδα, στη νοσταλγία και στην πολιτισμική κληρονομιά.
Φυσικά, καθώς η ίδια δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (2017-2018) και στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (2014-2021), καθώς υπήρξε μαθήτρια του Αντώνη Λιάκου -ο οποίος εισήγαγε την έννοια της «ιστορικής κουλτούρας» στην Ελλάδα πριν από μια 20ετία- η Σαλβάνου θα μιλήσει και για την Ιστορία στην εκπαίδευση. Στο τέλος θα σταθεί στην Ιστορία της «ιστορικής κουλτούρας» (από τη Γερμανία του ’70) και στη δυναμική της.
Η συγγραφέας γνωρίζει ότι στην Ελλάδα η κυρίαρχη άποψη είναι ότι η μόνη έγκυρη Ιστορία είναι η ακαδημαϊκή Ιστορία. Ομως θεωρεί ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχει γίνει «μια τέτοια κοσμογονία έξω από τα ακαδημαϊκά περιβάλλοντα σε σχέση με το πώς παράγονται οι γνώσεις μας για το παρελθόν, που δεν μπορούμε να την παραβλέψουμε».
Παράλληλα, είναι φανερό ότι το σχήμα του ιστορικού Φίλιππου Ηλιού για τις «χρήσεις» και «καταχρήσεις» της Ιστορίας δεν μπορεί πια να καλύψει την πολλαπλότητα των τρόπων μέσα από τους οποίους το παρελθόν μπορεί πλέον να εμπλακεί στο παρόν. Ετσι, η Σαλβάνου επιστρατεύει την έννοια της «ιστορικής κουλτούρας» στη διευρυμένη εκδοχή της, προκειμένου να διαβάσει «τις ρευστές, απρόβλεπτες και συχνά αμφιλεγόμενες σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος».
«Υπάρχει ένας κίνδυνος για εμάς τους ιστορικούς», σχολιάζει στην «Εφ.Συν.». «Χρειάζεται εγρήγορση για να μην υποκύψουμε στο φολκλόρ αυτής της υπόθεσης, να μη μας καταπιούν οι ανεκδοτολογικές λεπτομέρειες ή οι τετριμμένες πλευρές σε αυτή την κοσμογονία του δημόσιου ενδιαφέροντος για το παρελθόν. Να μην παραλείπουμε να θέτουμε τα σημαντικά ερωτήματα. Δεν πρέπει ο δημόσιος λόγος των ιστορικών για την Ιστορία να απομειωθεί στο όνομα του δημόσιου ενδιαφέροντος για το παρελθόν. Οι ιστορικοί έχουμε έναν ρόλο: να αναδείξουμε τη σχέση μας με το παρελθόν.
Σήμερα λ.χ. με αφορμή τα αγάλματα της Συνομοσπονδίας στις ΗΠΑ και της αποικιοκρατίας στην Ευρώπη, γίνεται συζήτηση για τα αγάλματα στον δημόσιο χώρο. Η μια άποψη προτάσσει τον σεβασμό της τέχνης και η άλλη αντιμετωπίζει τα αγάλματα ως σύμβολα καταπίεσης. Πώς στέκεται ο ιστορικός απέναντι στο ζήτημα αυτό; Ενας τρόπος θα ήταν να μιλήσει για τη σχέση παρελθόντος, δημόσιας μνήμης και εξουσίας. Ο δημόσιος λόγος για το παρελθόν δεν είναι παρά η εκδοχή του παρελθόντος με την οποία επιλέγουμε να ταυτιστούμε. Συνεπώς έχει ιστορικότητα, όπως έχουν και τα νοήματα που αποδίδονται στις υλικές του αποτυπώσεις.»
«Ξέρω Ιστορία σημαίνει βάζω τα μεγάλα ερωτήματα»
«Το ζήτημα δεν είναι να φορτώσουμε τα παιδιά με “περισσότερη Ιστορία”» γράφει η Σαλβάνου, αλλά «να τα μάθουμε να σκέφτονται διαφορετικά πάνω στο παρελθόν, τόσο σχετικά με το αρχικό πλαίσιο των γεγονότων όσο και με τις δεύτερες και τρίτες ζωές τους».
Και συμπληρώνει για την «Εφ.Συν.»: «Από τη στιγμή που οι 17άρηδες έχουν δικαίωμα ψήφου, χρειάζεται να έχουν τα εργαλεία για να μπορούν να αναμετρηθούν με τη μνήμη που υπάρχει στον δημόσιο χώρο και να καταλάβουν την ιστορικότητα του παρόντος, αλλά και τη συμβολική γλώσσα της πολιτικής. Αυτό είναι ευθύνη της σχολικής εκπαίδευσης. Δεν αρκεί να αναπαράγει την εθνική ταυτότητα, όπως λέει η υπουργός Παιδείας. Θα πρέπει οι μαθητές να καταλαβαίνουν και ότι οι ταυτότητες είναι σε συνεχή αναδιαπραγμάτευση, να βλέπουν την αρχιτεκτονική τους. Ηταν χαρακτηριστικό λ.χ. ότι οι πολιτικές της μνήμης για τα 450 χρόνια από τη ναυμαχία της Ναυπάκτου που γιορτάστηκαν φέτος έφεραν στο προσκήνιο τη σύγκρουση χριστιανισμού και ισλάμ, όταν την ίδια στιγμή εφαρμόζονται αντιπροσφυγικές πολιτικές».
Πότε λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι ξέρουμε Ιστορία; «Δεν αρκεί να ελέγχουμε τις πηγές», εξηγεί η Σαλβάνου. «Ξέρω Ιστορία, δεν σημαίνει μόνο ότι γνωρίζω τα πραγματολογικά στοιχεία ή ότι ξέρω να αξιολογώ μια πληροφορία και πώς αυτή εντάσσεται στα συμφραζόμενα και στον ιστορικό της χρόνο. Σημαίνει και αυτά, αλλά και το ότι έχω μάθει να αναδεικνύω τα μεγάλα ερωτήματα που έχουν σημασία στο εκάστοτε παρόν. Ξέρω Ιστορία, σημαίνει ότι έχω μάθει να διαβάζω τα κομμένα νήματα, να διαβάζω τον διάλογο μεταξύ της μνήμης και των “σκληρών δεδομένων” και ότι ξέρω να ανιχνεύω τη νοηματοδότηση του παρελθόντος και τον ρόλο της στο παρόν. Είναι ακριβώς το θέμα αυτού του βιβλίου».
Τους λόγους για τους οποίους η επέτειος λαμβάνει υπόψη της κάθε φορά τα πολιτικά διακυβεύματα, απαντώντας και σε αγωνίες του παρόντος, διερευνά στην υπό έκδοση μελέτη της «Πώς μαθαίνουμε Ιστορία χωρίς να τη διδαχθούμε;» (Ασίνη) η ιστορικός Αιμιλία Σαλβάνου, ξεκινώντας την αφήγησή της με ανάλυση της σειράς «Game of Thrones», που παρουσιάζεται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς το παρελθόν γίνεται επιδραστικό στο παρόν.
Μικέλα Χαρτουλάρη
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών