Macro

Η ιστορία ενός επαναστάτη

Χρύσα Τζιαφέτα «Padre Camilo – Η σκέψη και η δράση του Καμίλο Τόρες», εκδόσεις Red ’n’ Noir, 2022
 
 
Ο Καμίλο Τόρες υπήρξε μορφή που σημάδεψε την ιστορία του επαναστατικού κινήματος στη Λατινική Αμερική. Η κοινωνική του εμβέλεια, όσο ζούσε αλλά και μετά τον θάνατό του, τον έχει τοποθετήσει στις κορυφαίες προσωπικότητες της Αριστεράς – για πολλούς ανθρώπους στην Κολομβία και στη Λατινική Αμερική είναι ο «Κολομβιανός Τσε».
 
 
Ο Τόρες γεννήθηκε το 1929. Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, γράφεται στη Νομική Σχολή στην Μπογκοτά, επηρεασμένος όμως από τις αρχές του «κοινωνικού καθολικισμού» αποφασίζει να μεταπηδήσει στην Ιερατική Σχολή. Το 1954 αρχίζει να σπουδάζει πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβέν, στο Βέλγιο, όπου έρχεται σε επαφή με πολύ ριζοσπαστικές απόψεις στο πλαίσιο του χριστιανισμού (από τον διάλογο ανάμεσα σε χριστιανούς και μαρξιστές μέχρι την αποποινικοποίηση των εκτρώσεων) ενώ, ταξιδεύοντας στο Παρίσι, «μέσα από τις επαφές του με μια ομάδα Αλγερινών αντιστασιακών, γνώρισε τις αντιαποικιοκρατικές ιδέες του Φραντς Φανόν».
 
Ο Καμίλο επιστρέφει στην Κολομβία την εποχή που η Κουβανική Επανάσταση συγκλονίζει όλη την ήπειρο και όλο τον κόσμο. Αρχίζει να διδάσκει στο πανεπιστήμιο, όπου «στους χριστιανούς φοιτητές παρουσίαζε έναν χριστιανισμό που συνέπιπτε με τις ιδέες του Τσε Γκεβάρα, ενώ στους κομμουνιστές τόνιζε την ανάγκη να μην εγκαταλείψουν τον χριστιανισμό σαν να ήταν ασυμβίβαστος με την επανάσταση». Αρχίζει να έχει προβλήματα με την επίσημη Εκκλησία και την εκκλησιαστική ιεραρχία, τελικά απομακρύνεται από το πανεπιστήμιο, ενώ ταυτόχρονα γίνεται όλο και πιο γνωστός για τους αγώνες του για τους φτωχούς. Ασκεί μια δημόσια πολιτική στραμμένη στις κοινότητες βάσης και την αυτοοργάνωσή τους. Η σφαγή των αγροτών από τον στρατό στη Μαρκετάλια, το 1964, δείχνει στον Καμίλο τα όρια του συγκεκριμένου τρόπου με τον οποίο δρούσε μέχρι τότε, ριζοσπαστικοποιώντας τη σκέψη του. Αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στην ίδρυση του Ενιαίου Μετώπου του Κολομβιανού Λαού, τον Οκτώβριο του 1964, ενώ προσεγγίζει όλο και περισσότερο τις απόψεις τού ELN (Στρατού Εθνικής Απελευθέρωσης, οργάνωσης με έντονες γκεβαρικές αναφορές).
 
 
Ο Τόρες και η Θεολογία της Απελευθέρωσης
 
 
Ο Καμίλο είχε πια μετατραπεί σε μείζονα προσωπικότητα της πολιτικής ζωής της Κολομβίας, στις ομιλίες του μαζεύονταν εκατοντάδες άνθρωποι να τον ακούσουν. Κάποια στιγμή θα συναντήσει και τον Γουστάβο Γκουτιέρες, που μερικά χρόνια αργότερα, το 1971, θα εκδώσει το ιδρυτικό κείμενο της Θεολογίας της Απελευθέρωσης (στα ελληνικά σε μτφ. Κων/νου Παλαιολόγου, εκδ. Άρτος Ζωής), όπου διαβάζουμε, όσον αφορά για παράδειγμα την «αγάπη προς τον πλησίον»: «Ο πλησίον δεν είναι μόνο ο κάθε άνθρωπος μόνος του. Είναι το άτομο ενταγμένο στις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτισμικές και φυλετικές συντεταγμένες του. Είναι επίσης η κοινωνική τάξη που έχει πέσει θύμα εκμετάλλευσης, ο λαός που ζει υπό κατοχή, η φυλή που έχει τεθεί στο περιθώριο».
 
Όπως γράφει ο Philip Berryman στο βιβλίο του Teología de la Liberación, ο Τόρες «προείπε με τρόπο διαισθητικό μεγάλο μέρος αυτών που θα αποτελούσαν τη θεολογία της απελευθέρωσης». Για τον Καμίλο, γράφει η Τζιαφέτα, η επανάσταση είναι ένα «καθήκον που απορρέει από τη χριστιανική πίστη»: «για τους χριστιανούς είναι θανάσιμο αμάρτημα η αποχή από την επανάσταση», έλεγε ο Καμίλο, προσθέτοντας μεταξύ άλλων ότι «η επανάσταση είναι θεμελιωδώς η αλλαγή της δομής της ιδιοκτησίας». Σε κάθε περίπτωση, είναι ίσως δύσκολο να αντιληφθεί κανείς σε όλη τους τη διάσταση και το βάθος τα πολιτικοκοινωνικά κινήματα της Λατινικής Αμερικής αν δεν συνυπολογίσει τον, περίπλοκο ίσως, παράγοντα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, τόσο ιστορικά όσο και στο παρόν (με πολλά χαρακτηριστικά παραδείγματα, όπως π.χ. το Κίνημα των Χωρίς Γη, το MST, στη Βραζιλία).
 
Ο Καμίλο δέχεται απειλές και υφίσταται επιθέσεις, ενώ οι αρχές τον βλέπουν ως ηγέτη μιας μαρξιστικής και καστρικής συνωμοσίας στην Κολομβία. Η επίσημη Εκκλησία τον καταδικάζει δημόσια και τον εξωθεί να παραιτηθεί από το ιερατικό σχήμα. Ο Καμίλο αρχίζει να μιλάει για ένοπλη δράση, στα χνάρια της Κουβανικής Επανάστασης. Κατ’ αυτόν, η ένοπλη βία είναι η ύστατη, αλλά αναπόφευκτη, καταφυγή, όταν στην επανάσταση οι άρχουσες τάξεις «προβάλλουν βίαιη αντίσταση». Και μάλιστα, υποστηρίζει, αυτό είναι σε πλήρη αρμονία με τα διδάγματα του χριστιανισμού.
 
Όταν οι αρχές βρίσκουν στοιχεία που αποδεικνύουν τη σχέση του με την ηγεσία του ELN, και καθώς πλέον η ζωή του απειλείται άμεσα, ο Καμίλο φεύγει από την Μπογκοτά και εντάσσεται κανονικά στις δυνάμεις του αντάρτικου. Ήταν Οκτώβριος του 1965. Το ανακοινώνει ο ίδιος με διάγγελμα στον λαό της Κολομβίας. Αρχίζει να εκπαιδεύεται και να συμμετέχει στη ζωή του αντάρτικου. Τον Φεβρουάριο του 1966 παίρνει μέρος στην πρώτη μάχη του, στο Πάτιο Σεμέντο. Στις 15 Φεβρουαρίου πέφτει νεκρός από σφαίρα. Ήταν 37 ετών.
 
Όπως υπενθυμίζει η συγγραφέας, «πενήντα πέντε χρόνια αργότερα, το τι απέγινε το πτώμα του Καμίλο Τόρες αποτελεί κρατικό μυστικό». Το αρχείο του και τα προσωπικά του αντικείμενα τα μετέφερε η μητέρα του στην Κούβα.
 
 
«Να διδάσκεις με το παράδειγμα»
 
 
Ο Καμίλο μοιάζει να αφουγκράζεται και να συνομιλεί με τα περίφημα λόγια του Μαρξ, το 1844, για τη θρησκεία, αυτόν τον αναστεναγμό του καταπιεσμένου, αυτή την καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, επαναδιαπραγματευόμενος την πασίγνωστη φράση που κλείνει το απόσπασμα: «ο μαρξισμός πρέπει να εξελιχθεί στη θεωρία του, αν αποδειχτεί στην πράξη ότι η θρησκεία δεν είναι το όπιο του λαού», έγραφε.
 
Τα χρόνια εκείνα η Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος, το περίφημο «Βατικανό ΙΙ», σηματοδοτούσε ριζικές τομές στο πλαίσιο της χριστιανικής κοινότητας, καθώς, πάνω απ’ όλα, σύμφωνα με τον Berryman, «οδήγησε τους καθολικούς της Λατινικής Αμερικής να υιοθετήσουν μια ματιά πολύ πιο κριτική για την ίδια τους την κοινωνία». Από τις αρχές του 20ού αιώνα, που ο Περουβιανός επαναστάτης Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι συζητούσε πιο βαθιά το ζήτημα της θρησκείας στη Λατινική Αμερική (βλ., π.χ., Εφτά δοκίμια για την ερμηνεία της περουβιανής πραγματικότητας, μτφ. Ρήγας Καππάτος, εκδ. Άγρα), μέχρι τα χρόνια μας (βλ., π.χ., πρόσφατα άρθρα του Μικαέλ Λεβί στην Εποχή) η συζήτηση για τη σχέση των χριστιανών και του χριστιανισμού με τον μαρξισμό και την Αριστερά, ιδιαίτερα σε τόπους με παράδοση όπως της Λατινικής Αμερικής, είναι ένα κεφάλαιο ακόμα ανοιχτό.
 
Η Χρύσα Τζιαφέτα γράφει ένα βιβλίο που διαβάζεται σαν συναρπαστικό μυθιστόρημα και έρχεται να καλύψει με ολοκληρωμένο και πολυεπίπεδο τρόπο ένα σημαντικό κενό στην ελληνική βιβλιογραφία, καθώς ιχνηλατεί τη ζωή αλλά και την πολιτική σκέψη και δράση του Καμίλο, εντάσσοντάς τες όμως σε ένα πολύ πλήρες πανόραμα της κατάστασης στην Κολομβία εκείνα τα χρόνια: τη «συντηρητική ηγεμονία», τις αποτυχημένες προσπάθειες αγροτικής μεταρρύθμισης, τη δολοφονία του υποψήφιου των Φιλελευθέρων Χόρχε Γαϊτάν και το λαϊκό ξέσπασμα («Μπογκοτάσο») με τις χιλιάδες των νεκρών, τη συστηματική και οργανωμένη κρατική βία και την εποχή της «Λα Βιολένσια», τον εξοβελισμό στην παρανομία των κομμουνιστών, την «Περιορισμένη Δημοκρατία» κ.λπ.
 
Ένα βιβλίο, με άλλα λόγια, που προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα ενός επαναστάτη, ο οποίος έδωσε μια άλλη οπτική στην έννοια της επανάστασης στη Λατινική Αμερική εκείνων των χρόνων, και που έζησε και πέθανε διακηρύσσοντας πάντα πως «ο καλύτερος τρόπος για να διδάξεις είναι με το παράδειγμα».
 
Κώστας Αθανασίου