Η κ. Μιράντα Ξαφά, σε πολύ πρόσφατη δήλωσή της, ανέφερε ότι έφριξε όταν είδε τα θέματα στην εξέταση του μαθήματος της Κοινωνιολογίας στις Πανελλαδικές εξετάσεις. Στις απαντήσεις μέτρησε 42 αναφορές στον Μαρξ, έναντι μόνο 2 στον Άνταμ Σμιθ. Συντριπτικό σκορ. Ο Μαρξ νίκησε τον Άνταμ Σμιθ, ο οποίος και ετράπη εις φυγήν άτακτον και επονείδιστον.
Αυτό ανέτως το λέμε και «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς», δεδομένου ότι, κατά την κ. Ξαφά, η οποία στη δήλωσή της επικαλείται τον κ. Άδωνι Γεωργιάδη και τη δική του δήλωση, ότι το μάθημα της Κοινωνιολογίας κάνει τα παιδιά αριστερά, ο Μαρξ ήταν αριστερός, ενώ ο Άνταμ Σμιθ δεξιός, ή, για να μην υπερβάλλουμε, φιλελεύθερος. Αλλιώς πώς καταφέρνει ο Μαρξ και, μέσω της Κοινωνιολογίας, κάνει τα παιδιά μας αριστερά;
Ο Άνταμ Σμιθ, στον «Πλούτο των Εθνών» (1776), αναφέρει ότι υπάρχουν τρεις τάξεις στις οργανωμένες κοινωνίες. Είναι η τάξη όσων ζουν από γαιοπροσόδους, η τάξη των μισθοσυντήρητων εργαζομένων και η τάξη των εμπόρων, αυτών δηλαδή που αποσκοπούν μόνο στο κέρδος τους. Η πρώτη τάξη είναι συνδεδεμένη με το γενικό συμφέρον. Η δεύτερη το ίδιο.
Η τρίτη, όμως, που αποτελείται και από τους οξυνούστερους ανθρώπους, λόγω της ενασχόλησής τους με τις εμπορικές συναλλαγές, είναι η τάξη εκείνων που εξαντλούν την ευρηματικότητά τους στο να εξευρίσκουν τα πρόσφορα, τελεσφόρα μέσα για την ικανοποίηση των ιδιαίτερων συμφερόντων τους. Άλλως πως, ενδιαφέρονται μόνο για την πάρτη τους. Τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους αντίκεινται στο δημόσιο συμφέρον.
Γι’ αυτό ο Άνταμ Σμιθ θεωρούσε ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι πολύ επιφυλακτική απέναντι στις προτάσεις τους, διότι αυτές διαμορφώνονται με γνώμονα το δικό τους συμφέρον, όχι το δημόσιο συμφέρον, ενώ η ευθύνη της κυβέρνησης έγκειται στο να συντονίζει αυτές τις τρεις τάξεις προς την υπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Το ζητούμενο γι’ αυτή την τάξη είναι η επέκταση του πεδίου της αγοράς, αλλά και ο περιορισμός του ανταγωνισμού.
Ο Άνταμ Σμιθ εξελάμβανε τη διεύρυνση της αγοράς ως κίνηση σύμφωνη προς το δημόσιο συμφέρον. Τον περιορισμό του ανταγωνισμού, όμως, τον θεωρούσε παρέκβαση από την υπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, διότι ο περιορισμός αυτός θα επέτρεπε στα μέλη αυτής της τάξης να επιζητήσουν υπέρμετρα κέρδη, δηλαδή οι έμποροι να κερδίζουν εις βάρος των υπολοίπων.
Για τον Άνταμ Σμιθ η πρακτική αυτής της τάξης είναι πάντοτε διαφορετική από ό,τι επιτάσσει το δημόσιο συμφέρον, εφόσον πάντοτε αποσκοπεί στο να ανέβουν οι τιμές. Η συνεργατική δράση των μελών αυτής της τάξης αποσκοπεί στο να παρακάμψουν το δημόσιο συμφέρον και στο να μειώσουν τους μισθούς. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Σμιθ αναφέρει πως, εάν έκαναν το ίδιο και οι εργάτες, εάν δηλαδή συνεργάζονταν για να αρνηθούν το χαμηλό όριο του κόστους της εργασίας, θα αντιμετώπιζαν έννομες συνέπειες. Ο δικαιικός κολασμός μιας τέτοιας συνεργασίας των εργατών θα ήταν ο ασφαλέστερος τρόπος, ώστε αυτή να μην γίνει ποτέ.
Δύο μέτρα και δύο σταθμά
Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι η εξουσία έχει δυο μέτρα και δυο σταθμά ως προς την αντιμετώπιση εργατών και εργοδοτών. Αυτή είναι, αδρομερώς περιγεγραμμένη, η προβληματική του Άνταμ Σμιθ, του οποίου ο φιλελευθερισμός δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον νεοφιλελεύθερο φονταμενταλισμό της αγοράς. Αυτός ο φονταμενταλισμός, που, σε ό,τι αφορά τη σχέση του με την πολιτική δημοκρατία, αποδεικνύεται πολύ κοντινός στο πώς ήταν η αγορά τον 19ο αι., άρα θεωρεί τη δημοκρατία εμπόδιο, προκρίνει την ευέλικτη εργασία ως την αποτελεσματικότερη μορφή εργασίας.
Συνεπώς προκρίνει, αντί νέων θέσεων εργασίας, να υπάρχουν προσωρινές, ελάχιστα αμειβόμενες εργασίες, δηλαδή υποαπασχόληση. Η ευέλικτη εργασία έγκειται στην ευελιξία του εργοδότη ως προς το να απολύει με ευχέρεια εργαζόμενους. Η θεσμική καθιέρωση του μοντέλου της ευέλικτης εργασίας, όμως, προβλέπει και την ακαμψία ως προς την άρνηση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που, συνταγματικώς, ανήκουν στη σφαίρα της συλλογικής αυτονομίας, είναι εκδήλωση αυτής της ιδεολογικής, αλλά και πολύ κερδοφόρας, ακαμψίας. Είναι η ίδια ακαμψία που οδηγεί στον περιορισμό του πολιτικού φιλελευθερισμού επ’ ωφελεία του οικονομικού φιλελευθερισμού. Γι’ αυτό ο νεοφιλελευθερισμός είναι τόσο συμβατός με την ολοκληρωτικού τύπου άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας.
Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογική ακαμψία συλλαμβάνει τις κοινωνικές σχέσεις ως εμπορευματικές σχέσεις. Αυτό συνεπάγεται το να παραβλέπει μία σημαντική δέσμη υπαρκτών αναγκών. Οι συγκεκριμένες ανάγκες είναι οι ανάγκες των φτωχών.
Νέα μορφή ρατσισμού
Σήμερα, πλέον, λόγω της εντεινόμενης κλιματικής κρίσης, είναι και ανάγκες που αφορούν τον πλανήτη, δηλαδή την ίδια τη φύση. Η αγορά αδιαφορεί και για τις δύο αυτές ανάγκες, όχι, βέβαια, επειδή η αγορά είναι εξ ορισμού κάτι κακό, αλλά, επειδή στη φονταμενταλιστική εννόησή της, λησμονεί το τι οφείλει στη δημοκρατία. Χωρίς τις ρυθμιστικές αρχές της δημοκρατίας, η αγορά θα κατέρρεε λόγω των αυτοματισμών της. Ο νεοφιλελεύθερος φονταμενταλισμός αδιαφορεί για το ότι όσοι έχουν χαμηλή αγοραστική δύναμη αδυνατούν να εξασφαλίσουν αναγκαία για τη ζωή τους αγαθά και υπηρεσίες.
Η πρόσφατη πανδημία το ανέδειξε εκ νέου αυτό και, εάν δεν ληφθούν μέτρα προστασίας των δημοσίων αγαθών και ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους, θα το αναδείξει και με πιο επώδυνο τρόπο. Να, όμως, που και αυτός ο πόνος τη φτώχεια θα πλήξει περισσότερο. Ο νεοφιλελεύθερος φονταμενταλισμός αδιαφορεί για τους φτωχούς. Αυτή είναι η νέα μορφή ρατσισμού. Αδιαφορεί, όμως, και γι’ αυτό που ο ίδιος παράγει, δηλαδή πολύ υψηλή ανεργία, ανάγκες τις οποίες δεν μπορούν να καλύψουν οι οικονομικώς αδύναμοι και έναν πλανήτη που αργοπεθαίνει χάριν του μεγαλύτερου κέρδους.
Ο νεοφιλελεύθερος φονταμενταλισμός, που φιλοτέχνησε και προέβαλλε τον ιδεότυπο του «ορθολογικού» ανθρώπου ως του εγωιστή θηρευτή του ατομικού κέρδους και συμφέροντος, αδυνατεί να κατανοήσει τον δικό του ανορθολογισμό. Ποια σχέση έχει ο Άνταμ Σμιθ με όλα αυτά;
Η κ. Ξαφά έκανε μια δημόσια δήλωση, δηλαδή είπε τη γνώμη της. Ως εκ τούτου, ουδείς δικαιούται να την ψέξει γι’ αυτό. Δικαιούται όμως να απορεί ως προς το τι θα απαντούσε στο παραπάνω ερώτημα. Πιθανότατα η απάντηση να εξαντλείται στο ότι η Αριστερά, μέσω του Μαρξ, και ο Μαρξ, μέσω της Κοινωνιολογίας, κάνουν τα παιδιά μας αριστερά. Έτσι, μάλλον, θα είναι, αλλιώς γιατί να υπάρχουν μόνο δύο αναφορές στον Άνταμ Σμιθ. Βεβαίως, η κ. Ξαφά δικαιούται να έχει και να εκφέρει γνώμη και για τον Άνταμ Σμιθ. Είναι δημόσιο πρόσωπο, άλλωστε.
Άμεσα εκτελεστέα
Ας δούμε και κάποιον άλλον, που ήταν δημόσιο πρόσωπο, αλλά σε άλλη μορφή δημοσιότητας. Ο καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Μανόλης Αγγελίδης, που πέθανε τον Οκτώβριο του 2018 -ένας άνθρωπος που τίμησε την πανεπιστημιακή διδασκαλία, τίμησε τα αμφιθέατρα στα οποία δίδαξε-, υπήρξε, μεταξύ άλλων, και εγκρατέστατος γνώστης και μελετητής του κλασικού φιλελευθερισμού. Ως εκ τούτου, και σε εκείνον θα έπεφτε λόγος για τον Άνταμ Σμιθ, σε σχέση και με τον Μαρξ.
Επιστρέφουμε, τώρα, στο παραπάνω ερώτημα: Ποια σχέση έχει ο Άνταμ Σμιθ με τον νεοφιλελεύθερο φονταμενταλισμό; Μπορεί κανείς να επιλέξει ποιος θα του απαντήσει, άρα και τι απάντηση θα πάρει. Το ζήτημα είναι ότι, ανάμεσα στους ηχηρούς κήρυκες του νεοφιλελεύθερου φονταμενταλισμού και στον Αγγελίδη, η απόφαση για το ποιον θα επιλέξει κάποιος είναι πολύ εύκολη και, βεβαίως, άμεσα εκτελεστέα.
Στέφανος Δημητρίου
Πηγή: Η Αυγή