«Πιστεύω πως η πρώτη ελευθερία μας δεν είναι η μοναξιά μας,/ αλλά η συντροφικότητά μας∙ όσο για τ’ άλλα, / πάντα θα υπάρχει καιρός και για κείνα, μα από κει και πέρα. / Γι’ αυτή τη γέφυρα ήθελα να σας μιλήσω».
Γιάννης Ρίτσος
Είναι οι τελευταίοι στίχοι από το ποίημα «Η γέφυρα» (ακολουθεί βέβαια ένας τύπος επίλογου εντός παρενθέσεως, όπως το συνήθιζε ο Γιάννης Ρίτσος στα μεγάλα μονολογικά του ποιήματα), που κυκλοφόρησε το 1960 και είναι γραμμένο τον Ιούνιο του 1959. Γραμμένο δηλαδή σε μια εποχή αγριότητας για την Αριστερά και τους ανθρώπους της. Σε μια εποχή πολιτικού και κοινωνικού κανιβαλισμού, όπου ο κατ΄οίκον περιορισμός το λιγότερο που μπορούσε να σημαίνει ήταν η παρανομία. Η ανύπαρκτη ζωή, όπως έλεγε και η θεία Φαιναρέτη. Κι από κοντά ο περιορισμός της φυλάκισης (πολλές φορές περιμένοντας «την φοβερή ομοβροντία τα χαράματα»), ο περιορισμός της εξορίας, ο εξοβελισμός από τη δουλειά, τη μάθηση, την ίδια την απλή κοινωνικότητα. Κι όμως. Ο Γιάννης Ρίτσος μιλάει για τη «Γέφυρα» που μας ενώνει με τους άλλους. Δεν κλείνεται. Πηγαίνει. Και φτάνει στις μέρες μας και ακόμη πηγαίνει. Στον μόνο δρόμο που αξίζει να βαδίσουμε.
Διαβάστε τη «Γέφυρα» σε τούτες τις μέρες του αναγκαστικού περιορισμού. Διαβάστε την τώρα που γύρω μας δεν οργιάζει μονάχα ο θάνατος. Οργιάζει και η εντατική εργασία της νεκροπολιτικής προς όφελος του κέρδους. Διαβάζεις και κινδυνεύεις από ιδρυματισμό κατ’ οίκον, επειδή έξω κυκλοφορούν ανεμπόδιστοι οι κανίβαλοι της καταστροφής των ανθρώπων. Οι δρόμοι είναι ανοιχτοί για να καταστρέψουν με ταχύτητα την εργασία, την υγεία, τα στοιχειώδη συστατικά των κοινωνιών. Οι δρόμοι είναι ανοιχτοί για να καταστρέψουν τις λέξεις, τις έννοιες, τις διαβαθμίσεις, τις ιεραρχήσεις, την ίδια την αλήθεια της ύπαρξης.
Είναι λοιπόν αδήριτη ανάγκη να σκεφτούμε. Να σκεφτούμε ξανά. Από την αρχή. Να φανταστούμε την ίδια μας τη σκέψη και την πράξη. Ποτέ άλλοτε, στα χρόνια που ζούμε, δεν εμφανίστηκε ξανά με τέτοια άγρια καθαρότητα η μοίρα μας μέσα στο συνυπάρχειν. Πότε άλλοτε δεν φάνηκε με τόσο γυμνό θάνατο η αφύσικη πορεία του καθενός μακριά από τους άλλους και πολύ περισσότερο η αφύσικη εχθρότητα προς τον όμοιο και απαράλλακτο. Σήμερα λοιπόν που ένας ιός αποδεικνύει ότι τίποτα δεν είναι μακρινό, ότι όλα είναι κοντά μας κι εμείς κοντά σε όλους και όλα, ακούς σαν να είναι (ή μήπως είναι;) πρώτη φορά τι λέει ο Γιάννης Ρίτσος γι’ αυτή τη γέφυρα που ενώνει τους ανθρώπους:
«Συχνά η ωραία μας ανεξαρτησία δεν είναι / παρά ο φόβος της δράσης -ένας φόβος / ν’ ασκήσουμε την ελευθερία μας μέσα στον κόσμο- / και κείνο το θάμβος, που σας έλεγα, / καλό προκάλυμμα της αυταπάτης, της απάτης, της δραπέτευσης,/ – δεν ενοχλεί τον εχθρό, δεν προσβάλλει το φίλο/ κι εξασφαλίζουμε έτσι την επιδοκιμασία και των δύο, ή τουλάχιστον,/ την ανοχή τους(…)».
Αυτό νομίζω πως είναι το μέγα διακύβευμα των ημερών: «Η ελευθερία μας μέσα στον κόσμο». Η μόνη ελευθερία που υπάρχει. Ή όπως το έλεγε και ο παππούς Κάρολος: «Η ελεύθερη ανάπτυξη του ενός (να) είναι προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων». Γι’ αυτό πρέπει να βγούμε από το τούνελ του θανάτου. Γι’ αυτό πρέπει να σκεφτούμε από την αρχή την ελευθερία μας, μέσα στην συνθήκη του περιορισμού. Κυρίως μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη. Γιατί ελευθερία είναι να φτάσουμε, καταλύοντας τους έσω εγκλεισμούς, στον πυρήνα της ομορφιάς, στον πυρήνα του ποιητικού αιτήματος που είναι ο άνθρωπος. Εκεί που δεν μπορούν να φτάσουν τα θηρία: στην Άκρα Μινώα και την Ακραία Ήρα του καθημερινού μεγαλείου. Αυτό να σκεφτούμε:
«Δε μας εξευτελίζουν οι μικρές ανάγκες μας∙ / αυτές μας σώζουν μάλιστα∙ μας δίνουν / ένα έδαφος πάλι να πατήσουμε, να μείνουμε όρθιοι, να δουλέψουμε, / κι η γνώση τους κι η αποδοχή τους είναι η νέα αδελφοσύνη μας, / είναι η αρχή της βαθιάς ελευθερίας μας, / είναι η άγια εκείνη ειλικρίνεια / η πρώτη και ύστατη του ανθρώπου, τόσο που κάποτε / μπορείς να κλάψεις από τρυφερότητα/ γι’ αυτή σου την ομολογία, γι’ αυτή σου την ταπεινοσύνη, / γι’ αυτή την περηφάνεια που γεννήθηκες και θα πεθάνεις, / γι’ αυτό σου το έργο που ξεκίνησε απ’ αυτές τις ανάγκες σου/ να προσφερθεί στις ανάγκες του άλλων, / στις αιώνιες ανάγκες του ανθρώπου – αιώνιο έργο».
Αυτό το αιώνιο έργο της ελευθερίας να σκεφτούμε. Το χειροποίητο έργο από ένα χέρι που «θά ‘χει χάσει το στρεβλό σχήμα της κλοπής, της παράκλησης, της επαιτείας, της ελεημοσύνης».
Αλίμονο λοιπόν αν ο κόσμος που θα αντικρίσουμε αύριο είναι ο κόσμος της στρεβλής χειρονομίας. Ο αγεφύρωτος κόσμος του πάνδημου εγκλεισμού. Εφ’ όρου ζωής.
Κώστας Καναβούρης
Πηγή: Η Αυγή