Υπάρχει, στ’ αλήθεια, η αλήθεια των πραγμάτων; Προσπαθώντας κανείς να απαντήσει στο παιγνιώδες ακουστικά ερώτημα, εμπλέκεται σε φιλοσοφικές αναζητήσεις, υπαρξιακού μάλλον τύπου, χωρίς, ίσως, αποτέλεσμα. Διότι αν ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει τα πράγματα καθ’ εαυτά, και όχι όπως ο ίδιος τα αντιλαμβάνεται, δεν έχει να κάνει με την εμπειρία: αν η καθ’ ύλην αλήθεια, σε εκφράσεις τύπου «η γη είναι στρογγυλή» διαθέτει απόλυτο κύρος, τούτο δεν συμβαίνει με τα κοινωνικά, ας πούμε, ζητήματα, τις θρησκευτικές υποθέσεις κ.ο.κ. Η εμπειρία δεν βοηθά, αφού διαθέτει μεγάλες δόσεις υποκειμενικότητας, τη λεγόμενη προσωπική ματιά. Έτσι, όπως συχνά λέγεται, εάν ζητηθεί από πέντε-έξι ανθρώπους να περιγράψουν, ως αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες, ένα συμβάν, είναι πιθανόν να ληφθούν τόσες απαντήσεις όσα και τα πρόσωπα.
Να ζητάς, λοιπόν, από τους ιστορικούς του παρόντος, εκείνους δηλαδή που δημόσια ομιλούν και γράφουν για τα τεκταινόμενα, την “αντικειμενική αλήθεια” είναι σα να ζητάς να απαντηθεί το ανά τους αιώνες αναπάντητο. Από τους επιστήμονες, που δεν μπορούν να συμφωνήσουν εάν η μάσκα προστατεύει από τον κορονοϊό ή όχι, ως τους θρησκευόμενους που δεν μπορούν επίσης να συμφωνήσουν ποιος είναι ο αληθινός θεός, η “αλήθεια” μπορεί να αναθεωρείται και να αναπροσαρμόζεται αναλόγως πώς καθένας την ορίζει.
Οπότε για να φωτιστεί περιμετρικά ένα εξεταζόμενο γεγονός απαιτείται, πάντα μα πάντα, να το αναλύσουν πάνω από ένας άνθρωποι. Όλες δε οι πλευρές δέον να γίνονται σεβαστές, ενώ η παρουσίασή τους θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο δημόσιος διάλογος αυτό το νόημα έχει: να φωτίζονται οι αλήθειες όλων, κατά το δυνατόν, των ανθρώπων, ή, έστω, των αντιπροσώπων τους. Στον αντίποδα, η φασιστική λογική μάχεται για το ανάποδο. Χρησιμοποιώντας ψευδοορθολογικές μεθόδους ή και την επιστημονική “λογική” -βλέπε δαρβινισμός, φυσικοποίηση της κοινωνίας κ.ο.κ.- υπονομεύει την πρόσβαση σε κάθε άλλη άποψη πλην της κυρίαρχης. Κυρίως δε, όταν της αφήνει χώρο να υπάρχει, υπονομεύει την αξιοπιστία της. Κάθε άλλος/η πλην των εκπροσώπων της κυριαρχίας καθίστανται μεροληπτικοί, γραφικοί κ.ο.κ.
Έτσι και σήμερα: οι επικλήσεις στην περιβόητη “αντικειμενικότητα” είναι οι προσπάθειες συμμόρφωσης των πολλών με την μία και μοναδική “αλήθεια” της ορθοδοξίας. Από το αλήστου μνήμης “όλες οι κοινωνικές ομάδες είναι με το ναι” ως τα πλήθη που συνέρρευσαν στην παραλία της Θεσσαλονίκης, με τους ποδηλάτες να κατευθύνονται ίσια στη θάλασσα, τα ΜΜΕ διαμορφώνουν, διαχέουν και πριμοδοτούν την “πραγματικότητα”. Κι αφού η τηλοψία εστί το φως του κόσμου ακόμα και ο δημόσιος διάλογος, αυτός με τις φωνασκίες και τις εκατέρωθεν προσβολές, γίνεται με τους όρους και τις συνθήκες του ολοκληρωτισμού. Είναι δε, φυσικά, εξαρχής προσχηματικός.
Οι ανά τον κόσμο όμιλοι των ΜΜΕ έχουν ήδη περάσει, σταδιακά, στα χέρια του μεγάλου κεφαλαίου: οι επιχειρηματίες δεν προσδοκούν κερδοφορία αλλά έλεγχο διπλής κατεύθυνσης, και προς τον λαό και προς τους πολιτικούς του εκπροσώπους. Τίποτε δεν αφήνεται στην τύχη, ούτε οι εκπομπές για “νοικοκυρές” -σε μια τέτοια εμφανίστηκε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Πέτσας, με έναν αντιφεμινιστικό μάλιστα λόγο, που δεν είναι της παρούσης- ούτε οι καλλιτεχνικές εκπομπές αφού και η τέχνη διαμορφώνει συνειδήσεις -σε καλλιτέχνες/παρουσιαστές ανατέθηκε η καμπάνια “Μένουμε σπίτι”.
Η αρρώστια του καιρού μας είναι ο υφέρπων ολοκληρωτισμός, με την επιβαλλόμενη “αντικειμενικότητα”. Οι είλωτες της δημοσιογραφίας υποτάσσονται στους ολίγους εκλεκτούς -καμιά 20αριά ονόματα όλοι/ες κι όλοι/ες- της κυρίαρχης τάξης και ιδεολογίας, των οποίων ο ρόλος εναλλάσσεται: πότε αφεντικά και πότε εργαζόμενοι, τα συμφέροντά τους πάντοτε ταυτίζονται με εκείνα των από πάνω. Η συστημική κρίση αφαίρεσε, επιπλέον, τα προσχήματα. Οι δημοσιογράφοι – “αριστερά άλλοθι”, όσοι δεν συμμορφώθηκαν, εκκαθαρίστηκαν. Η “αλήθεια” θριαμβεύει, ο ολοκληρωτισμός επελαύνει.
Ανεξαρτησία, όμως, στα ΜΜΕ με ομοφωνίες, χωρίς τις γνώμες των αιρετικών και άλλων δαιμονίων, δεν μπορεί να υπάρξει. Οι δε “αντικειμενικοί” αναλυτές, οι επονομαζόμενοι και “έγκριτοι”, είναι φενάκη, που πριμοδοτείται πάλι από αυτούς που ανέχονται μία και μόνον άποψη, εκείνην ακριβώς που τους εξυπηρετεί.
Από όπου κι αν το δεις, πάλι στον ολοκληρωτισμό καταλήγεις. Ο φασισμός εξάλλου δεν είναι μοναχά καθεστώς, είναι και ιδεολογία υφέρπουσα. Σε περιόδους όπως τούτη, η φοβερή, που διανύουμε, των διακυβευμάτων της ζωής και του θανάτου, να επιβάλεις τέτοιες λογικές και τέτοιους τρόπους σκέψης και να διαμορφώνεις τέτοιας λογής συνειδήσεις, για τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ, οι οποίοι ταυτίζονται ιδεολογικά και διαπλέκονται εν τοις πράγμασι με την παρούσα κυβέρνηση, είναι το έργο τους το καθημερινό. Που, με τον εγκλεισμό, γίνεται ευκολότερο.
Να κρίνεις, να επικρίνεις, να αποδομείς τη λειτουργία τους, να στέκεις απέναντι στην εξουσία τους είναι χρέος. Για κάθε αντιφασίστα.
Κατέ Καζάντη
Πηγή: ArtiNews