Δεν θα κουραστώ να παραπέμπω για όλα τα πολιτιστικά θέματα στο προεκλογικό πρόγραμμα του 2015 του Τμήματος Πολιτισμού, ένα πρόγραμμα που λοιδορήθηκε πολύ, εφαρμόστηκε ελάχιστα και παραμένει ζητούμενο. Με εξαίρεση μία βερμπαλιστική εισαγωγή που μας ήρθε φορετή, ήταν προϊόν συλλογικής δουλειάς όχι μόνο κομματικών μελών, αλλά εν γένει αριστερών δημοκρατικών ανθρώπων ενεργών στον χώρο του πολιτισμού και των τεχνών.
Το κεφάλαιο που αναφερόταν στο οπτικοακουστικό προλογιζόταν ως εξής: «Για την Αριστερά η ενημέρωση, ο πολιτισμός και η ψυχαγωγία είναι ανθρώπινα δικαιώματα, δημόσια αγαθά και όχι εμπορεύματα. Σ’ αυτή τη βάση καθίσταται αναγκαία η ριζική ρύθμιση του οπτικοακουστικού πεδίου, προκειμένου να επιτελεί τον ενημερωτικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό του ρόλο, όπως επιτάσσει το σύνταγμα και τα ιδανικά του ανθρωπισμού».
Το πρόταγμα τη δεδομένη ιστορική στιγμή ήταν η νόμιμη χορήγηση των τηλεοπτικών αδειών και η αποκατάσταση της δημοκρατίας, η άρση του «μαύρου» και η επαναλειτουργία της ΕΡΤ.
Ακολουθούσε αναλυτική προσέγγιση του τι σημαίνει για εμάς δημόσια ραδιοτηλεόραση συνολικά, και ως προς το αξιακό πλαίσιο και ως προς το περιεχόμενο. Σίγουρα θα ήθελε επικαιροποίηση σήμερα, αλλά η οπτική του είναι συνολικότερα πιο ενδιαφέρουσα (και πιο αριστερή) από τη σημερινή εικόνα της ΕΡΤ.
Αντίθετα, συνολικά στο επίπεδο του οπτικοακουστικού έγιναν περισσότερα και συχνά τολμηρότερα βήματα από τα αιτούμενα: ρυθμίστηκε στη βάση δικαίου ο ραδιοτηλεοπτικός χάρτης και δόθηκαν κίνητρα επανεκκίνησης της παραγωγής. Η ίδρυση του ΕΚΟΜΕ και η νομοθέτηση του cash rebate έδωσαν σημαντική ώθηση τόσο στην κινηματογραφική όσο και στην τηλεοπτική παραγωγή ελληνικής μυθοπλασίας.
Τα χρόνια της κρίσης η ανεργία ηθοποιών, σκηνοθετών, σεναριογράφων κ.λπ. με τη συρρίκνωση έως εκμηδένιση της παραγωγής σειρών και τηλεταινιών είχε εκτιναχθεί στο 90%. Σήμερα η εικόνα έχει αρχίσει να αλλάζει βοηθώντας αυτό που συνηθίζουμε να λέμε «παραγωγική ανασυγκρότηση».
Αναφορικά με την ΕΡΤ η κριτική επικεντρώνεται στο πρόγραμμα. Το οποίο είναι αποσπασματικό, ελλιπές, χωρίς συγκεκριμένη στόχευση και διακριτή φυσιογνωμία του κάθε καναλιού της. Μόνο η ΕΡΤ3 έχει ένα πιο καθαρό στίγμα, αλλά κι αυτό, αντί να νετάρει, θολώνει λόγω υποχρηματοδότησης.
Σίγουρα έχει το καλύτερο ξένο πρόγραμμα σε σειρές και ταινίες, αλλά αυτό στην εποχή του Netflix και της συνδρομητικής τηλεόρασης δεν λέει πολλά. Αντίθετα, εκείνο που χαρακτηρίζει σήμερα συνολικά την εικόνα της είναι η ποδοσφαιροποίηση του προγράμματος. Υπάρχουν μέρες που παίζουν συγχρόνως και τα τρία κανάλια την ίδια ώρα ποδόσφαιρο ή και μπάσκετ. Τα οποία ναι μεν φέρνουν τηλεθέαση, άρα και χρήματα, αλλά δεν είναι αυτός ο πρώτος και κύριος στόχος μιας δημόσιας τηλεόρασης.
Το τέλος το πληρώνουν όλοι, οπότε οφείλει να ανταποδίδει πρόγραμμα που να απευθύνεται σε όλα τα target groups, όλες τις ηλικίες και τις πληθυσμιακές ομάδες. Χωρίς λαϊκισμούς αλλά ούτε ελιτισμούς, με οργανωμένες ζώνες προγραμμάτων για τον πολιτισμό, το παιδί, την εκπαίδευση, τις μειονότητες, τις έμφυλες διακρίσεις. Με τολμηρές κινήσεις πάνω στην ελληνική μυθοπλασία που να κάνει τη διαφορά συγκριτικά με τα ιδιωτικά κανάλια.
Φυσικά με σειρές εποχής, αλλά και σύγχρονες πρωτότυπες ή διασκευασμένες. Με την επαναφορά του θεάτρου στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, όχι απλά με τη μαγνητοσκόπηση ή ηχογράφηση έτοιμων θεατρικών παραστάσεων ως ανταπόδοση χορηγίας επικοινωνίας.
Βήματα έχουν γίνει, αλλά υπολείπεται κατά πολύ από την τηλεόραση που ονειρευτήκαμε όταν «ανεβήκαμε στα κάγκελα». Το θέμα βέβαια είναι ότι δεν βλέπαμε όλοι το ίδιο όνειρο κι αυτή είναι μία τολμηρή συζήτηση, που όμως πρέπει να την κάνουμε. Αν όχι εμείς, ποιοι; Αν όχι τώρα, πότε;
Η Άννα Χατζησοφιά είναι ηθοποιός και συγγραφέας
Πηγή: Η Αυγή