Το αναπτυξιακό σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης που έγινε ευρύτερα γνωστό ως έκθεση Πισσαρίδη (βλ. «Σχέδιο ανάκαμψης για την ελληνική οικονομία»), όπως το ίδιο περιγράφει τον εαυτό του, συνιστά «ένα συνεκτικό σχέδιο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία» με σκοπό «να επιτευχθεί ισχυρή ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα» και «να οδηγήσει σε υψηλότερη ευημερία για τα νοικοκυριά». Η φιλοδοξία λοιπόν του ίδιου του κειμένου, η φύση των ζητημάτων που διαπραγματεύεται αλλά και ο μεσοπρόθεσμος χαρακτήρας του -που υπερβαίνει τον χρονικό ορίζοντα της εντολής της παρούσας κυβέρνησης- επιβάλλουν να συζητηθεί δημόσια και εξαντλητικά.
Παρά την αξιοσημείωτη απροθυμία της κυβέρνησης και μεγάλης μερίδας των ΜΜΕ να καταστήσουν την αναπτυξιακή στρατηγική τής χώρας αντικείμενο ουσιαστικού και επαρκούς δημόσιου διάλογου, στο παρόν θα επιχειρηθεί η αποτίμηση των εκτιμήσεων και των προτάσεων πολιτικής του ως προς τα βασικά ζητήματα της εργασίας.
Το πεδίο των εργασιακών σχέσεων είναι προφανώς εξαιρετικής σημασίας. Αφορά τη ζωή, το εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο, καθώς και το επίπεδο δικαιωμάτων της κοινωνικής πλειονότητας. Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, είναι σημαντικό για έναν επιπλέον λόγο: είναι το ζήτημα πάνω στο οποίο γίνεται πρόδηλη η ιδεολογικοπολιτική μονομέρεια της προσέγγισης της επιτροπής που συνέταξε το σχέδιο.
Μια κριτική προσέγγιση, για να είναι δίκαιη, είναι αναγκαίο να επιχειρήσει να αναμετρηθεί με τη συλλογιστική του κειμένου, τις διαπιστώσεις για τα προβλήματα και τις αίτιες τους, τις αντιφάσεις και τις αποσιωπήσεις και φυσικά τις απαντήσεις που δίνει. Η συγκεκριμένη προσέγγιση επικεντρώνεται σε δύο βασικούς άξονες που το ίδιο το κείμενο εντοπίζει ως κεντρικούς στην προβληματική του: το επίπεδο δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού και την ελλιπή ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις. Επιπρόσθετα, προχωρά σε δύο αναφορές πιο περιορισμένης έκτασης και χαμηλότερης ιεράρχησης για την άτυπη οικονομία και τον κατώτατο μισθό.
Η επισφάλεια της συζήτησης για τις δεξιότητες
Η «υστέρηση δεξιοτήτων» του εγχώριου εργατικού δυναμικού ιεραρχείται από το σχέδιο ως η πλέον επείγουσα πρόκληση, καθώς θεωρείται μία από τις δύο βασικές αίτιες της χαμηλής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας. Στην ανάλυση των αιτιών αυτής της υστέρησης ωστόσο παραλείπεται ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας στη χώρα, το brain drain. Η παράλειψη αυτή είναι καθοριστικής σημασίας εξαιτίας των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών του μεταναστευτικού κύματος της τελευταίας δεκαετίας. Αν και το μέγεθος του brain drain δεν μπορεί να αποτυπωθεί με ακρίβεια -οι εκτιμήσεις κυμαίνονται ανάμεσα στις 250.000 με 500.000-, αφορά σε ποσοστό 70% κατόχους τουλάχιστον τριτοβαθμίου τίτλου σπουδών. Παρά το ότι χωρά μεγάλη συζήτηση γύρω από την όλη συλλογιστική περί υστέρησης δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, προξενεί εντύπωση ότι δεν γίνεται καμία αναφορά στο πώς αυτό μπορεί να επηρεάζεται από το ότι το 10% – 15% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και δεξιότητες έχει μεταναστεύσει.
Η παράλειψη αυτή δεν είναι τυχαία. Η μαζική μετανάστευση είναι συνέπεια κυρίως των πολιτικών λιτότητας και της απορρύθμισης της εργασίας. Μια τέτοια διαπίστωση θα έφερνε στην επιφάνεια το ότι η επιλογή να βασιστεί το οικονομικό μοντέλο της χώρας στο χαμηλό μισθολογικό κόστος και στην υποβάθμιση των εργασιακών δικαιωμάτων έχει αντίκτυπο στην παραγωγικότητα και στο επίπεδο δεξιοτήτων. Μια τέτοια συσχέτιση όμως είναι εκτός της οπτικής του σχεδίου.
Το πώς η λεγόμενη έκθεση Πισσαρίδη χαρακτηρίζεται από μια έντονη ιδεολογική τοποθέτηση διαφωτίζει και την αμηχανία με την οποία η ίδια μεταχειρίζεται τις διαπιστώσεις της. Αρκούν δύο στοιχεία που εντοπίζει η έκθεση, αλλά ακριβώς λόγω της τοποθέτησής της αδυνατεί να τα ερμηνεύσει ή να τα εντάξει στη συλλογιστική της. Πρώτον, το αντιφατικό εύρημα ότι, παρ’ όλο το έλλειμμα δεξιοτήτων που εντοπίζεται, «το 28% των απασχολούμενων στην Ελλάδα έχουν υψηλότερο επίπεδο δεξιοτήτων από αυτό που απαιτείται για την άσκηση της εργασίας τους». Δεύτερον, η διαπίστωση ότι «η κατάρτιση που ξεκινά με πρωτοβουλία των εργαζομένων είναι επίσης περιορισμένη…, καθώς η απόδοση της επένδυσης είναι αβέβαιη». Και στις δύο περιπτώσεις οι αντιφάσεις και οι αποσιωπήσεις της λογικής του κειμένου γίνονται εμφανείς. Ένας απόφοιτος ΑΕΙ που δουλεύει με αποδοχές λίγο υψηλότερες από τον βασικό μισθό, ασκώντας πληθώρα καθηκόντων και αδυνατώντας να καταβάλει τα δίδακτρα για να κάνει μεταπτυχιακό, σίγουρα θα μπορούσε να εξηγήσει καλύτερα τα παραπάνω σημεία.
Επιπροσθέτως, η όλη αντιμετώπιση του ζητήματος της σχέσης εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων παραγνωρίζει ένα βασικό δεδομένο. Ο υψηλός βαθμός προσαρμογής στις απαιτήσεις της σύγχρονης οικονομίας συνδέεται άμεσα με το υψηλό επίπεδο δαπανών στη δημόσια εκπαίδευση. Οι τέσσερις από τις πέντε πρώτες χώρες της Ευρώπης στους σχετικούς δείκτες δεξιοτήτων του ΟΟΣΑ που επικαλείται η λεγόμενη έκθεση Πισσαρίδη δαπανούν από δημόσιους πόρους σταθερά πάνω από το 5% του ΑΕΠ για την εκπαίδευση. Παρ’ όλα αυτά, το βασικό συμπέρασμα της επιτροπής είναι η πλήρης ιδιωτικοποίηση της κατάρτισης και όχι η δημιουργία ενός ισχυρού δημόσιου συστήματος εκπαίδευσης – με την ανάλογη χρηματοδότηση και με την αναγκαία επέκταση του ρόλου του και στον τομέα της κατάρτισης.
Ευελιξία, η λύση για κάθε πρόβλημα
H επίκληση της ευελιξίας ως επιθυμητό βασικό χαρακτηριστικό των εργασιακών σχέσεων στο αναπτυξιακό σχέδιο δεν αφήνει περιθώριο για παρερμηνείες. Αν και διατυπωμένη προσεκτικά και με κάποια πολιτική σκοπιμότητα, η διαπίστωση ότι «οι μεταρρυθμίσεις της προηγούμενης δεκαετίας αύξησαν σημαντικά την ευελιξία της αγοράς εργασίας και βοήθησαν την επίτευξη ετήσιας αύξησης της απασχόλησης κατά 1,2% την περίοδο 2013 – 2019» επιβεβαιώνει ότι η προβληματική του σχεδίου αναγνωρίζει τον εαυτό της ως συνέχεια των «μεταρρυθμίσεων» της περιόδου του πρώτου Μνημονίου (2010 – 2014).
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η πρόταση για εξορθολογισμό των υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων από τις επιχειρήσεις και μείωση του κόστους των υπερωριών στην ουσία συμπυκνώνει το αίτημα για την ακύρωση της πολιτικής της περιόδου 2015 – 2019 να αμφισβητήσει τη μνημονιακή στρατηγική για την εργασία. Η ηλεκτρονική δήλωση των υπερωριών αποτέλεσε κρίσιμο βήμα για την επιβολή κανόνων στα ωράρια των εργαζομένων και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους στην πράξη. Ο πρώτος απολογισμός εφαρμογής του μέτρου έδειξε ότι οι ώρες και οι εργαζόμενοι που δηλώνονταν -και άρα πληρώνονταν- υπερδιπλασιάστηκαν. Αναδεικνύονται έτσι τόσο ο εκτεταμένος βαθμός μη συμμόρφωσης των επιχειρήσεων στο πρότερο καθεστώς όσο και το γεγονός ότι ο νέος τρόπος δήλωσης δεν μείωσε, αλλά, αντίθετα, αύξησε κατακόρυφα τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων.
Το ότι η επιτροπή επιλέγει σ’ αυτήν την περίπτωση να μην αντιμετωπίσει ως πρόβλημα την παραβατικότητα δεν μπορεί να αποδοθεί σε άγνοια. Μόνο το πολύ πρόσφατο διάστημα δύο έρευνες κατέδειξαν το μέγεθος της απορρύθμισης του χρόνου εργασίας. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ, το 73% των απασχολουμένων σε όλους τους κλάδους εργαζόταν υπερωριακά, ενώ σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς», το 35,1% των εργαζομένων δήλωσε ότι ο εργοδότης τους παραβίασε την εργατική νομοθεσία σε σχέση με το ωράριό τους τον τελευταίο χρόνο.
Προφανώς η θέση αυτή είναι αποτέλεσμα άρρητης μεν, αλλά ιδιαίτερα εμφανούς στα αποτελέσματά της ιεράρχησης. Η ευελιξία θεωρείται πρωτεύων στόχος, περισσότερο από την προστασία των εργαζομένων. Η συνέπεια με την οποία ακολουθείται αυτή η ιεράρχηση διαπέρνα όλη την επιχειρηματολογία για το ζήτημα. Το επιχείρημα δε της δυσκολίας υποβολής στοιχείων, πέρα από μη βάσιμο, είναι βαθιά δηλωτικό των προτεραιοτήτων. Ένας εργαζόμενος μπορεί να δουλεύει σχεδόν καθημερινά απλήρωτες υπερωρίες, αλλά, συμφώνα με το σχέδιο, η υιοθέτηση μέτρων για την προστασία του οδηγεί στον περιορισμό της επιχειρηματικής δραστηριότητας, επιβαρύνοντάς την προφανώς με τον ελάχιστο χρόνο που απαιτείται για τη δήλωση του χρόνου εργασίας. Την ίδια στιγμή, δεν λαμβάνεται υπόψη ότι κάνοντας ακόμη πιο φτηνή για τις επιχειρήσεις την υπερωριακή απασχόληση και ξανανοίγοντας παράθυρα για την κατάχρησή της λειτουργεί ανασχετικά στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Τέλος, ο εντοπισμός περιορισμών στη δυνατότητα μιας επιχείρησης να μεταβάλει τον αριθμό εργαζόμενων σε ένα εργασιακό τοπίο στο οποίο έχουν περιοριστεί ριζικά, ήδη από την περίοδο 2010 – 2014, τόσο η προστασία των εργαζόμενων από την απόλυση όσο και το ύψος της αποζημίωσης απόλυσης δεν δηλώνει τίποτε άλλο από μια μεταφυσική πίστη στη συμπίεση των εργασιακών δικαιωμάτων ανεξάρτητα από τα πραγματικά δεδομένα. Πόσο μάλλον όταν ένα από τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης στα εργασιακά ήταν η κατάργηση της αιτιολόγησης των απολύσεων τον Αύγουστο του 2019. Το ότι το ίδιο το κείμενο δεν γίνεται πιο συγκεκριμένο στην πρότασή του δείχνει τον ιδεολογικό χαρακτήρα αυτής της θέσης.
Ο Πάνος Κορφιάτης είναι αναλυτής Επιχειρησιακών Δεδομένων στον τομέα της ασφάλισης, πρώην ειδικός γραμματέας ΣΕΠΕ
Πηγή: Η Αυγή