Σίνκλερ Λιούις «Δεν γίνονται αυτά εδώ», μτφ. Νίκος Α. Μάντης, εκδόσεις Καστανιώτη, 2016
Θέμα του βιβλίου, η εκλογή (όχι η επιβολή…) ενός φασίστα στην προεδρία των ΗΠΑ. Παραμονές εκλογών του 1936, σε μια εποχή κρίσης και κοινωνικής ανησυχίας, με τον φασισμό και τον ναζισμό να ισχυροποιούνται στην Ευρώπη, ο υποψήφιος για την προεδρία, γερουσιαστής Μπερζέλιους Γουίντριπ σπέρνει στην κοινωνία ένα κλίμα φόβου με έναν λόγο κοινωνικού φασισμού που θα μπορούσε να βγαίνει από τις σημερινές εφημερίδες, όχι μόνο των ΗΠΑ, και παρουσιάζει μια πολιτική πρόταση στηριγμένη στις «παραδοσιακές αξίες»: τον πουριτανισμό, τον πατριωτισμό (που φέρνει βέβαια εξοπλισμούς) κ.λπ. Η μόρφωση περιγράφεται πια ως πρόβλημα και οι διανοούμενοι ως ανεπιθύμητοι, ενώ παντού ανακαλύπτονται επικίνδυνοι εχθροί: εβραίοι και κομμουνιστές.
Η πολιτική διακήρυξη του Γουίντριπ αποτελείται από δεκαπέντε σημεία – μίγμα μίσους, φασισμού και «παραδοσιακών αξιών», που κατακεραυνώνουν «τα δόγματα των κόκκινων στασιαστών», εγγυώνται «την απόλυτη ελευθερία της θρησκευτικής λατρείας, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι άθεοι, αγνωστικιστές, πιστοί της Μαύρης Μαγείας και Εβραίοι οι οποίοι αρνούνται να ορκιστούν στην Καινή Διαθήκη […] δεν πρόκειται να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να τοποθετηθούν σε θέση δασκάλου, καθηγητή, δικηγόρου, δικαστή ή γιατρού», εξαγγέλλουν ότι «όλοι οι Νέγροι θα απαγορεύεται να ψηφίζουν» και «όλες οι γυναίκες θα ενθαρρυνθούν να επιστρέψουν στη σφαίρα των καθηκόντων τους ως νοικοκυρές και μητέρες», απειλεί πως «οποιοσδήποτε αποπειράται να διαδώσει τον κομμουνισμό, τον σοσιαλισμό, τον αναρχισμό, θα παραπέμπεται σε δίκη» κ.λπ., κ.λπ.
Πολλοί δεν πιστεύουν στα μάτια τους, λένε πως δεν πρόκειται να συμβεί αυτό στην Αμερική, γιατί είναι μια «ελεύθερη χώρα». Κάποιοι όμως αρχίζουν να αντιλαμβάνονται πως «σε όλη την Ιστορία, δεν έχει υπάρξει λαός πιο ώριμος για δικτατορία από τον δικό μας!». Γιατί ο φασισμός του Γουίντριπ δεν είναι ένας φασισμός ως κάτι καινοφανές, μια πολιτική πρόταση που έρχεται από το πουθενά, αλλά προϊόν και απόρροια των λεγόμενων παραδοσιακών αξιών του αμερικάνικου συντηρητισμού: «στην Αμερική η μάχη συσκοτιζόταν από το γεγονός ότι οι χειρότεροι φασίστες ήταν εκείνοι που αποκήρυσσαν τον όρο “φασισμός” και διέδιδαν την υποδούλωση στον καπιταλισμό κάτω από τη σημαία της συνταγματικής και της παραδοσιακής αμερικάνικης ελευθερίας».
Περιγράφοντας την εκλογική μάχη, ο Λιούις δεν χαρίζεται και στην Αριστερά: «ενόψει των εκλογών οι κομμουνιστές είχαν επίσης αποκαλύψει με αισιοδοξία τούς επί σφαγήν υποψηφίους τους – δηλαδή και τα εφτά συνολικά κομμουνιστικά κόμματα. Μιας και, σε περίπτωση που συνασπίζονταν, ίσως κατάφερναν να δελεάσουν περί τους 900.000 ψηφοφόρους, απέφευγαν τέτοιες μπουρζουάδικες προστυχιές, προτιμώντας τα ενθουσιώδη σχίσματα».
Τον Ιανουάριο του 1937, ο νικητής Γουίντριπ αναλαμβάνει την εξουσία και επιβάλλει αμέσως ένα καθεστώς απόλυτου ολοκληρωτισμού. Ο ιδιωτικός του στρατός αναγνωρίζεται «ως αριστίνδην πλην όμως επίσημο σώμα, ενισχυτικό του κανονικού στρατού», η καταστολή γενικεύεται, «η ώρα της πυράς των βιβλίων πλησίαζε», ενώ αρχίζει να δημιουργείται ακόμα και ένα «θέατρο χωρίς εβραϊκούς υπαινιγμούς».
Η μάχη βέβαια δεν έχει τελειώσει, καθώς δημιουργείται ένα δίκτυο που οργανώνει τη φυγή των κυνηγημένων στον Καναδά και την αντίσταση στο ολοκληρωτικό καθεστώς.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1935, πέντε χρόνια μετά τη βράβευση του Σίνκλερ Λιούις με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (ήταν ο πρώτος συγγραφέας από τις ΗΠΑ που πήρε Νόμπελ).