Macro

Η ειρωνική φωνή των Μillennials

Πέντε χρόνια μετά τη δυναμική είσοδό της στη λογοτεχνική σκηνή με τη συλλογή «Μπλε Υγρό», που τιμήθηκε με το Βραβείο «Μένης Κουμανταρέας» της Εταιρείας Συγγραφέων, η Βίβιαν Στεργίου χαρτογραφεί με μοναδική διεισδυτικότητα τους «Μιλένιαλ» στη συλλογή «Δέρμα» (Πόλις), φωτίζοντας λοξά σε ένα παγκοσμιο-ποιημένο τοπίο, την αλληλεπίδραση της τεχνολογίας με μια γενιά που δεν ξέρει τι ζωή να ζήσει.

«Αυτό το κουραστικό επιτραπέζιο στρατηγικής και τύχης, η ζωή πριν από τα τριάντα, όπου απλώς πασχίζεις να μη χρεοκοπήσεις και να μη βολοδέρνεις χωρίς σκοπό, ρίχνοντας από δω κι από κει τα ζάρια…». Πόσο τραυματικό μπορεί να είναι; Πόσο παραπλανητικό; Πόσο δεσμευτικό; Πόσο ευνουχιστικό; Κι αυτή η γήινη αίσθηση όταν «νιώθεις κάτι σαν νοσταλγία κι επιθυμία για τα πάντα, και φόβο θανάτου και όρεξη», πόσο λίγο θα κρατήσει; Και τι θα γίνει μετά;
Είναι η Βίβιαν Στεργίου που πατάει φέτος τα τριάντα. Εχει βιώσει στο πετσί της αυτές τις φάσεις ενόσω περιπλανιέται εδώ και μια δεκαετία στο παγκοσμιοποιημένο τοπίο του ευρωπαϊκού 21ου αιώνα και τώρα τις αποτυπώνει στη συλλογή διηγημάτων «Δέρμα» (εκδ. Πόλις) με τρόπο που καίει. Μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο στις περισσότερες ιστορίες, συνθέτει την αυτοβιογραφία της γενιάς της, των «Millennials», με αναιδή ειλικρίνεια, τολμώντας να ειρωνευτεί τον κόσμο της και να εκθέσει τις δικές της αγωνίες, τα δικά της τρωτά σημεία, το ίδιο της το σώμα. «Ηθελα να μην είναι δειλό αυτό που γράφω» είπε στην «Εφ.Συν.». «Πήρα το ρίσκο, αλλά πλέον είμαι σε φάση να αναλάβω και το κόστος».
Γεννημένη στα Τρίκαλα, με σπουδές Νομικής στην Αθήνα και στην Ουτρέχτη και τακτικό σημείο αναφοράς το Βερολίνο, η συγγραφέας δουλεύει τώρα το διδακτορικό της για το πώς αλληλεπιδρά η τεχνολογία με την κοινωνία, πώς αλλάζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε, πώς επηρεάζει τις επιλογές μας, αφού «αν θέλεις να είσαι ενεργός/ή πρέπει να λογοδοτείς στην τεχνολογία». Ετσι σε αυτό το βιβλίο δεν υπάρχει διήγημα όπου η τεχνολογία να μην παίζει ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. «Μιλένιαλ» και η ίδια, η Στεργίου προσεγγίζει αυτή τη συνθήκη από μέσα και απέξω στις προσωπικές ιστορίες που αφηγείται και κοροϊδεύει την κυρίαρχη άποψη ότι χάρη στη διαμεσολάβηση της τεχνολογίας διευρύνεται η ευελιξία και η ελευθερία των χρηστών της. Αντίθετα, λέει, πολύ συχνά πίσω από τις αποφάσεις τους δεν κρύβεται παρά μια ασφυκτική ανάγκη.
Το εξαιρετικό διήγημα του τίτλου πραγματεύεται την ερωτική απόρριψη στο πλαίσιο αυτής της γενιάς. Ξεκινά από το πώς «οι τόσες μέθοδοι επικοινωνίας γίνονται ακυρωμένες πιθανότητες» και φτάνει στο πεδίο των ερωτικών σχέσεων και στην αποδόμηση της προσέγγισης των «Μιλένιαλ» που δεν επιτρέπει στα πρόσωπα να φαίνονται ευάλωτα ή «uncool» και δεν αφήνει περιθώρια στις σχέσεις να βαθαίνουν. Το «γιατί» συμβαίνει αυτό, ποιες μορφές μπορεί να πάρει στις κοινωνικές σχέσεις και με ποιες συνέπειες θα αναδειχτεί στα υπόλοιπα διηγήματα.
Στο «Δέρμα» πάντως η αφηγήτρια αδυνατεί να διαχειριστεί την ταραχή και τον πόνο που της προκαλεί η ψηφιακή σιωπή του έρωτά της (κανένα μήνυμα στο ίνμποξ, ούτε ανάρτηση, ούτε μέιλ) και η επιθυμία του για «περισσότερο χώρο και χρόνο». Ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι μπορεί να έχει «όλο τον χρόνο του κόσμου», αλλά στα 28 της δεν μπορεί να απαντήσει στο «τι ζωή θα ζω».
Το διήγημα εξελίσσεται σαν σιωπηλός διάλογος με τον εαυτό της και με τον πρώην, μέσα από μια οδυνηρή καταγραφή των αναγκών της με τις οποίες θα συμφιλιωθεί, ώσπου τελικά θα επιλέξει να πάρει αποστάσεις από τον κόσμο της γενιάς της η οποία έχει γαλουχηθεί στο να θέτει όρια. Ο καταλύτης θα είναι ο χειραφετητικός λόγος της ποίησης με την αναφορά της Αν Κάρσον σε στίχους της Σαπφώς για τη ζήλια και την ανάλυση της Εύας Ιλούζ για τον έρωτα που πληγώνει. Η αφηγήτρια θα δει τα πράγματα αλλιώς και θα εκραγεί: «Μ’ ενοχλεί η σύγχρονη μανία με τα “όρια”, ειδικά όταν τα λένε “boundaries”. Και, άκουσέ με: (…) το δέρμα για να αντιληφθεί το οτιδήποτε, πρέπει να φανερώσει την ευαλωτότητά του, πρέπει ν’ αφήσει να το αγγίξουν».
Ολες οι ιστορίες της συλλογής συνομιλούν μεταξύ τους ανά ζεύγη, μια ευφυής υπογράμμιση ότι όσα συμβαίνουν δεν αντανακλούν μεμονωμένες περιπτώσεις αλλά καταστάσεις που συνεχίζονται. Στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον ο κοινός χώρος είναι το διαδίκτυο και ο γεωγραφικός τόπος δεν είναι κάτι ιερό, αλλά κάτι που αφήνεις πίσω σου καθώς μετακινείσαι διαρκώς, ανάλογα με το πού βρίσκεις δουλειά. «Μιλώ για τη γενιά που ενηλικιώθηκε στην Ελλάδα της κρίσης η οποία συνεχίζεται σα λερναία ύδρα».
Η Στεργίου καταγράφει αυτή τη συνθήκη με τις αποτυχίες ή τις επιτυχίες της και σε κάποιες ιστορίες την αντιμάχεται σε βάθος (υπέροχα στο «Καφέ “Κ”» και στο «Πόδια ακρίδων»). Δεν αναλύει τη συνθήκη της επισφάλειας, στην οποία εστιάζουν κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες, αλλά παρακολουθεί την εσωτερική ζωή των χαρακτήρων από τα 20 ώς τα 30 τους σε έναν κόσμο όλο και πιο ανταγωνιστικό και σε φάσεις κομβικές για τη ζωή τους: στο πτυχίο, στα μεταπτυχιακά ή σε δουλειές με ολιγόμηνες συμβάσεις.
«Είναι πολύ εύκολο σήμερα να νιώθεις “λουζέρι” και να μένεις στη φούσκα σου» εξηγεί η συγγραφέας, που κινείται χωρίς ταμπού, χωρίς πολιτική ορθότητα, χωρίς ναρκισσισμό ούτε επιτήδευση στην άγρια και στην ήμερη χλωρίδα της γλώσσας, ελληνικής και αγγλικής, αξιοποιώντας την ιδιόλεκτο των πολυεθνικών όσο και τη θεωρητική γλώσσα του Ρολάν Μπαρτ ή τη μικτή των «Μιλένιαλ». «Κρίνεσαι διαρκώς για τα πάντα, και πρώτα για το σώμα σου αφού είναι προσπελάσιμο στο ιντερνέτ, και από εκεί έχεις υπερβολική πληροφόρηση για το τι πρέπει να το κάνεις. Για να βρεις δουλειά χρειάζεται να make over τον εαυτό σου, να τον κάνεις “προϊόν”. Είναι δύσκολο να το συνειδητοποιήσεις, και να δεις το σύμπαν του άλλου». Αυτά πραγματεύεται στο «Soft porn με πλαστική κούκλα» και στο «Fachidiot».
«Εχεις ηθική ευθύνη απέναντι στη ζωή σου»
Είναι αυστηρή η Βίβιαν Στεργίου. Τα διηγήματά της κοιτάζουν καταπρόσωπο αυτό το «παιχνίδι στρατηγικής και τύχης», το εξηγούν, αλλά δεν το αποδέχονται ως νομοτέλεια. Δεν κολακεύουν τους «Μιλένιαλ», που «συχνά συμπεριφέρονται σαν κακομαθημένα παιδιά», ούτε τους παρηγορούν όταν παγιδεύονται στον κυνισμό τους. Μπορεί να δείχνουν κατανόηση για εκείνους που βρίσκονται σε οικονομικό αδιέξοδο αλλά και πάλι δεν τους δίνουν άφεση για κάθε βήμα τους.
Οπως λέει: «Είσαι αυτό που κάνεις κάθε μέρα. Μπορεί να το κάνεις από ανάγκη, αλλά σταδιακά γίνεσαι κάτι διαφορετικό. Η δουλειά σου σε διαμορφώνει. Δεν χρειάζεται να γίνεις σαν τους άλλους. Η ζωή σου δεν ξεκινά στα 45 σου. Εχεις ηθική ευθύνη απέναντι στη ζωή σου».
Ωστόσο οι «Μιλένιαλ» εξακολουθούν να φαίνονται υποταγμένοι, ατομιστές και «απολιτίκ» στα μάτια όσων γνώρισαν την ανατρεπτική δύναμη των συλλογικών πολιτικών και κοινωνικών διεκδικήσεων… Η Στεργίου υποστηρίζει πως «δεν πείθει τόσο πια να μας παρουσιάζουν ως “απολιτίκ”. Είναι αλήθεια πως γαλουχηθήκαμε με την ιδέα ότι η πολιτική δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα, ότι δεν έχει νόημα να ασχολείσαι. Αυτό ήταν το ρεύμα το ’90 ή το 2000. Είμαστε η γενιά που εξιδανίκευσε το να ζεις στον κόσμο σου, να έχεις ένα δικό σου σύμπαν, να “είσαι νησί”. Αλλά οι κρίσεις προκάλεσαν μια αφύπνιση.
Νομίζεις ότι είναι μια επιλογή το εάν και πόσο θα ασχοληθείς με τον κόσμο που σε περιβάλλει, αλλά έρχεται η πραγματικότητα, η οικονομική κρίση όπως εξελίχθηκε σε όλη την Ευρώπη, η κλιματική αλλαγή, η μετανάστευση και σου δίνει μια σφαλιάρα. Από τις εμπειρίες σου μαθαίνεις ότι δεν είσαι “νησί”. Στη λογοτεχνία έχουν υψωθεί πολλές πολιτικοποιημένες φωνές από τη γενιά μας: ο Εντουάρ Λουί, η Σάλι Ρούνεϊ, χωρίς να σημαίνει ότι έχει αξία αυτομάτως ένα κείμενο που έχει σχόλια για την κοινωνία μας. Μπορεί να είναι τελείως στεγνό ή μεγάλη τέχνη, όπως στην ταινία “Παράσιτα”».
Μικέλα Χαρτουλάρη