Ο προβληματισμός για την κατάσταση της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και η ανησυχία για τις προοπτικές της ξεκινούν συνήθως από ένα αδιαμφισβήτητο δεδομένο: η εμπιστοσύνη που έχουν οι πολίτες στους θεσμούς της βρίσκεται σήμερα στο χαμηλότερο σημείο. Θα πρέπει να υπάρχουν κάποιοι σοβαροί λόγοι που τόσο πολλοί άνθρωποι ενδιαφέρονται όλο και λιγότερο για τα κόμματα και την πολιτική ή εμπιστεύονται όλο και λιγότερο τους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους.
Το βιβλίο του Γιώργου Σιακαντάρη «Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050;» (Πρόλογος: Ξενοφών Κοντιάδης, εκδ. Αλεξάνδρεια 2024) μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα τις βαθύτερες αιτίες αυτής της δικαιολογημένης κρίσης εμπιστοσύνης. Διαβάζοντας τις αναλύσεις του συγγραφέα, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό που αντιμετωπίζουμε είναι κάτι πολύ σοβαρότερο από μια παροδική εκδήλωση δημοκρατικής κόπωσης. Είναι, αντίθετα, η ένδειξη μιας βαθιάς κρίσης που πλήττει την ίδια την καρδιά της δημοκρατίας, η οποία φαίνεται ότι δεν αναγνωρίζεται πλέον από τους πολλούς ως όχημα προοδευτικής αλλαγής και κοινωνικής χειραφέτησης. Σύμφωνα με τον Σιακαντάρη, εδώ και αρκετά χρόνια βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία εκφυλιστικής μετάλλαξης, που πλήττει τόσο την ποιότητα όσο και τη σταθερότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο καπιταλισμός των τελευταίων δεκαετιών, με τον οποίο θα πρέπει να συμβιώνει η δημοκρατία στον 21ο αιώνα, είναι πολύ διαφορετικός από τον φορντιστικό καπιταλισμό της βιομηχανικής εποχής. Ο νέος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός γίνεται όλο και πιο αφιλόξενος και εχθρικός απέναντι στη δημοκρατία. Η καπιταλιστική οικονομία της αγοράς γεννάει μεγάλες οικονομικές ανισότητες.
Η άνιση κατανομή των οικονομικών πόρων μεταφράζεται και σε πολιτική ανισότητα. Οι κάτοχοι του πλούτου διαθέτουν προνομιακά μια ευρεία γκάμα εργαλείων, για να προσανατολίζουν τις δημόσιες πολιτικές προς όφελός τους. Τα σημαντικά κέντρα αποφάσεων μετατοπίζονται προς τα πάνω, μετακινούνται σε χώρους απροσπέλαστους για τους πολλούς, στους οποίους έχουν πρόσβαση μόνον περιορισμένες ομάδες οικονομικά ή πολιτικά ισχυρών. Μειώνεται ο ρόλος των Κοινοβουλίων προς όφελος της εκτελεστικής εξουσίας και συγκεντρώνονται οι κυβερνητικές εξουσίες στο πρόσωπο του πρωθυπουργού. Τα πολιτικά κόμματα, εκείνοι δηλαδή οι συλλογικοί οργανισμοί που στο παρελθόν είχαν συμβάλει στη θεμελίωση της δημοκρατίας, έχουν αλλάξει χαρακτήρα.
Στην ιστορία του 20ού αιώνα, τα μαζικά πολιτικά κόμματα διέθεταν την ικανότητα να αναπτύσσουν στενούς δεσμούς με τις κοινωνικές τάξεις στις οποίες αναφερόταν η ιδεολογία τους, αλλά και να υπερασπίζονται τα υλικά τους συμφέροντα, διαπλάθοντας έτσι ισχυρές συλλογικές ταυτότητες. Από τα μαζικά ιδεολογικά κόμματα περάσαμε στα λεγόμενα πολυσυλλεκτικά και έπειτα σε κόμματα καρτέλ, δηλαδή σε ολιγαρχικές δομές που μοιράζουν στο στελεχικό τους δυναμικό προσοδοφόρες θέσεις εξουσίας μέσα στους κρατικούς θεσμούς, λειτουργώντας έτσι σαν ένα είδος προνομιούχας κάστας. Επομένως, ένα από τα κυριότερα εργαλεία της δημοκρατίας, το πολιτικό κόμμα, έχει πάψει το ίδιο να είναι δημοκρατικό. Ο Σιακαντάρης περιγράφει και αναλύει τη διαδικασία εκφυλιστικού μετασχηματισμού του πολιτικού κόμματος μέχρι και την τελική μετάβαση από το κόμμα καρτέλ στο τεχνοκρατικό «μετακόμμα» και στο κόμμα σουπερμάρκετ. Και ασκεί τεκμηριωμένη κριτική στον μύθο ότι η εκλογή της κομματικής ηγεσίας από τη βάση αποτελεί δήθεν μια δημοκρατική κατάκτηση. Καταδεικνύει αντίθετα ότι αυτή η μέθοδος εκλογής της ηγεσίας υποβαθμίζει τον ρόλο των μελών και πριμοδοτεί τον βοναπαρτισμό του ηγέτη, ο οποίος επιδιώκει ανεμπόδιστα μια αδιαμεσολάβητη σχέση με τους «φίλους» ψηφοφόρους.
Ενισχύεται έτσι ο συγκεντρωτικός και αυταρχικός αρχηγισμός, ενώ η επικοινωνιακή προβολή του προσώπου του ηγέτη εκτοπίζει και περιθωριοποιεί ιδέες και προγράμματα. Το γεγονός ότι έχουν μειωθεί δραστικά οι δυνατότητες των πολιτών να ασκούν ουσιαστική επιρροή στις πολιτικές επιλογές και στη λήψη των αποφάσεων εξηγεί εν μέρει τη μαζική αδιαφορία τους για την πολιτική. Την αδιαφορία αυτή ενισχύει και ένας πρόσθετος παράγοντας: στην πολιτική αντιπαράθεση είναι πλέον δυσδιάκριτη η αντίθεση Δεξιάς – Αριστεράς. Μετά το 1980, σοσιαλδημοκρατική Αριστερά και Κεντροδεξιά άμβλυναν τόσο πολύ τις διαφορές τους, ώστε να μοιάζουν με παρατάξεις που πωλούν τις ίδιες μάρκες προϊόντων σε διαφορετικές συσκευασίες. Αυτή η έλλειψη σημαντικών διαφορών οδήγησε στην κυριαρχία της άποψης ότι οι μάχες κερδίζονται στο απολιτικό Κέντρο, το οποίο υποτίθεται ότι αποτελεί τη μοναδική δύναμη ισορροπίας των πολιτικών συστημάτων.
Οπως σημειώνει όμως ο Σιακαντάρης: «Η διάκριση Αριστερά – Δεξιά είναι για τις δημοκρατίες ό,τι το οξυγόνο για την αναπνοή όλων των ζώντων ειδών». Στην απαξίωση της πολιτικής συμβάλλει και μια άλλη αντιπολιτική άποψη, σύμφωνα με την οποία στα κοινωνικά προβλήματα μπορούν να δοθούν ουδέτερες τεχνοκρατικές λύσεις, τις οποίες γνωρίζουν και μπορούν να εφαρμόζουν μόνον οι ειδικοί. Ολα αυτά τα φαινόμενα εκφυλιστικής μετάλλαξης της δημοκρατίας ο Σιακαντάρης τα ορίζει υιοθετώντας τρεις κεντρικές έννοιες: μεταπολιτική, μεταδημοκρατία, μετακόμματα. Δεν αρκείται όμως μόνο στη διάγνωση των κινδύνων που απειλούν τη δημοκρατία. Αναζητά θετικές λύσεις και προτείνει δημοκρατικά αντίδοτα. Υπογραμμίζει μάλιστα ότι για να επιβιώσει η δημοκρατία χρειάζεται να αναζωογονηθεί, χρειάζεται να ανανεωθεί ριζικά. Και δεν αρκεί βέβαια ο αναγκαίος εκδημοκρατισμός των πολιτικών κομμάτων. Η δημοκρατία δεν είναι μόνο μια μέθοδος επιλογής των πολιτικών ηγετών και των κυβερνώντων. Εμπεριέχει έναν αξιακό πυρήνα που συνδέεται με την επαγγελία για κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη.
Ο Σιακαντάρης προτείνει τον εμπλουτισμό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με τη θεσμική ενσωμάτωση ρεπουμπλικανικών αρχών και κανόνων. Ο ρεπουμπλικανισμός αντιλαμβάνεται την ελευθερία ως απουσία εξάρτησης, υπογραμμίζει την αξία της ενεργού συμμετοχής στα κοινά, το πρωτείο του κοινού καλού, τη σημασία της καλλιέργειας των ηθικοπολιτικών αρετών του πολίτη. Εξοπλίζει επομένως τη δημοκρατία με εφόδια, που της επιτρέπουν να μάχεται πιο αποτελεσματικά εναντίον των άνισων καπιταλιστικών σχέσεων.
Το μεγαλύτερο όμως μέρος της ευθύνης για την ανανέωση της δημοκρατίας αναλογεί στις δυνάμεις της δημοκρατικής Αριστεράς. Το κεντρικό μέτωπο του αγώνα είναι πάντα η μάχη κατά των ανισοτήτων και τα κυριότερα διαθέσιμα όπλα για τον τερματισμό της φορολογικής ασυλίας του πλούτου είναι η προοδευτική φορολογία εισοδημάτων, περιουσιών και κληρονομιάς.
Παράλληλα, χρειάζεται να διεξάγεται η πάλη για την υπεράσπιση και την ενίσχυση του κόσμου της εργασίας (καθολικό κοινωνικό κράτος, συλλογικές συμβάσεις, πλήρης απασχόληση κ.λπ.). Ισως έτσι μπορέσει να ανασυγκροτηθεί η παλαιότερη συμμαχία των μεσαίων με τα εργατικά και τα κατώτερα στρώματα και να πάψει η (κατά Πικετί) βραχμανική Αριστερά να εκπροσωπεί μόνο τους κερδισμένους της παγκοσμιοποίησης, τους μορφωμένους και τους εύπορους «άξιους». Οι δυνάμεις της Αριστεράς θα πρέπει να ακούσουν τη συμβουλή του Νορμπέρτο Μπόμπιο, που μας θυμίζει ο Σιακαντάρης: «Το ιδανικό της ισότητας και οι αξίες της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης θα πρέπει και πάλι να εμφανιστούν ως μη διαπραγματεύσιμες αξιακές αφετηρίες όλων των σχεδιαζόμενων κοινωνικών μετασχηματισμών».
Θανάσης Γιαλκέτσης