Το Σάββατο 2 Φεβρουαρίου συμπληρώθηκαν 76 έτη από το τέλος της μάχης του Στάλινγκραντ και τη συντριπτική ήττα των ναζιστικών στρατευμάτων από τον Κόκκινο Στρατό. Από πλευράς ιδεολογικο-πολιτικής απόστασης, έχουν συμπληρωθεί 76 έτη φωτός, θα λέγαμε. Διαβάζουμε στην Wikipedia, αναφορικά με τις χαρακτηριστικές αντιδράσεις της κοινής γνώμης στις καπιταλιστικές χώρες εκείνης της εποχής: «Η βρετανική συντηρητική εφημερίδα “Daily Telegraph” διακήρυξε ότι η νίκη [του Κόκκινου Στρατού] διέσωσε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό». Τόσο μακριά από τη «θεωρία των δύο άκρων», έστω και για λόγους στρατηγικής σκοπιμότητας. Αλλωστε οι στρατηγικές επιλογές έχουν και συναφή ιδεολογικά ερείσματα και αποτελέσματα.
Ο στρατηγικός επαναπροσανατολισμός της καπιταλιστικής ιδεολογίας από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κι έπειτα θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνίστατο σε μια –συστηματική, προσεκτική και με πισωγυρίσματα ανάλογα με τη συγκυρία– προσπάθεια εκκαθάρισης από κάθε ίχνος ιδεολογικής συμπόρευσης με το σοσιαλιστικό στρατόπεδο στην αντιπαράθεση με τον ναζισμό ή σε οτιδήποτε άλλο. Βέβαια, καθοριστικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια έπαιξε και το ίδιο το σταλινικό καθεστώς, του οποίου τα μαζικής κλίμακας εγκλήματα και ο βαθιά αντιδημοκρατικός χαρακτήρας του αποτελούσαν το βολικότατο άλλοθι των καπιταλιστικών δυνάμεων καθ’ όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου.
Η προπαγανδιστική θεωρία των δύο άκρων συγκροτήθηκε κατά μέγα μέρος με αναφορά σε τούτα τα πασιφανώς αποκρουστικά χαρακτηριστικά του «υπαρκτού σοσιαλισμού», από την ίδια τη νεοφιλελεύθερη θεωρία, που ήδη από τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου προετοίμαζε την ανθρωπότητα για το τι την περιμένει όταν το αντίπαλο δέος του «σοσιαλιστικού πειράματος» θα έχει αφήσει και την τελευταία του πνοή.
Στη σύγχρονη Ελλάδα, η θεωρία των δύο άκρων, αφού επιτέλεσε επαξίως τον προπαγανδιστικό της ρόλο κατά τη διάρκεια των μνημονίων και ιδίως κατά την εποχή όπου η Αριστερά βρισκόταν στην (αντιμνημονιακή) αντιπολίτευση, τώρα δεν έχει βέβαια περιέλθει σε αχρηστία, πάντοτε χρήσιμη θα είναι για το αστικό καθεστώς, αλλά ας πούμε ότι τείνει να παίζει δευτερεύοντα ρόλο.
Και τούτο διότι η ίδια η κύρια ιδεολογικο-πολιτική έκφραση του εγχώριου καπιταλισμού τείνει όλο και περισσότερο να πλησιάζει το ένα από τα «δύο άκρα» – την Ακροδεξιά προφανώς. Οχι τόσο υπό την έννοια της ιδεολογικής προσέγγισης της Χρυσής Αυγής – τούτο εξακολουθεί να είναι δυσχερές όσο η τελευταία παραμένει «μη σοβαρή», δηλαδή με «αντισυστημική» ρητορική και διωκόμενη για εγκληματικές ενέργειες. Αλλά υπό την έννοια της ιδεολογικής μετάλλαξης της ίδιας της δεξιάς παράταξης.
Πόσο όμως πρόκειται αληθινά για «μετάλλαξη»;
Στη Γαλλία, για παράδειγμα, οι αποτυχίες της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης δοκιμάζουν το ίδιο το κομματικό σύστημα ως σύστημα εκπροσώπησης κοινωνικών τάξεων. Τούτο πιστοποιείται από το «φαινόμενο Μακρόν» από τη μια και από τα «κίτρινα γιλέκα» από την άλλη. Η ελληνική Δεξιά δεν έχει παρόμοιο πρόβλημα εκπροσώπησης, διότι οι δεσμοί της με την ελληνική άρχουσα τάξη στην πραγματικότητα ποτέ δεν διαμεσολαβούνταν από τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς.
Τόσο το πελατειακό σύστημα όσο και η εκτεταμένη διαφθορά (που δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο) εξασφάλιζαν για τα ισχυρότερα τμήματα της αστικής τάξης μια άμεση ικανοποίηση των συμφερόντων τους χωρίς την ενοχλητική παρέμβαση των δημοκρατικών θεσμών.
Οσο για τις ίδιες τις ισχυρότερες ταξικές δυνάμεις, και με πιθανή εξαίρεση κάποια λίγα χρόνια της «χρυσής εποχής» του βενιζελισμού, ποτέ τους δεν πίστεψαν αληθινά ότι μπορούν να ηγεμονεύσουν διά μέσου της δημοκρατίας και της γνήσιας εφαρμογής των αρχών του πολιτικού φιλελευθερισμού.
Είναι ενδεικτικό ότι τα πρώτα χρόνια μετά τη χούντα οι Ελληνες μεγαλοαστοί τον Κωνσταντίνο Καραμανλή «προδότη που εξαπάτησε τον βασιλιά» τον ανέβαζαν, «Κερένσκι της Ελλάδας» τον κατέβαζαν.
Η ακροδεξιά «μετάλλαξη» της σημερινής Νέας Δημοκρατίας δεν είναι παρά η έμπρακτη διακήρυξη του κόμματος της ελληνικής άρχουσας τάξης ότι «το διάλειμμα της Μεταπολίτευσης τελείωσε, τα κεφάλια μέσα». Οσο για το Μακεδονικό, η τεράστια επένδυση προπαγάνδας και ιδεολογίας που αφιερώθηκε σε αυτό από την εν λόγω τάξη, τόσο μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού» όσο και τώρα, εξηγείται από το ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις που την εκφράζουν, προεξάρχοντος του πρωτοπαλίκαρου του «γεφυροποιού» Αβέρωφ, τότε όπως και τώρα, διείδαν σε αυτό μια χρυσή ευκαιρία η φασίζουσα ιδεολογία της μετεμφυλιακής Δεξιάς να καταστεί επιτέλους ηγεμονική.
Συναντάνε κάποια προβληματάκια στο πώς θα συνδυάσουν τούτη την επιστροφή στις ιδεολογικές τους ρίζες με τον «ευρωπαϊσμό» τους. Η ουσία, όμως, δεν είναι τόσο η «Ευρώπη» όσο η αφοσίωση στις αρχές του νεοφιλελευθερισμού. Και ο συνδυασμός με δαύτον είναι πανεύκολος. Τους προτείνω κιόλας μια ονομασία: νεοφιλοφασισμός.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών