Απόσπασμα από το έργο των Michael Hardt και Antonio Negri
Από την τάξη στο πλήθος
Η κίνηση από την τάξη στο πλήθος απηχεί, εν μέρει, τη γενική αναγνώριση ότι τις τελευταίες πολλές δεκαετίες η εργατική τάξη πρέπει να κατανοείται με όρους πολλαπλότητας, τόσο μέσα όσο και έξω από την επικράτειά της. Πρόκειται για μια μετατόπιση που ανταποκρίνεται στην εκκένωση των ισχυρισμών για τη δυνατότητα αντιπροσώπευσης της εργατικής τάξης από τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα και τους συνδικαλιστικούς θεσμούς. Βεβαίως η εργατική τάξη ως εμπειρική διαμόρφωση ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει. Όμως αφότου η εσωτερική της σύνθεση άλλαξε λόγω της ύπαρξης των νέων μορφών εργασίας, των νέων εργασιακών συνθηκών και των νέων μισθολογικών σχέσεων, απαιτούνται νέες έρευνες της ταξικής σύνθεσης. Πιο συγκεκριμένα, αυτές πρέπει να διερευνήσουν τις δυνάμεις της κοινωνικής συνεργασίας και του κοινού, οι οποίες, όπως έχουμε πει, αποκτούν σήμερα ολοένα και πιο κεντρική σημασία στην καπιταλιστική κοινωνία. Επιπροσθέτως, οι διαφορές ανάμεσα στους εργαζόμενους πληθυσμούς, οι οποίες υπήρχαν ανέκαθεν, τώρα πια αρνούνται, σε αυξανόμενο βαθμό, μια ενιαία αντιπροσώπευση. Οι διαφορές ανάμεσα στους τομείς της εργασίας -για παράδειγμα, οι διαφορές ανάμεσα σε μισθωτή και μη μισθωτή εργασία, ανάμεσα σε σταθερή και προσωρινή απασχόληση, ανάμεσα σε εργάτες με χαρτιά και σε εργάτες χωρίς χαρτιά- μαζί με τις διαφορές που αφορούν το φύλο, τη φυλή και την εθνικότητα (που σε κάποιο βαθμό έχουν να κάνουν και με τις διαφορές σε σχέση με το εργατικό στάτους), χρειάζεται όλες τους να εκφραστούν. Σε αυτό το σημείο, κάθε έρευνα της ταξικής σύνθεσης και κάθε εκπόνηση ταξικών πολιτικών σχεδίων πρέπει να εντάσσονται πλήρως σε μια διατομεακή ανάλυση. Αυτό δεν είναι τάξη μπορεί να πει κανείς, αν με την «τάξη» εννοεί ένα υποκείμενο που είναι εσωτερικά ενιαίο ή μπορεί να αντιπροσωπευθεί ως ένα ενιαίο σύνολο· είναι πλήθος, μια μη αναγώγιμη πολλαπλότητα.
Την ίδια στιγμή, το πέρασμα από την τάξη στο πλήθος σημαίνει ότι οι αγώνες της εργατικής τάξης και οι αντικαπιταλιστικοί αγώνες γενικότερα μπαίνουν μαζί και σε ισότιμη βάση με τους αγώνες ενάντια σε άλλους άξονες της κυριαρχίας, συμπεριλαμβανομένων των φεμινιστικών, των αντιρατσιστικών, των αντιαποικιακών, των κουίρ, υπέρ των δικαιωμάτων των αναπήρων και άλλων τέτοιων αγώνων (οι θεωρητικοί της πολλαπλότητας ποτέ δεν κουράζονται να ανοίγουν θέματα και να φτιάχνουν ατέλειωτες λίστες). Με αυτή την έννοια, η ιδέα του πλήθους συνδέεται στενά -και, πράγματι, της οφείλει πολλά- με τη διατομεακή ανάλυση και πρακτική, έτσι όπως εμφανίζονται στην έμπρακτη θεωρία του αμερικανικού μαύρου φεμινισμού. Η διατομεακότητα, στο πλέον στοιχειακό της επίπεδο, είναι μια πολιτική θεωρία της πολλαπλότητας. Στοχεύει στην εναντίωση στα παραδοσιακά μονοθεματικά πλαίσια της πολιτικής ανάλυσης, αναγνωρίζοντας τη διασύνδεση μεταξύ φυλής, τάξης, σεξ, φύλου και εθνικής ιεραρχίας. Αυτό σημαίνει, κατ’ αρχήν, ότι καμία από αυτές τις δομές κυριαρχίας δεν προηγείται των άλλων (ή ανάγεται σε αυτές). Πράγματι, είναι σχετικά αυτόνομες, έχουν την ίδια σημασία και αλληλοσυγκροτούνται: η ταξική κυριαρχία εξαρτάται και συγκροτείται από τις ιεραρχίες φύλου και φυλής, ακριβώς όπως η φυλετική κυριαρχία εξαρτάται από τις ταξικές ιεραρχίες, κ.ο.κ. Δεύτερον, ακριβώς όπως οι δομές της κυριαρχίας χαρακτηρίζονται από πολλαπλότητα, το ίδιο ισχύει για τις υποκειμενικότητες που σχετίζονται μαζί τους. Αυτό δεν συνεπάγεται ούτε μια απόρριψη της ταυτότητας ούτε μια σωρευτική, προσθετική αντίληψη των διαφόρων πολλών ταυτοτήτων αλλά, αντιθέτως, απαιτεί μια επανεξέταση της υποκειμενικότητας με όρους πολλαπλότητας.1 Έτσι, η επίκληση για διατομεακά πλήθη δεν είναι απλώς μια έκκληση για μεγαλύτερη ενσωμάτωση αλλά, μάλλον, όπως λέει και η Τζένιφερ Νας, «ένα αντι-υποτακτικό σχέδιο», δηλαδή μια μαχητική, επαναστατική στρατηγική, σε πολλαπλά μέτωπα ταυτοχρόνως.2
Ίσως να βοηθούσε σε αυτό το σημείο να σκεφτούμε το πέρασμα από την τάξη στο πλήθος μέσω της ιδέας της επισφάλειας, κι αυτό με δύο έννοιες. Η πρώτη έννοια της επισφάλειας, η οποία έχει αναπτυχθεί περισσότερο μεταξύ των ευρωπαίων θεωρητικών και ακτιβιστών, γίνεται κυρίως αντιληπτή με όρους μισθού και εργατικών σχέσεων.3 Η επισφάλεια, με αυτή την έννοια, χαρακτηρίζει την αντίθεση με τις εγγυημένες και σταθερές συμβάσεις, που χρησίμευσαν ως το ρυθμιστικό ιδεώδες της φορντιστικής οικονομίας στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα -ένα ρυθμιστικό ιδεώδες που υπήρχε ως πραγματικότητα μόνο σε έναν περιορισμένο αριθμό βιομηχανικών εργατών (κυρίως ανδρών) στις κυρίαρχες χώρες. Όμως στη διάρκεια των τελευταίων αρκετών δεκαετιών, οι εγγυημένες και σταθερές συμβάσεις εργασίας όπως και οι νόμοι που προστατεύουν τα εργατικά δικαιώματα, έχουν προοδευτικά εξαλειφθεί ακόμη και για εκείνον τον περιορισμένο πληθυσμό εργατών στις πιο ασφαλείς βαθμίδες της εργασιακής ιεραρχίας, με τους εργάτες να πρέπει να αποδεχτούν σε αυξανόμενο βαθμό άτυπες, βραχυχρόνιες και ανασφαλείς συμβάσεις εργασίας. Βεβαίως αυτές οι εργασιακές συμφωνίες είχαν πάντοτε να κάνουν με το φύλο και τη φυλή. Οι γυναίκες και οι μη λευκοί εργάτες στις κυρίαρχες χώρες είχαν εν γένει πιο επισφαλείς συνθήκες εργασίας απ’ ότι οι λευκοί βιομηχανικοί εργάτες. Όμως τώρα πια όλοι οι τομείς της εργατικής δύναμης επηρεάζονται από αυτή την τάση, αν και με διαφορετικούς τρόπους και βαθμούς. Η επισφάλεια της εργασίας είναι ένα ισχυρό όπλο στο μεγάλο οπλοστάσιο του νεοφιλελευθερισμού.
Μια άλλη έννοια της επισφάλειας, πιο αναπτυγμένη από αμερικανούς συγγραφείς, προσφέρει ένα χρήσιμο συμπλήρωμα και επίσης χρησιμεύει ως μέρος μιας ερμηνείας -και αμφισβήτησης- του νεοφιλελευθερισμού, όμως από μια πολύ ευρύτερη προοπτική. Η επισφάλεια, γράφει η Τζούντιθ Μπάτλερ, «περιγράφει εκείνη την πολιτικά επηρεαζόμενη κατάσταση όπου συγκεκριμένοι πληθυσμοί υποφέρουν από την αποτυχία των κοινωνικών και οικονομικών δικτύων υποστήριξης περισσότερο από άλλους, ενώ εκτίθενται σε διαφορετικό βαθμό σε τραυματισμούς, βία και θάνατο».4 Η εργατική επισφάλεια είναι σαφώς μέρος του σημερινού μείγματος, όμως η ιδέα της επισφαλούς ζωής πάει πολύ παραπέρα, στοχεύοντας να συλλάβει το πώς οι νομικές, οικονομικές και κυβερνητικές αλλαγές έχουν αυξήσει την ανασφάλεια ενός ευρέως φάσματος ήδη υποταγμένων πληθυσμών -συμπεριλαμβανομένων των γυναικών, των τρανς, των γκέι και των λεσβιών, των έγχρωμων, των μεταναστών, των ατόμων με ειδικές ανάγκες κλπ. Υπάρχει συνεπώς μια ιδέα της επισφάλειας που μιλά τη γλώσσα της εργατικής τάξης και μια άλλη που προωθεί μια διατομεακή οπτική. Βάλτε τις μαζί και θα έχετε μια καλή βάση για τη θεωρητικοποίηση του πλήθους.
Δεν θέτουμε αυτή την κίνηση από την τάξη στο πλήθος (ή από τον λαό στο πλήθος) ως μια πολιτική επιταγή. Κάτι τέτοιο δεν είναι αναγκαίο αφού ήδη αποτελεί ένα σαφές δεδομένο, που τα τελευταία είκοσι χρόνια εκδηλώνεται σε διαφορετικές χώρες και σε ποικίλα κοινωνικά πλαίσια. Καταλαβαίνουμε πώς πολλοί αντιλαμβάνονται την ιστορική μετατόπιση από την τάξη στο πλήθος ως μια παρακμή και απώλεια, ξεκινώντας από τη μειωμένη δύναμη και συμμετοχή στα θεσμικά εργατικά συνδικάτα και τα κόμματα της εργατικής τάξης (και, πράγματι, δεν είναι κάθε πολιτική πολλαπλότητα πολιτικά προοδευτική· τα πλήθη και ο όχλος μπορεί να είναι και αντιδραστικά). Όμως κάποιος οφείλει επίσης να αναγνωρίσει και όλα αυτά που κερδήθηκαν σε αυτή τη διαδικασία. Πρέπει να είναι εμφανές στο επίπεδο της ανάλυσης ότι η αναγνώριση της πολλαπλότητας των αμοιβαία συγκροτημένων δομών της κυριαρχίας μας δίνει έναν αξιόπιστο φακό για να αντιληφθούμε την κοινωνική μας πραγματικότητα, κι αυτό απαιτεί να συμπληρώσουμε τη σύντομη έρευνά μας της καπιταλιστικής κυριαρχίας με αντίστοιχες αναλύσεις των θεσμικών δομών της φυλής, του φύλου και των σεξουαλικών ιεραρχιών. Όμως κάτι τέτοιο είναι πιο κρίσιμης σημασίας στο επίπεδο της πρακτικής. Δεν θα υπάρξει σήμερα ένα επιτυχημένο και αξιόπιστο σχέδιο ταξικής πολιτικής που δεν θα είναι επίσης ένα φεμινιστικό σχέδιο, ένα αντιρατσιστικό σχέδιο και ένα κουίρ σχέδιο.
1 Έχει αναπτυχθεί μια τεράστια και ποικίλη φιλολογία, καθώς η διατομεακότητα έχει μετατραπεί σε έννοια-κλειδί σε μια ποικιλία πανεπιστημιακών πεδίων, ιδιαιτέρως στις σπουδές φύλου, όπως επίσης και στις πολιτικές συζητήσεις. Βλ. τα βασικά κείμενα της Κίμπερλι Κρενσόου, «Mapping the Margins», «Stanford Law Re-view», Ιούλης 1991, σ.1241-1299 και «Demarginalizing the Inter-section of Race and Sex», University of «Chicago Legal Forum», 140, 1989, σ.139-168. Για τις σύγχρονες συζητήσεις βλ. το εμβριθές βιβλίο της Jennifer Nash Black Feminism Reimagined After Inter-sectionality, Ντέραμ 2019.
2 Nash, οπ.π., σ.24.
3 Βλ., για παράδειγμα, Patrick Cingolani, Révolutions précaires, Παρίσι 2014.
4 Judith Butler, Notes Toward a Performative Theory of Assembly, Καίμπριτζ Μασαχουσέτης, 2015, σ.33.
Michael Hardt – Antonio Negri
Πηγή: Η Αυγή