Στα εφηβικά και νεανικά χρόνια μου, μερικές δεκαετίες προ πανδημίας, προ μνημονίων, προ κρίσης χρέους, προ χρηματοπιστωτικής κρίσης, προ ευρώ, προ εκσυγχρονισμού, όταν με λίγα κέρματα που κουδούνιζαν στην τσέπη αισθανόμασταν σχετικά ασφαλείς πως ό,τι κι αν συμβεί, τουλάχιστον θα μας έφταναν για ένα σουβλάκι αν μας έκοβε λόρδα ή για ένα ταξί αν ξεμέναμε μεταμεσονύχτια στην Αθήνα, πονοκεφαλιάζαμε μεταξύ άλλων με τον γρίφο του Μαρξ για τη σχετική και απόλυτη εξαθλίωση της εργατικής τάξης. Κι αυτός ο μπαγάσας, ο Μαρξ, μας παίδευε. Τα πιο σπουδαία του «Κεφαλαίου» του, τα έκρυβε σε υποσημειώσεις κι εμείς, νέοι και βιαστικοί, δεν είχαμε πολύ καιρό για εμβαθύνσεις. Αν και δεν ήταν σαφές τότε, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, ποιοι και πόσοι από μας, του ’60 εκδρομείς, μαθητές, φοιτητές, σπουδαστές, υποψήφιοι διανοούμενοι ή τεχνοκράτες, θα μπορούσαμε πράγματι να συγκαταλεγούμε στην εργατική τάξη ή θα καταλήγαμε στις παρυφές της, στους συμμάχους τους ή στους φύσει αντιπάλους τους, μας απασχολούσε η εξαθλίωσή της και η δική μας, σαν κοινό μας πρόβλημα.
Αλλά υπήρχαν πάντα μερικά κέρματα στην τσέπη, που κουδούνιζαν παρηγορητικά, από χαρτζιλίκια γονιών, θείων, παππούδων ή ψευτομεροκάματα από δουλειές του ποδαριού. Για μερικούς/ές υπήρχε κι ένα κανονικό εισόδημα από μια κανονική δουλειά, που αν και κακοπληρωμένη, συνηθέστατα ανασφάλιστη, τους καθιστούσε ζάμπλουτους στα μάτια των υπολοίπων, όταν έβγαζαν το πορτοφόλι που περιείχε κανονικά χαρτονομίσματα. Λίγο αργότερα, βέβαια, χάρη στον πληθωρισμό που έτρεχε με 20% τον χρόνο και βάλε, τα κέρματα άρχισαν να κουδουνίζουν λιγότερο στις κωλότσεπες. Τη θέση τους έπαιρναν χαρτονομίσματα -κατοστάρικα, πεντακοσάρικα, χιλιάρικα, ακόμη και πεντοχίλιαρα- που κάλυπταν περίπου τις ίδιες φτηνές ανάγκες μας. Το δίλημμα «δεν ξέρω πόσο πήγε η βενζίνη, εγώ 20 έβαζα 20 βάζω» δεν μας απασχολούσε. Σχεδόν κανείς δεν είχε αυτοκίνητο.
Μιλώ για μια εικοσαετία περίπου, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μετά, με τον στασιμοπληθωρισμό κατσικωμένο στον ανεπτυγμένο κόσμο και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας να κυμαίνεται από τα 3.000 μέχρι τα 10.000 ευρώ τον χρόνο, σε σημερινές τιμές. Και παρ’ όλο που αυτά τα κατά κεφαλήν μεγέθη είναι μέσοι όροι που δεν τρώγονται και δεν πληρώνουν λογαριασμούς, ακόμη κι όσοι ζούσαμε με εισόδημα κάτω από αυτούς τους μέσους όρους δεν μπορώ να πω ότι νιώσαμε τις συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης που ζει ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας κατασταλαγμένο είτε στην εργατική τάξη, είτε στην ευρύτερη μισθωτή εργασία, είτε στην κατά συνθήκη μεσαία τάξη. Θέλω να πω –και οι 50άρηδες και 60άρηδες προσπαθήστε να θυμηθείτε τους εαυτούς σας πριν 30-40 χρόνια– ότι ακόμη και με το εισόδημα των 3.000 ευρώ τον χρόνο, που ήταν παρακαλώ ένα αξιοσέβαστο εκατομμύριο εις δραχμάς, τότε που ο κατώτατος μισθός ήταν 32.000 δραχμές και ο μέσος ήταν διπλάσιος, ελάχιστοι βρίσκονταν σε πλήρη αδυναμία να πληρώσουν το περίφημο πεντάπτυχο: φως, νερό, τηλέφωνο, νοίκι (ή δάνειο), κοινόχρηστα. Τώρα, είμαστε ακριβώς σε αυτή τη συνθήκη απόλυτης εξαθλίωσης. Σε αδυναμία να πληρώσουμε το τίμημα των ελάχιστων όρων επιβίωσης με τους οποίους έχουμε ήδη συμβιβαστεί.
«Τίποτα δεν μπορεί να είναι χειρότερο από την επιστροφή στην κανονικότητα», έγραφε προφητικά στην αρχή της πανδημίας η Ινδή συγγραφέας Αρουντάτι Ρόι, σε ένα μάλλον αισιόδοξο κείμενο για το παράθυρο ευκαιρίας που άνοιγε στον κόσμο ο κορονοϊός. Αλλά δυστυχώς επιβεβαιώνεται μόνο στο ζοφερό, απαισιόδοξο σκέλος της προφητείας της. Τώρα που οι φιλάνθρωπες και αγαπησιάρικες φλυαρίες των πολιτικών και οικονομικών ηγεσιών του πλανήτη δίνουν τη θέση τους στις πραγματικές ανησυχίες και προτεραιότητές τους -τα χρέη, τα πλεονάσματα, ο πληθωρισμός, η ευρωστία των τραπεζών, το κόστος του χρήματος, το ΑΕΠ, τα ελλείμματα, ο ανταγωνισμός για τις αγορές, για τους φυσικούς πόρους, για τη γεωπολιτική επιρροή-, τώρα, αυτή είναι η μόνη (πανδημική ή μεταπανδημική) κανονικότητα που μπορούν να προσφέρουν. Μια κανονική, απόλυτη, απότομη εξαθλίωση, τουλάχιστον για τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού. Την κανονικότητα της εξαθλίωσης ή την αθλιότητα της κανονικότητας.
Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, εφόσον οι κυβερνήσεις, οι διεθνείς οργανισμοί, τα πολιτικά συστήματα, τα επιχειρηματικά καρτέλ, ο παγκόσμιος χρηματοπιστωτικός Λεβιάθαν και δυστυχώς η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπινων πλασμάτων αποδέχονται τη βασική συνθήκη αυτής της κανονικότητας: Η κρίση της πανδημίας αύξησε τον παγκόσμιο πλούτο στο ιλιγγιώδες μέγεθος των 450 τρισ. δολαρίων. Σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα αντιστοιχεί ένα αξιοπρεπές μερίδιο πλούτου άνω των 80.000 δολαρίων, έστω κι αν για τον μέσο Βορειοαμερικανό είναι 60 φορές πάνω από αυτό του μέσου Αφρικανού. Το κατά κεφαλήν εισόδημα έχει φτάσει στο αξιοπρεπές ετήσιο των 23.000 δολαρίων, αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία, αφού το φτωχότερο 50% πρέπει να βολευτεί με ένα υποσύνολο αυτού του παραπλανητικού μέσου όρου: μόλις το 8,5% του ετήσιου παγκόσμιου εισοδήματος.
Είμαστε στο φτωχότερο 50%, είμαστε ο «πάτος» του παγκόσμιου εισοδήματος (bottom δεν το λένε στα αγγλικά;). Και η σημερινή αδυναμία να πληρώσουμε το ρεύμα, το αέριο, τα τέλη κυκλοφορίας, τα ασφάλιστρα, τα δάνεια, τις οφειλές στην εφορία κι ένα καλάθι βασικών αγαθών, το γεγονός ότι οι περισσότεροι από μας αναγκαζόμαστε να κόψουμε ακόμη και τις μικρές πολυτέλειες μιας εβδομαδιαίας εξόδου και δεν διανοούμαστε να γεμίσουμε το ρεζερβουάρ είναι μια χειροπιαστή ερμηνεία τού πώς μπορεί να είναι αυτή η περίεργη κατά Μαρξ απόλυτη εξαθλίωση. Αυτή που μέχρι πρότινος για τους περισσότερους από μας ήταν ένα θλιβερό θέαμα της κατάστασης άλλων, παρακολουθούμενο πάντως από την ασφάλεια του καναπέ της σχετικής εξαθλίωσής μας.
Θεωρίες για την υπεραξία
Ο,τι κι αν είναι, ο κορονοϊός έχει καταφέρει να γονατίσει και να σταματήσει τον κόσμο, όπως κανένας άλλος δεν έχει καταφέρει. Το μυαλό μας εξακολουθεί να τρέχει προς τα πίσω και προς τα μπρος, λαχταρώντας την επιστροφή στην «κανονικότητα», προσπαθώντας να συρράψει το μέλλον μας με το παρελθόν μας, αρνούμενο να αναγνωρίσει την τομή μεταξύ τους. Αλλά η τομή υπάρχει. Και μέσα σ’ αυτή τη φοβερή απελπισία, μας προσφέρει την ευκαιρία να ξανασκεφτούμε την τρομακτική μηχανή που κατασκευάσαμε για τον εαυτό μας. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερο από μια επιστροφή στην κανονικότητα.
Ιστορικά, οι πανδημίες ανάγκασαν τους ανθρώπους να διαρρήξουν τους δεσμούς με το παρελθόν και να φανταστούν εκ νέου τον κόσμο τους. Αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν είναι διαφορετικό. Είναι μια πόρτα, μια πύλη μεταξύ ενός κόσμου και του επόμενου.
Μπορούμε να επιλέξουμε να διασχίσουμε αυτή την πύλη σέρνοντας πίσω μας τα πτώματα της προκατάληψης και του μίσους, της απληστίας μας, των τραπεζικών δεδομένων μας και των νεκρών ιδεών μας, των νεκρών ποταμών μας και των καπνισμένων ουρανών μας. Ή μπορούμε να περπατήσουμε ελαφρά, με μικρές αποσκευές, έτοιμοι να φανταστούμε έναν άλλο κόσμο. Και έτοιμοι να αγωνιστούμε γι’ αυτόν.
Αρουντάτι Ρόι, «Η πανδημία είναι μια πύλη» (Financial Times, 3/4/2020)
ΚΙΜΠΙ
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών