Ο διάολος κρύβεται στις λεπτομέρειες ή, αλλιώς, οι λεπτομέρειες είναι τελικά η ίδια η σάρκωση του διαβόλου: όταν στο σάιτ μιας εφημερίδας, της αριστεράς μάλιστα, από τους 25 αρθρογράφους μετράει κανείς εικοσιένα (21) άντρες και τέσσερις (4) μόλις γυναίκες, στο διαφημιστικό άλλης, επίσης αριστερής, έξι (6) άνδρες και μία (1) γυναίκα, στην προαναγγελία τρίτης, και πάλι αριστερής, δεκατέσσερις (14) άνδρες και τρεις (3) γυναίκες, κατανοούμε ίσως καλύτερα γιατί, επί παραδείγματι, ο όρος γυναικοκτονία δυσκολεύεται να περάσει ως πολιτικά ορθός στο κοινωνικό σώμα. Κι ακόμα περισσότερο, κατανοούμε γιατί και οι καλύτερες των οικογενειών αδυνατούν να αποτινάξουν το βαρύ ζυγό της συστημικής πατριαρχίας.
Η ηγεμονία της εξάλλου στα ΜΜΕ του γραπτού λόγου –άλλη υπόθεση η τηλοψία– πιστοποιείται και επικυρώνεται όταν τούτη εκλαμβάνεται ως κανονικότητα, δεν ενοχλεί και δεν εγείρει αντιδράσεις. Αν στη δημόσια σφαίρα, η γυναίκα δεν μπορεί να έχει «σοβαρή» φωνή παρά μοναχά κατά περίπτωση, ως εξαίρεση που επικυρώνει τον πατριαρχικό κανόνα, τούτο περνάει στα ψιλά, ως ασημαντότητα. Στην περίπτωση της τηλεόρασης, χρειάστηκε μεν εξαρχής τη γυναίκα ως είδωλο,τη μεταχειρίστηκε όμως ως ωραίον φύλο, φρικαλέα. Αναπαρήγαγε κάθε λογής σεξισμό και την ξεπούλησε ως ευτελές προϊόν, κρατώντας τις προνομιακές θέσεις, διευθυντικές και άλλες, για τους άνδρες. Και βέβαια, ούτε στις ταυτότητες των εφημερίδων θα συναντήσει κανείς γυναικεία ονόματα. Είναι, πάππου προ πάππου, τσιφλίκι των αντρών.
Η δημοσιογραφική διάνοια εξακολουθεί να έχει αρρενωπά χαρακτηριστικά. Οι βαριές υπογραφές εκείνων που επηρεάζουν ή βρίσκονται δίπλα στα κέντρα λήψης των –πολιτικών– αποφάσεων είναι, πάντα μα πάντα, αντρικές. Αλλά η γραφή και η εικόνα είναι κόσμοι. Σύμπαντα. Αυτοαναφορικά αντρικά, μοιάζουν να μη χωράνει τις γυναίκες, παρά μόνο στα επουσιώδη. Τα επιτελεστικά, εκείνα που διαμορφώνουν του όρους του ζην, τα χειρίζονται τα σερνικά.
Το σύμπαν που αντιλαμβάνονται, ο κόσμος που τους αφορά κι αυτός στον οποίον παρεμβαίνουν είναι αυτός όπου, ταυτόχρονα, διατηρούν την κατεξοχήν προνομιακή θέση.
«Και σεις, μαύρα μου συγγράμματα, που σας αγαπούσα και ήθελα το καλόν σας –ό,τι λογής μια αγαπητή μητέρα το θέλει εις τα τέκνα της– έχετε, κλεισμένα εδώ μέσα που σας έχω, να χορτάσετε την κοιλίαν των σαράκων, ή έχει κανένα καιρόν ο αδελφός μου να σας εβγάλει και να σας δώσει εις τους δούλους του, διά να σας ξεσχίζουν και να μεταχειρίζονται τα μέλη σας εις τας χρείας του μαγειρείου; Εγώ αποθνήσκω, αλλά πόσον ο θάνατός μου ήθελε με λυπεί ολιγότερον, αν ίσως ημπορούσα να σας παραδώσω εις κανένα σπουδαίον, εις κανένα που να τιμά, και όχι να καταφρονεί, τα γεννήματα της αγχινοίας!».
Ο πόνος της Ελισάβετ Μουτζάν –γνωστή με το επώνυμο του συζύγου Μαρτινέγκου–, καταγραμμένος απ’ την ίδια έναν αιώνα περίπου πριν, σήμερα, παραμένει οικείος. Η συμβολική βία του αποκλεισμού σαρώνει, ο όντως κόσμος των γυναικών παρουσιάζεται διαμεσολαβημένος μέσα από τα μάτια και τη γραφή των αντρών, η δε ορατότητα των ανισοτήτων περιορίζεται. Έτσι, στον υπαρκτό καπιταλισμό, η συρρίκνωση του δικαιώματος πρόσβασης στην εργασία χτυπά τις γυναίκες, στέλνοντάς τες στο σπίτι και επαναφέροντας νέους σκοταδισμούς (χαρακτηριστική η συζήτηση για την εκ νέου απαγόρευση των αμβλώσεων).
Στη νέα, υπό διαμόρφωση, πραγματικότητα, αν η γυναίκα παραιτηθεί από τη μάχη της ορατότητας, αν αποδεχτεί ηθικά την «αντικειμενικότητα» και την «αξιοκρατία», αν αποδεχτεί δηλαδή πως κόβεται επειδή κερδίζει ο «καλύτερος» –πάντα σε -ος η κατάληξη–, σημαίνει πως αποδέχεται την ετυμηγορία που της επιβάλλει η πατριαρχία, δικαιώνοντας την αντικειμενική αδικία που υφίσταται. Η διεκδίκηση των ποσοστώσεων είναι μια λύση, προς ώρας η καλύτερη.
Η 25η Νοεμβρίου, Παγκόσμια Ημέρα Εξάλειψης της Βίας κατά των Γυναικών, είναι βασικά μια μέρα υπόμνησης όλων των μεγάλων, αλλά και των μικρών καθημερινών αγώνων που έχουμε να δώσουμε. Ενάντια στη βία της πατριαρχίας και του σεξισμού.
Κατέ Καζάντη
Πηγή: Η Εποχή