Macro

Η άρνηση της απόκλισης – Από την Τελική Λύση, στην Μακρόνησο

STANLEY KOHEN, Καταστάσεις άρνησης. Μαθαίνοντας για τις θηριωδίες και τον πόνο, Μετάφραση: Σοφία Σπυρέα, Επιστημονική Επιμέλεια: Σοφία Βιδάλη, εκδόσεις Τόπος, σελ. 403

Το αντικείμενο, αν όχι η φιλοδοξία, παραμένει η ίδια: τι κάνουμε με τη γνώση που διαθέτουμε για τον πόνο, για τα δεινά που υποφέρουν οι άλλοι, και τι προκαλεί σε μας αυτή η γνώση; Φαινόταν αυταπόδεικτο ότι μια κοινή – ίσως παγκόσμια ή ακόμη ‘φυσική’ αντίδραση είναι να μπλοκάρουμε, να αποσυνδέσουμε ή να απωθήσουμε αυτήν την πληροφορία. Οι άνθρωποι αντιδρούν ως εάν να μη γνωρίζουν αυτό που γνωρίζουν (σ. 28). Ο Στάνλεϋ Κοέν, Ισραηλινός κοινωνιολόγος και εγκληματολόγος, ο οποίος δίδαξε στο LSE, θέτει με τα παραπάνω λόγια το κύριο αντικείμενο της έρευνάς του, δηλαδή τα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την παραβίασή τους, ιδίως σε σχέση με τα βασανιστήρια.

Το βιβλίο, αποτελούμενο από ένδεκα κεφάλαια, τα οποία παρουσιάζει με συστηματικό τρόπο η επιμελήτρια του βιβλίου, η καθηγήτρια εγκληματολογίας, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Σοφία Βιδάλη, εστιάζεται στο φαινόμενο της άρνησης. Πρόκειται για την άρνηση που αφορά μια απόκλιση. Εάν, δηλαδή, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η αναγνώριση ίσης αξιοπρέπειας όλων και η ίση ανθρώπινη μεταχείριση όλων είναι κανόνας, τότε ο βασανισμός ανθρώπων συνιστά απόκλιση από αυτόν τον κανόνα. Βέβαια, γράφοντας κανείς για «ανθρώπινη μεταχείριση» εισέρχεται σε έναν κύκλο εξηγητικής αμηχανίας, διότι, εάν εγκαταλείψει κανείς τον παραπάνω κανόνα, τότε και ο βασανισμός ανθρώπων «ανθρώπινη μεταχείριση» θα είναι, εφόσον άνθρωποι βασανίζουν ανθρώπους και, επίσης, άνθρωποι καμώνονται ότι αυτό δεν συμβαίνει και το αρνούνται, μη παραδεχόμενοι το γεγονός οι ίδιοι, στη συνείδησή τους. Είναι και αυτή η άρνηση, η άρνηση των θηριωδών πράξεων, που ορίζονται ως απόκλιση από αυτόν τον κανόνα, εξίσου ανθρώπινη; Οι «συστηματικές κακοποιήσεις παιδιών σε χώρους υπεράνω υποψίας, οι μαζικοί θάνατοι προσφύγων στις θάλασσες της Μεσογείου και στην Ελλάδα, τα θύματα συστηματικής αστυνομικής βίας, όπως και τα θύματα που προκαλούν οι αλλεπάλληλες κρίσεις, δεν απασχολούν εξίσου με τις ατομικές περιπτώσεις, καθώς η γνώση σχετικά με αυτά είναι συνολικά αλλοιωμένη και η άρνηση ή η συγκάλυψη κυριαρχεί», όπως γράφει και η επιμελήτρια του βιβλίου (σ. 23).

Το ζήτημα, λοιπόν, έγκειται στο πώς η αντιμετώπιση αυτής της άρνησης, καθώς και η αναζήτηση των προϋποθέσεων που θα καθιστούσαν δυνατή την υπέρβασή της, μπορεί να μετατεθεί από το πεδίο της ατομικής ευθύνης και αυτοσυνειδησίας, χωρίς να υποτιμάται αυτή η εμπέδωση της ηθικής ευθύνης, η οποία ακυρώνει το κρυπτοφανές «δεν θέλω να ξέρω», στο πεδίο της δημόσιας πολιτικής. Τότε το «δεν θέλω να ξέρω», που μισοκρύβεται -και, ως εκ τούτου, φαίνεται- πίσω από την υποκριτική απορία «Μπα, συμβαίνουν τέτοια πράγματα;», αφορά τη συλλογική αυτεπίγνωση και τη δοκιμαζόμενη, στη δημόσια σφαίρα, ηθικότητα μιας κοινωνίας. Ωστόσο, η ανάλυση του συγγραφέα εστιάζεται και στο επιμέρους, δηλαδή στον συγκεκριμένο άνθρωπο που, κάθε φορά, ενέχεται σε ειδεχθείς πράξεις, δηλαδή σε βασανισμούς ή μαζικές εξολοθρεύσεις. Η περίπτωση του ναζί Alber Speer, την οποία εξετάζει ο Κοέν (σσ. 137-142) είναι κάτι τέτοιο. Ο συγκεκριμένος ναζί από τη δίκη της Νυρεμβέργης μέχρι και τον θάνατό του, το 1981, αρνιόταν με επιμονή ότι γνώριζε πλήρως το σχέδιο της «Τελικής Λύσης». Ο συγγραφέας προσπαθεί να αναλύσει τον ψυχισμό του εκάστοτε θύτη, αλλά και των θυμάτων. Ιδίως, σε ό, τι αφορά την περίπτωση της Αργεντινής «όπου οι βασανιστές, οι φύλακες και τα θύματα ζούσαν μαζί στο ίδιο κτίριο. Η καθημερινή ζωή ήταν συχνά σαν παραίσθηση. Οι φυλακισμένοι έπαιζαν χαρτιά με αυτούς που τους έκαναν μαρτύρια. Όλοι (κρατούμενοι με χειροπέδες και αλυσίδες στα πόδια) παρακολουθούσαν το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου του 1978, φωνάζοντας μαζί συνθήματα υποστήριξης για την εθνική ομάδα. Στο στρατόπεδο του Μπουένος Άιρες, Olympus, έγκυες φυλακισμένες γυναίκες -που εξακολουθούσαν να υφίστανται βασανιστήρια- πήγαν εκδρομή με φύλακες σε ένα κοντινό πάρκο και καφετέρια. Κάθισαν μαζί, μιλώντας, εν μέρει κωδικοποιημένα, για την καθημερινή ζωή στα κέντρα βασανιστηρίων» (σ. 134). Πώς συζητεί κάποιος τα στοιχεία που συνθέτουν μια τέτοιου είδους καθημερινότητα; Η καθημερινότητα συνδέεται με την έννοια της ρουτίνας, της βαρετής επανάληψης και των ενδιάμεσων αλλαγών που, για λίγο, την διαταράσσουν. Πώς γίνεται, όμως, αντικείμενο συζήτησης η καθημερινή ρουτίνα του πόνου;

Ο Κοέν εξετάζει έναν μεγάλο αριθμό εξηγητικών αιτίων, στην κατανόηση των οποίων βοηθά πάρα πολύ και το σχετικό σημείωμα της μεταφράστριας, σχετικά με τη απόδοση όρων. Η συστηματική οργάνωση του βιβλίου, καθώς και η πολύ καλή μετάφραση, θα επιτρέψουν στον αναγνώστη να αποπειραθεί να σχηματίσει δικές του εξηγητικές υποθέσεις ανασυνθέτοντας στοιχεία της ανάλυσης του συγγραφέα, όπως αυτά παρατίθενται σε σχέση με τους ποικίλους εξηγητικούς λόγους, όπως την άρνηση και την ψυχολογία αυτού που αρνείται, τον αποκλεισμό του παρελθόντος και τους τρόπους με τους οποίους γίνονται οι δημόσιες εξιστορήσεις. Δεν έχουν σημασία μόνον οι λέξεις που είναι αναγκαίες για την εξιστόρηση, αλλά και εκείνες που περιγράφουν τις αποτρόπαιες πράξεις, επειδή «στον μυστικό κόσμο των βασανιστηρίων -όπου η πρόκληση του πόνου είναι τόσο προσωπική- τα προ της χούντας νοήματα των λέξεων αλλάζουν και ουδέτερες λέξεις ξαναμεταφράζονται» και έτσι «η θεατρική διαστροφή της γλώσσας είναι περισσότερο ένα βασανιστήριο για το θύμα, μια σαδιστική ευχαρίστηση για μερικούς βασανιστές» (σ. 135).

Το να λέει κανείς τα πράγματα αλλιώς από το πώς έχουν, αυτή η απόκλιση από τον κανόνα της νοηματικής κυριολεξίας, όταν δεν είναι χιούμορ, το οποίο μάλλον προϋποθέτει αυτή την απόκλιση, είναι ίσως ένας τρόπος, ώστε η «θεατρική διαστροφή της γλώσσας» να εξακολουθεί να βασανίζει. Μια διαστροφή, όμως, που δεν είναι απλώς γλωσσική, αλλά και θεατρική, όπως μας εξηγεί ο Κοέν, θα είναι, ούσα θεατρική, και παραστατική. Είναι εκεί που βάζει κάποιον να πει κάτι και αυτό που λέει είναι πράξη, όχι απλά και μόνο λόγος. Ας δούμε ένα άλλο παράδειγμα από την καθ’ ημάς πρόσφατη ιστορία του τόπου μας. Στην Μακρόνησο, οι βασανιστές και οι βασανιζόμενοι δεν συζητούσαν για την καθημερινότητά τους. Ήταν αλλιώς τα πράγματα. Και εκεί, όμως, συχνά κυριαρχούσε η «θεατρική διαστροφή της γλώσσας» με όλα την παραστατική της δύναμη. Ας δούμε ένα περιστατικό:

«Κάνει τούτη τη νύχτα τρομερό κρύο. Όλοι τουρτουρίζουν. Στις σκηνές έχουν σταματήσει οι συζητήσεις, βουβαμάρα απλώνεται. Ο νους παρακολουθεί αυτόν που βασανίζουν, δίπλα στ’ αποχωρητήριο του εβδόμου λόχου, μια ομάδα βασανιστών. ‘Θα κρατήσει;’. ‘Πρέπει να κρατήσει’. Εύχονται όλοι. Στη λέσχη αξιωματικών όργιο. Ένας με δεμένο μάτι -το’ χασε παίρνοντας την αναμόρφωση – μιλά απ’ το μικρόφωνο. Τα μεγάφωνα τορπιλλίζουν τα’ αυτιά των ξάγρυπνων: ‘Ευχαριστώ τη σεβαστή μας διοίκηση που με βοήθησε όπως και τόσους άλλους, να βρω το φως μου εις το μεγάλο εθνικό μας σχολείο’».1

Πόσο απέχει αυτή η εσωτερίκευση της βίας, που διαστρέφει την αυτοσυνειδησία, δηλαδή το να λέει ο άνθρωπος που υπέστη τη βίαιη εξόρυξη οφθαλμού, από βασανιστές -πρώην συνεξορίστους του- που έγιναν βασανιστές των πρώην συντρόφων τους, για να μην τους βασανίζουν άλλο, ότι περίπου «εις την Μακρόνησον ηύρον το φως μου» από το «Η εργασία απελευθερώνει»; Ας δούμε, όμως, και μια άλλη περίπτωση, όπου ο δήμιος δεν κρύβεται πίσω από την άρνηση: Ο έφεδρος λοχαγός Ελευθέριος Μηλιάδης διορίστηκε, το 1949, διοικητής της διαβόητης ΣΦΑ (Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών), που ήταν η κατεξοχήν, μαζί ίσως με τη διαβόητη χαράδρα, κόλαση του μακρονησιώτικου κολαστηρίου. Το 1964, δημοσιεύτηκε η ακόλουθη επιστολή του:

«Ο υπογεγραμμένος Ελευθέριος Μηλιάδης, τέως έφεδρος λοχαγός και Διοικητής των Στρατιωτικών Φυλακών Μακρονήσου (Σ.Φ.Μ.) επιθυμών να συμβάλω όπως διαλάμψη η Ιστορική αλήθεια του Μακρονησιώτικου δράματος ομολογώ μετά παρρησίας τα κάτωθι:

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι υπήρξα εις εκ των σκληροτέρων τιμωρών της ελευθέρας σκέψεως και συνδειδήσεως, ως και της αξιοπρεπείας πολλών συνανθρώπων μου και εν όπλοις συναδέλφων μου (ως π.χ. ο εφ. Ανθυπολοχαγός Παν. Καλλιδώνης) εις την Μακρόνησον, τους οποίους εθεώρουν τότε ως εχθρούς και προδότας του Έθνους!

Η σκληρότης μου υπηγορεύετο από τας εμπιστευτικάς διαταγάς (προφορικάς κυρίως) των προϊσταμένων μου, από τους ύμνους των διαφόρων πολιτικών και διανουμένων, οίτινες ευρίσκοντο εις την κορυφήν της πολιτικής και κοινωνικής πυραμίδος, προς την Μακρόνησον, και από την πλάνην μου ότι επιτελώ έργον Εθνικόν και Θεάρεστον!

Ουδέποτε όμως υπήρξα ιδιοτελής και ανήθικος, όπως υπήρξαν άλλοι «αρχιαναμορφωταί» (Τζανετάτος – Βασιλόπουλος -Σούλης κλπ.) οίτινες εσύρθησαν άλλοι μεν εις τα φυλακάς και άλλοι εις τους ανακριτάς ως καταχρασταί, πλαστογράφοι, παιδεραστές κλπ.

Εγώ έπραξα όσα έπραξα επειδή επίστευα ότι τιμωρώ εγκληματίας και ότι υπηρετώ σκοπούς Εθνικούς! Εκ των υστέρων διεπίστωσα απόλυτα την πλάνην μου. Ήδη αποκαλύπτομαι προ της Ιστορικής αληθείας, κατ’ επιταγήν της συνειδήσεώς μου, και ως έντιμος άνδρας επαναλαμβάνω: ‘ Το πλανάσθαι ανθρώπινον αλλά το ομολογείν την πλάνην δείγμα γενναίου ανδρός εστίν’.

Η παρούσα ομολογία μου επιθυμώ να καταχωρηθή εις την ιστορικήν συγγραφήν του δράματος της Μακρονήσου, διά να εξιλεωθώ έναντι του Θεού, της Ιστορίας και της συνειδήσεώς μου.

Εν Αθήναις τη 21 Οκτωρίου 1964

Υπογραφή: Ελευθέριος Μηλιάδης -τ. Δ)της Σ.Φ. Μ.».

Και ακολουθεί δεύτερη επιστολή:

«Αγαπητέ κ. Καλλιδώνη,

Επειδή επιθυμώ να συμβάλλω ειλικρινώς εις την ολοκλήρωσιν της αντικειμενικής συγγραφής του δράματος της Μακρονήσου, διά τούτο θέτω εις την διάθεσίν σου ωρισμένα αυθεντικά στοιχεία, άτινα είμαι βέβαιος ότι θα συντελέσουν εις την εκπλήρωσιν του σκοπού τούτου.

Τούτο πράττω διότι φρονώ ότι κάθε έντιμος άνθρωπος υποχρεούται να υπηρετή την ιστορικήν αλήθειαν και όταν ακόμη μαστιγώνεται υπ’αυτής. Αυτό μας εδίδαξαν οι μέγιστοι σοφοί πρόγονοί μας και φρονώ ότι πρέπει να το τηρούμεν με θρησκευτικήν ευλάβειαν.

Εύχομαι όπως η ιστορική αλήθεια του δράματος της Μακρονήσου φρονιματίση τους μεταγενεστέρους διά να ακολουθούν τον δρόμον της αρετής.

Με εκτίμησιν

(Υπογρ. ΕΛ. ΜΗΛΙΑΔΗΣ τ. Δ)της Σ. Φ. Μ.)»2

Πώς μπορεί -εάν μπορεί- να υπαχθεί αυτή η περίπτωση στη σχέση κανόνα και απόκλισης, που αναφέρθηκε στην αρχή, μιας που δεν εμπίπτει αυτονοήτως στο γνωστό φθέγμα ότι «η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα»; Τι είναι αυτό που «απανθρωπεύει» και τι είναι αυτό που εξανθρωπίζει τα ανθρώπινα ή, όπως έλεγαν και οι παλιοί αριστεροί, «Να ανθρωπεύσει ο άνθρωπος»; Το βιβλίο του Στάνλευ Κοέν, λόγω της επαρκούς εξηγητικής ισχύος του, ορίζει ένα πεδίο στο οποίο αυτή η σχέση απόκλισης και κανόνα, εντός της οποίας εδρεύει και «Το Στοιχείο του Εγκλήματος», μπορεί να εξηγηθεί και μέσα από την ιστορικότητά της, την ιστορική, ερμηνευτική ανάπλαση των πράξεων και τη διαρκή απορητική διερώτηση για τον ψυχισμό που λειτουργεί πίσω από αυτές. Ίσως να παραμείνουν ακατανόητες. Ωστόσο, είναι ένα βιβλίο που μας δείχνει πώς να υποβάλλουμε τα ερωτήματα. Για τις απαντήσεις, κουμάντο κάνει η ιστορία και το πώς αυτή ιστορείται.

 

1 Γιώργης Πικρός,Το Χρονικό της Μακρονήσου, Προλόγισμα: Κ. Βαλέτα, αυτοέκδοση, χ.χ., σ. 353.

2 Πάνου Ι. Καλλιδώνη (Τραυματία Εφ. Αξιωμ. Πολέμου 1940-41 και Εθν. Αντιστάσεως), Μακρόνησος. Ο Γολγοθάς της Δημοκρατίας,Δεκέμβρης 1964, Αθήναι, σς. 169-170. Για την περαιτέρω δράση του Ελ. Μηλιάδη, αλλά και τους «αρχιαναμορφωτάς» και τα όσα τους προσάπτει ο Ε. Μ. βλ. και Νίκου Μάργαρη, Ιστορία της Μακρονήσου, τ. Α’, τ. Β’ Αθήναι 1966, σς 249 και passim και 546, 372, καθώς και 446-450, 584-597 και για «τους διαφόρους πολιτικούς και διανοουμένους οίτινες ευρίσκοντο εις την κορυφήν της πολιτικής πυραμίδος», βλ. σς. 176-177, 343, 365-366, 370 -374,483-48.

Στέφανος Δημητρίου

Πηγή: Η Αυγή της Κυριακής