Ο τίτλος «Φελιτσιτά» στο καινούργιο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα (εκδ. Πατάκη), αναφέρεται σε μια γάτα που συντροφεύει τον βασικό πρωταγωνιστή, έναν εξηντάρη νεοάστεγο που τριγυρνά στην Αιόλου. Το μόνο τρυφερό πλάσμα στο βιβλίο είναι ζώο, όχι άνθρωπος…
Και όποιος θυμάται τη Ρομίνα Πάουερ με τον Αλ Μπάνο να τραγουδούν ανέμελα με μπρίο στις αρχές του 1980 την «Ευτυχία» («Felicità») που «είναι να κρατιέσαι χέρι χέρι», θα νιώσει με τη «Φελιτσιτά» ένα ηχηρό ειρωνικό χαστούκι στο όνομα των συνανθρώπων μας που υποφέρουν. Η φωτογραφία στο εξώφυλλο είναι χαρακτηριστική. Ας πάψουμε να κάνουμε τους αφελείς, ας ενεργοποιήσουμε μέσα μας την κριτική ματιά, μας λέει η σπουδαία συγγραφέας, που θα συμπληρώσει το 2024 πενήντα χρόνια στις επάλξεις – λογοτεχνικές, κοινωνικές, πολιτικές.
Ετούτο το 19ο βιβλίο της είναι ένα σύντομο μυθιστόρημα με σασπένς που ξεβολεύει το αναγνωστικό κοινό με όσα πραγματεύεται και το κρατά στην πρίζα με τη γραφή του. Στα σύντομα κεφάλαιά του η αφήγηση είναι καταιγιστική, χωρίς εισαγωγικά, χωρίς καμία τελεία, και αλλάζει συνεχώς γωνία θέασης, περνά από τον διάλογο στον εσωτερικό μονόλογο ή από το παρόν στο παρελθόν κ.ο.κ. λειτουργώντας σαν άσκηση εγρήγορσης.
«Η λογοτεχνία έχει τη δυνατότητα να μας δείξει και να μας αποδείξει γιατί είμαστε έτσι και όχι αλλιώς», λέει η Δούκα στην «Εφ.Συν». «Εχει κατά βάση παρηγορητικό χαρακτήρα. Αλλά η καλή λογοτεχνία μπορεί να λειτουργήσει και σαν ψυχογραφία και σαν ανθρωπογνωσία. Γιατί με τις λέξεις της μπορεί να τραβήξει την κουρτίνα και να μας αποκαλύψει τα κρυμμένα, τα ημιφωτισμένα, τα ακατανόητα, τα σκοτεινά. Ολο αυτό όμως το αδιάκοπο πήγαινε-έλα δεν διαρκεί για πολύ, εάν εμείς οι ίδιοι δεν κινούμαστε με τα μάτια μας ανοιχτά κι όχι σαν υπνοβάτες…»
● Κεντημένες στην πλοκή της «Φελιτσιτά» βρίσκουμε πλήθος αιχμηρές παρατηρήσεις για μεγάλα θέματα. Οπως το ότι υπάρχει έλλειμμα ενσυναίσθησης στην κοινωνία. Αφού όλοι αυτοί που ασπάζονται την κυρίαρχη αντίληψη ότι τα πάντα τα κινεί η οικονομία, η ανάπτυξη, οι επενδύσεις, μπορεί να μη θέλουν το κακό του διπλανού τους, αλλά και «δεν δίνουν δεκάρα για το καλό του». Πώς αλλάζει αυτό;
Με σιγουριά να σου πω δεν μπορώ, υποθέτω μόνο ότι τον πρώτο λόγο για το καλύτερο σε μια κοινωνία τον έχει η εκπαίδευση. Η παιδεία που διαπλάθει την κοινωνική συνείδηση, που διδάσκει ότι ο άνθρωπος μόνος του είναι έρμαιο στους θολούς χείμαρρους της εποχής, ότι ο μόνος τρόπος να αντισταθούμε στα θέσφατα και στις προκλήσεις των κυρίαρχων τάσεων και στην ατέλειωτη πληθώρα των διαφημιστικών, δελεαστικών προτάσεων είναι να ενεργοποιήσουμε μέσα μας την κριτική ματιά που, αν και όλοι τη διαθέτουμε, σχεδόν σπάνια τη χρησιμοποιούμε.
Από τα πρώτα μου βιβλία και έως σήμερα, καταπιανόμουν –σύμφωνα πάντα με τις ανάγκες του κάθε βιβλίου– με το πώς αντιλαμβάνεται την καλή ζωή ο άνθρωπος. Πώς στέκεται στον διπλανό του, πώς νοιάζεται για τον κόσμο και τα τόσα προβλήματα που τον περιβάλλουν και τον απειλούν. Να, το πιο απλό, αλλά και το πιο αιχμηρό: ποιος νοιάζεται ειλικρινά σήμερα, με τη διάθεση να θυσιάσει κάτι από τη βολή του, για τον πλανήτη που απειλείται και τον συνάνθρωπο που υποφέρει; Κι εδώ δεν έχει καμιά θέση η κλασική, η μίζερη φιλανθρωπία… Εδώ απαιτείται το δίκαιο της χρηστής διοίκησης, η εντιμότητα της ορθής διακυβέρνησης, αλλά πώς; Υπάρχει πάντα το βαθύ κράτος που όλα τα πριονίζει…
● Θα περίμενε κανείς να κυριαρχεί σ’ αυτό το μυθιστόρημα ένα κλίμα ήττας. Ενας εμποροϋπάλληλος, ο Κωνσταντίνος Καβουράκης ή «Κάβουρας», ύστερα από έναν καβγά με τη γυναίκα του και τις μπουνιές του πρωτότοκου γιου του, ξεσπιτώνεται, γίνεται άστεγος, αντιμετωπίζεται σαν αποσυνάγωγος, και τέτοιοι υπάρχουν γύρω του, πολλοί στην Αθήνα. Ομως, αυτό που διατρέχει το βιβλίο είναι, νομίζω, ο θυμός: το «φτάνει πια» που το εκφράζουν με διαφορετικούς τρόπους όλοι οι κεντρικοί χαρακτήρες. Οπως λέει κάποιος: «Η ευθύνη για τον ξεπεσμό της ελληνικής κοινωνίας δεν ισομοιράζεται».
Τον θυμό της ρητά στο βιβλίο τον εκφράζει η κόρη του «Κάβουρα», η Βούλα, αλλά όχι επειδή θα ήθελε να τον μεταπλάσει σε αντίσταση. Την ικανοποιεί να νιώθει μόνο ότι δεν είναι χάννος, ότι έχει πάρει τη ζωή της στα χέρια της, έτσι νομίζει. Είναι όμως έτσι; Δεν μπορώ να το πω. Στην ουσία κι αυτή ουρανοβατεί, όπως λίγο ή πολύ όλοι μας. Το θέμα είναι να έχουμε τη συνείδηση του εαυτού μας καθώς πορευόμαστε και ονειροπολούμε, να έχουμε την ευελιξία να αποδεχόμαστε την όποια ήττα ή διάψευση και να πηγαίνουμε παραπέρα ως νικητές, κι ας ακούγεται παράλογο. Νικητής και νικήτρια επί της ουσίας είναι αυτός και αυτή που συνεχίζουν με το κεφάλι ψηλά αλλάζοντας ρότα. Αυτός και αυτή που αναζητούν το καλύτερο, δίπλα πάντα στον άλλο και με σεβασμό και έγνοια για το κοινωνικό σύνολο. Το θέμα δεν είναι η καριέρα σου. Το θέμα είναι να ζεις σε συμφωνία με τις πραγματικές ανάγκες σου.
● Ο πιο συγκροτημένος και συνεπής χαρακτήρας στο βιβλίο είναι μια κομμώτρια. Μια καλλίγραμμη νταρντάνα που παράτησε τη Φιλοσοφική, άνοιξε κομμωτήριο και διαβάζει εκλαϊκευμένα ιστορικά βιβλία. Η Βούλα. Ως συγγραφέας μάλλον της έχεις αδυναμία…
Ως συγγραφέας οφείλω να «υπηρετώ» χωρίς διακρίσεις τους χαρακτήρες που σχεδόν ερήμην μου, λέξη λέξη, εγκαθιδρύονται μέσα μου. Εκ των υστέρων τους παρατηρώ και τους αποδέχομαι. Δεν δικαιούμαι να τους κρίνω ή να τους επικρίνω ούτε και να τους αγαπώ περισσότερο από τους άλλους χαρακτήρες, εφόσον ο καθένας με τον τρόπο του υπηρετεί την όποια πλοκή του βιβλίου που φιλοδοξεί να αναδείξει τη βαθύτερη αιτία της εποχής του. Η Βούλα εδώ έχει αναλάβει τον ρόλο της γυναίκας που κινείται διαρκώς μπροστά, κοιτάζει γύρω της και καταλαβαίνει τι βλέπει. Εχει εμπιστοσύνη στην κρίση της και δεν αποδέχεται την κρίση των άλλων για τις επιλογές της. Εχεις όμως δίκιο. Ερχονταν στιγμές που την καμάρωνα, καθώς έγραφα, για το ευθύβολο και ειλικρινές του χαρακτήρα της, για τον τρόπο της να υπάρχει και να προσπερνά τα εμπόδια χωρίς να τα γκρεμίζει…
● Ο πατέρας σ’ αυτή την οικογένεια είναι κακοποιητικός προς τη γυναίκα του, παρότι υπήρξε ερωτευμένος όπως κι εκείνη. Την πιάνει απ’ τα μαλλιά και την τραβάει όταν νιώθει περιφρονημένος. Εκείνη δεν τον καταγγέλλει αλλά είναι «καμαρωτά εκνευρισμένη» και άτεγκτη απέναντί του. Τα τρία παιδιά του δεν νιώθουν αγάπη γι’ αυτόν, αλλά τον λυπούνται, όχι όμως τόσο ώστε να χάσουν τη βολή τους εξαιτίας του. Η κακοποίηση έχει πολλά πρόσωπα, κι εσύ τολμάς να τα δείξεις. Ποια είναι η θεραπεία;
Υπήρξε εποχή, και όχι πολύ μακρινή, που η θέση του άντρα κυριαρχούσε στο σπίτι-οικογένεια, ανεξάρτητα από την τάξη, την προέλευση, τη μόρφωση. Αντρες και γυναίκες ερωτευμένοι και ταυτοχρόνως κακοποιητικοί μεταξύ τους. Πότε χειροδικώντας, πότε «εκτελώντας» επί τόπου με τα λόγια, με τις λέξεις τις φαρμακερές… Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο Κωνσταντίνος, αισθάνεται με το παραμικρό μειωμένος, έχει περάσει δύσκολη παιδική ηλικία, με τραύματα ανήκεστα, αυτό βέβαια δεν τον αθωώνει. Η συμπεριφορά του υπάγεται σ’ αυτό που λέμε παραφορά στιγμιαία, κι έπειτα μετάνοια με συγγνώμες και υποσχέσεις που δεν θα τηρηθούν. Στην περίπτωσή τους οι δυο κεντρικοί χαρακτήρες από ένα χρονικό σημείο και μετά θα έπρεπε να έχουν χωρίσει. «Αλλά πώς;» σκεφτόταν η Ελένη που πάντα αυτή αποφάσιζε, με τρία παιδιά, απροστάτευτη, κι ας είχε τη δουλειά της (θυρωρός σε υπουργείο) για την οποία στολιζόταν και καμάρωνε… Κι έτσι κυλούσε ο καιρός, με ζήλιες και πικρές κουβέντες αλλά και με αγάπη… Τα παιδιά, μάρτυρες και παρατηρητές, το καθένα με τον τρόπο του.
Κι έρχομαι τώρα στον πυρήνα της ερώτησης. Ναι, η κακοποίηση έχει πολλά πρόσωπα, πολλές εκδοχές, ακόμη και στα πιο ευτυχισμένα ζευγάρια. Η κακοποίηση, ως ορισμός της εποχής μας, μπορεί να ξεκινήσει από ένα φαρμακερό βλέμμα ή έναν απαξιωτικό χαρακτηρισμό… Αυτά όλα δεν θεραπεύονται. Είναι σύμφυτα με τον χαρακτήρα και τη φύση μας. Και μακάρι να υπήρχε μια πολιτεία ικανή να παρασταθεί στη δυστυχία, στην απελπισία και στην κακοποίηση των ανθρώπων, των γυναικών κυρίως. Αλλά πώς; Τα γρανάζια της κοινωνίας, μας αρέσει ή όχι, εμπεριέχουν όλη αυτή την τοξική απανθρωπιά και αντιπαλότητα… Ας θυμηθούμε τον Ζακ, τον Γιακουμάκη, τους χτυπημένους κάθε λίγο μαθητές από τους συμμαθητές τους…
● Από τα νιάτα σου έχεις συνδεθεί με την Αριστερά, την ανατέμνεις, την σχολιάζεις και την παρακολουθείς τόσο στο λογοτεχνικό έργο σου όσο και στον δρόμο ή στην πολιτική αρένα. Τι σημαίνει για σένα το ότι εν έτει 2023 η Αριστερά, όπως την ξέραμε στην Ελλάδα μετά το 1968, διαλύεται αλλά και λοιδορείται από μέσα και απέξω;
Θυμάμαι τη γιαγιά μου που έλεγε: «Καλημερίζονται δυο άνθρωποι. Τι κάνεις; ρωτά ο ένας. Κουκιά βράζω, του απαντά. Εσύ; Α, όχι, εγώ κουκιά μαγειρεύω». Πέρα και πάνω όμως από αυτή την ασυνεννοησία, θα ήθελα να ξαναπώ για πολλοστή φορά ότι για μένα η Αριστερά, έστω και αν αισθάνομαι τώρα απογοητευμένη, είναι κάτι το βαθύ και το απέραντο, ούτε ξεριζώνεται ούτε συρρικνώνεται. Είναι η ανάγκη και του ενός μόνο ανθρώπου να ονειρευτεί την ισότητα, να τραγουδήσει τα επαναστατικά τραγούδια, να ξαναδιαβάσει τα βιβλία του, την ποίησή του, τις μαρτυρίες του… Η Αριστερά είναι ένα σύμπαν που όσο κι αν βάλλεται και από τα μέσα και από τα έξω, δεν παύει να υπάρχει στις καρδιές των ανθρώπων. Δεν παύει να εμπνέει τους νέους, δεν παύει να φωτίζει τις διαδρομές της ιστορίας, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Η Αριστερά με άλλη ονομασία έδειχνε τον δρόμο από τα χρόνια τα παλιά, τα αρχαία, πότε τροχάδην, πότε σκοντάφτοντας, πότε σημειωτόν, πότε βάδην, πώς να πηγαίνει ο άνθρωπος, πού να φτάνει, πού να επιμένει…
● Η Ελλάδα βάφτηκε «μπλε» στις πρόσφατες εκλογές παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ενέχεται σε πολύ κρίσιμα για όλους μας, προβλήματα (παρακολουθήσεις, διάλυση ΕΣΥ, παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, επαναπροωθήσεις μεταναστών, σύγκρουση τρένων στα Τέμπη κ.ο.κ.). Πώς εξηγείς τη στάση της κοινωνίας;
Πώς να την εξηγήσω, δεν είμαι σε θέση να εξηγώ, μόνο να αισθάνομαι μπορώ, να καταλαβαίνω, να συγχωρώ ή να μη συγχωρώ. Αυτό που έχει συμβεί με τον Μητσοτάκη και τη συντροφιά του το αισθάνομαι σαν το επιτραπέζιο ντόμινο, που συμπαρασύρει τα τουβλάκια το ένα μετά το άλλο σε μια ομοιόμορφη «ισοπέδωση». Κι όταν πια έχει τελειώσει το θέαμα, μένουμε με το αναπόδραστο, κι ας το εξηγούμε ο καθένας με τον τρόπο του, μετανιωμένοι ή όχι, να μας αποβλακώνει.
● Εμφανίστηκες στα ελληνικά γράμματα πριν από πέντε δεκαετίες με τις νουβέλες της συλλογής «Η πηγάδα» (1974) και τριγύρω κυκλοφορούσαν όλα τα ιερά τέρατα με βιβλία-σταθμούς: Τσίρκας, Ρίτσος, Αλεξάνδρου, Κουμανταρέας κ.ά. Πώς έγινες η «Μάρω Δούκα»;
Να το πω κι αυτό. «Μάρω Δούκα» έγινα από το 1967-1973, με «καιρό και με κόπο», πετώντας ταυτόχρονα αντιδικτατορικές προκηρύξεις και προσπαθώντας να «γράψω», διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας μαζί με τα τόσα άλλα αγαπημένα βιβλία μου, τον Γιάννη Ρίτσο από τα πρώτα του επαναστατικά ομοιοκατάληκτα ποιήματα έως τα αγωνιστικά, τα ολιγόστιχα υπαρξιακά, στοχαστικά, στωικά, ερωτικά, της πικρής, της βαθιάς, της τολμηρής επίγνωσης ποιήματά του, τα εξομολογητικά, τα παρηγορητικά. Κι αυτό, γιατί έχω την αίσθηση ότι, στα χρόνια εκείνα της νεότητάς μου, μέσα από το μεγαλειώδες έργο του μπόρεσα να οξύνω κάπως τη ματιά μου, να κατανοήσω την εποχή μου στο μέτρο του δυνατού μου, να ανοιχτώ στο πέλαγος …
Μικέλα Χαρτουλάρη