Διαβάζοντας τη συνέντευξη του κ. Μητσοτάκη στο «Βήμα» (29-12-2019), δεν μπορεί να μη σταθείς σε ορισμένα σημεία που αφορούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ιδίως σ΄ αυτή την περίοδο, που περνούν μια φάση υψηλής έντασης. Απαντώντας σε ερώτηση που αφορά την προσφυγή στη Χάγη, ο πρωθυπουργός χρησιμοποιεί διατυπώσεις, που για πρώτη φορά βγαίνουν από το στόμα πολιτικού της δεξιάς, τουλάχιστον τις τελευταίες δεκαετίες. Και μάλιστα από το στόμα αρχηγού της ΝΔ, που πολύ πρόσφατα κατέφυγε για ψηφοθηρικούς λόγους στο χάιδεμα των εθνικιστικών αφτιών με αφορμή τη συμφωνία των Πρεσπών.
Θυμίζω τις διατυπώσεις: «Αν δεν μπορούμε να τα βρούμε με την Τουρκία, τότε θα πρέπει να συμφωνήσουμε η μία διαφορά που αναγνωρίζει η Ελλάδα, να εκδικαστεί από ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, όπως είναι το Δ.Δ. της Χάγης. Και για να είμαι απολύτως σαφής, αναφέρομαι στον ορισμό της υφαλοκρηπίδας και των θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και στην Αστυνομική Μεσόγειο».
Αμήχανη σιωπή
Ψάχνοντας λίγο για τις αντιδράσεις που προκάλεσε η αναφορά αυτή, διαπιστώνουμε ότι από την πλευρά των μίντια και πολλών δημοσιογράφων υπέστη «ελαφρώς» λογοκρισία. Δεν είναι μόνο ότι δεν σχολιάστηκε σαν μια σημαντική τοποθέτηση υπέρ της προσφυγής στη Χάγη, αλλά σε πολλά δελτία ειδήσεων κοβόταν στη λέξη «ζωνών», γιατί διαφορετικά θα έπρεπε να εξηγήσουν τι σημαίνει «ορισμός θαλασσίων ζωνών στην Αν. Μεσόγειο», όπου ο ορισμός της ζώνης του ενός προϋποθέτει ορισμό της ζώνης αρκετών άλλων κρατών.
Η λογοκρισία ήταν ακόμη πιο σοβαρή για μια άλλη διατύπωση, που σχεδόν αγνοήθηκε παντελώς: «Θα πρέπει να είμαστε απολύτως έτοιμοι να δεχθούμε την τελική απόφαση ενός τέτοιου διεθνούς οργάνου». Και είναι τόσο σημαντική η απουσία σχολιασμού μιας τόσο σοβαρής διατύπωσης, που αφήνει μάλλον μετέωρη τη διαπίστωση του ίδιου του πρωθυπουργού ότι «διαμορφώνεται μια πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία που αναγνωρίζει ότι πρέπει, με κάποιον τρόπο, να λύσουμε τις διαφορές μας με την Τουρκία». Η διαπίστωσή του, βέβαια, ακούγεται σαν ξορκισμός ή σαν ευχή, από το στόμα ενός πολιτικού ηγέτη, που πρόσφατα τάισε τον πιο παρανοϊκό εθνικισμό. Ωστόσο, όχι μόνο πρέπει να σημειωθεί, αλλά και να εκτιμηθεί ως θετική εξέλιξη και σαφής προσέγγιση σε θέσεις που ως τώρα κυρίως η αριστερά και τμήμα του προοδευτικού κέντρου έχουν υποστηρίξει. Από την άποψη αυτή, έχει δίκιο ο Αλ. Τσίπρας, που σημειώνει στο άρθρο του στην «Αυγή» (1-1-2020) ότι η ΝΔ «σήμερα που καλείται να κυβερνήσει, αναγκάζεται να υπαναχωρήσει» σε σχέση με τα θέματα εξωτερικής πολιτικής –και όχι μόνο ως προς τη συμφωνία των Πρεσπών.
Αμφισβήτηση εξ οικείων
Οι αντίπαλοι, όμως, μιας τέτοιας υπαναχώρησης δεν σιωπούν μόνο, επιτίθενται και ανοιχτά στον κ. Μητσοτάκη. Χαρακτηριστική είναι η κριτική του κ. Πρετεντέρη στα «Νέα». Τι του καταλογίζει; «Προσκοπικό αγγελισμό»! Διότι το πρόβλημα είναι η Τουρκία», η οποία δεν είναι «πολιτισμένη χώρα» και, συνεπώς, «δεν ξέρω αν απέναντι στο πρόβλημα Τουρκίας είναι λύση η Χάγη». Και δεν παραλείπει, βέβαια, να δώσει τη «γραμμή», εξηγώντας την αναφορά του πρωθυπουργού σαν κίνηση τακτικής, όχι σαν στρατηγική στόχευση: «Αντιλαμβάνομαι την ανάγκη της ελληνικής ηγεσίας να επικαλείται το διεθνές δίκαιο (…) Ακούγεται ωραία στις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον»… Αλλά το κυριότερο επιχείρημά του είναι απλώς ένα ψέμα: «Η Τουρκία δεν έχει εκδηλώσει καμία διάθεση να πάει στη Χάγη»! Δηλώνει άγνοια για τις πρόσφατες δηλώσεις Τσαβούσογλου στο «Βήμα», που η ίδια η εφημερίδα του συγκροτήματος τιτλοφόρησε «Παράθυρο για κοινή προσφυγή στη Χάγη».
Θα σκεφτείτε ίσως «σιγά, και τι εκφράζει ο Πρετεντέρης;» Εκφράζει όλους εκείνους τους δισταγμούς και τις αντιρρήσεις, ακόμη και την αντιπαλότητα σε μια στρατηγική πολυμερούς συνεννόησης με βάση το διεθνές δίκαιο στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου. Δηλαδή όλα εκείνα τα υπαρκτά αντίβαρα σε μια πολιτική, που θα ξεφεύγει από την πεπατημένη της διατήρησης κάθε εκκρεμότητας. Και δεν είναι αμελητέες οι δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από τέτοιες θέσεις. Είναι υπαρκτές τόσο μέσα στη ΝΔ –και έχουν ενισχυθεί με την στάση της ηγεσίας της στη συμφωνία των Πρεσπών– όσο και στον κεντρώο χώρο, όπως δείχνουν και οι πρόσφατες τοποθετήσεις του ΚΙΝΑΛ ή προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ (βλέπε «διάλογο» Τ. Γιαννίτση –Ν. Μουζέλη στα «Νέα»).
Υπό αυτές τις συνθήκες δεν είναι καθόλου δύσκολο οι τοποθετήσεις Μητσοτάκη –παρότι συνιστούν ακόμα και έτσι θετική εξέλιξη– να μείνουν στο χαρτί. Απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ποια οφείλει να είναι η τοποθέτηση της αριστεράς;
Ένα βήμα πιο μπροστά
Ορθά ο Αλ. Τσίπρας στο προαναφερόμενο άρθρο του στην «Α» δηλώνει ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να προχωρήσει στον ολισθηρό δρόμο της αντιπολιτευόμενης πατριδοκαπηλείας που άνοιξε η ΝΔ». Είναι υποχρέωση αρχής για την αριστερά. Όμως χρειάζεται κάτι παραπάνω. Χρειάζεται να δοθεί μάχη τόσο στο πολιτικό επίπεδο, ώστε να αποκρουστούν πισωγυρίσματα ή επικοινωνιακές χρήσεις των ορθών διακηρύξεων, όσο και στο πεδίο της κοινωνίας, ώστε να απομονωθούν οι δυνάμεις εκείνες που ωθούν προς την αντίθετη κατεύθυνση, να μειωθεί στο ελάχιστο η επιρροή τους, που ενισχύθηκε με την ανεύθυνη και πατριδοκάπηλη τακτική της ΝΔ από τη θέση της αντιπολίτευσης, και η υπεράσπιση της συμφωνίας των Πρεσπών και του πνεύματος της να επικρατήσει τηρουμένων των αναλογιών σε όλα τα μεγάλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Κι αυτό δεν χρειάζεται μόνο αποκλεισμό ολισθηρών δρόμων, απαιτεί επίμονη πολιτική και ιδεολογική προσπάθεια για τη διάνοιξη νέας στρατηγικής με στόχο την επίτευξη πολυμερούς συμφωνίας με βάση το διεθνές δίκαιο και με το κύρος διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, όπως το Διεθνές Δικαστήριο.
Από την άποψη αυτή, η κριτική προς την κυβέρνηση ότι «δεν έχει συγκληθεί το ΚΥΣΕΑ», ή «δεν έχει συσταθεί Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας», καθώς και η καινοφανής, που δεν αποτελούσε θέση του ΣΥΡΙΖΑ, «σύγκληση Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών», είναι δευτερεύουσας και μη ουσιαστικής σημασίας. Η πολιτική της αριστεράς σε τέτοια κρίσιμα ζητήματα δεν μπορεί να είναι σχολιαστική, οφείλει να ανοίγει με τις πρωτοβουλίες της νέους δρόμους, στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που πιέζουν διαρκώς οι ισχυρές εθνικιστικές τάσεις. Να προηγείται και να υποχρεώνει χάρη στη διορατικότητα και τις ορθές επιλογές της τους άλλους να τη λάβουν υπόψη και να προσαρμοστούν.
Η εμπειρία από τη θετική επίδραση που αποδεδειγμένα είχε και σε αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις η στρατηγική στο μακεδονικό ζήτημα, θα έπρεπε να μας έχει διδάξει. Τώρα, που η ίδια η κυβέρνηση της ΝΔ αναγκάζεται να φυλαχτεί από τις αρνητικές επιπτώσεις των αντιλήψεων που η ίδια εξέθρεψε, δεν είναι νοητό να τηρεί παθητική και απλώς παρενοχλητική στάση η αριστερά, φοβούμενη ότι μπορεί να τη χαρακτηρίσουν αντιπατριωτική. Δεν ζήτησε ούτε χρειάζεται να ζητήσει διαπιστευτήρια από εκείνες τις πολιτικές παραδόσεις, που στο όνομα του δήθεν υπερπατριωτισμού έχουν φορτωθεί την ευθύνη για τις πιο μεγάλες εθνικές τραγωδίες του αιώνα που πέρασε: μικρασιατική καταστροφή και κατοχή της βόρειας Κύπρου.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή