Macro

Η Αριστερά μετά τον κορονοϊό

Οταν έγιναν ευρύτερα γνωστές οι προβλέψεις για υπερθέρμανση του πλανήτη και συνεχιζόμενη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, ήταν πλέον σαφές ότι σε όλες τις χώρες έπρεπε να γίνει μια μεγάλη αλλαγή στον τρόπο αντιμετώπισης των επεξεργασιών όλων σχεδόν των πολιτικών. Ο σχεδιασμός για την αντιμετώπιση και αναστροφή της καταστροφικής δυναμικής έπρεπε να αποκτήσει την πρωτεύουσα σημασία, και η εξειδίκευση αυτού του σχεδιασμού έπρεπε να γίνεται πάντα εκ των προτέρων μέσα από τη συνύπαρξη επιστημονικού έργου και δημοκρατικών διαδικασιών αξιολόγησης και νομιμοποίησής του από κατάλληλα συγκροτημένους θεσμούς. Ξαφνικά έγινε κατανοητό ότι ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, που γεννήθηκε μετά τη φρίκη του τελευταίου πολέμου, και κατέκτησε μια ευπρόσδεκτη ουδετερότητα σε σχέση με τις κυβερνήσεις, μπορούσε να συγκεντρώνει αξιόπιστες επιστημονικές κοινότητες, και να διατυπώνει εξίσου αξιόπιστες προβλέψεις και προτάσεις.
Αφού ξοδεύτηκαν πολλά χρήματα για να διαδοθούν οι αμφιβολίες των δήθεν “σκεπτικιστών”, όταν πλέον τα σημάδια που επιβεβαίωναν τις προβλέψεις έγιναν φανερά, οι πολιτικές ηγεσίες και οι οικονομικές ελίτ, διάλεξαν να αγνοήσουν τις απειλές, ή να παρουσιάσουν στόχους που επεδίωξαν να συνδυάσουν κάποια αναγνώριση των κινδύνων με τη διατήρηση της ισχύος των κυρίαρχων συμφερόντων. Η συμφωνία του Παρισιού του 2015, και το Green New Deal, είναι κραυγαλέες αποδείξεις της άρνησης να πάρουν υπόψη οι κυβερνήσεις τις πραγματικές εκτιμήσεις για τη δυναμική της περιβαλλοντικής κρίσης. Σήμερα, εν μέσω μιας παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, για την οποία κανείς δεν είχε προετοιμαστεί, γίνεται παρόλα αυτά γνωστό ότι τα κορυφαία πολιτικά επιτελεία του πλανήτη – και επομένως οι Βρυξέλλες – είχαν σαφή ενημέρωση για μια επερχόμενη κρίση. Αλλά ακόμα και τώρα, η συζήτηση για το ευρωομόλογο αποκαλύπτει ότι το κύριο μέλημα είναι πώς θα προφυλαχθούν (με μνημόνια) οι τράπεζες, και όχι πως θα ανακάμψουν και θα προστατευθούν στο μέλλον οι κοινωνίες.

Το όραμα της ελίτ του παλαιού κομματικού συστήματος

Η ελληνική νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση συμπεριφέρεται σαν να μην είναι αναγκαία μια αλλαγή πορείας εκ μέρους της, και ενώ ξεκίνησε υπονομεύοντας το Εθνικό Σύστημα Υγείας, επωφελήθηκε από την κρίση για να ταΐσει κάποιους ημετέρους και να προχωρήσει σε περαιτέρω απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Και συζητάει το ενδεχόμενο εκλογών τον Σεπτέμβριο, επιδιώκοντας να αξιοποιήσει ιδιαίτερες δημοσκοπικές εκτιμήσεις για να ενισχύσει τον εναγκαλισμό του κράτους και να αποδυναμώσει μια αντιπολίτευση που θέτει δύσκολα ερωτήματα και κάνει ενοχλητικές προτάσεις. Η ελίτ του παλαιού πολιτικού συστήματος αρκείται στην προοπτική της περαιτέρω εισχώρησης στους μηχανισμούς που μοιράζουν χρήμα και εξουσία, και οραματίζεται τη “στρατηγική ήττα” της αριστεράς ως βασική εγγύηση της κυριαρχίας της. Χωρίς να δείχνει οτι ενδιαφέρεται στο ελάχιστο για την ανάγκη να αντικατασταθεί η παντοδυναμία του κέρδους, από την προστασία του πληθυσμού, απέναντι στις επιπτώσεις διαδοχικών και συνδυασμένων κρίσεων.
Μετά τις απώλειες που άφησε πίσω της η κρίση του 2008, αυτό που αναμένεται να συμβεί είναι οτι οι κοινωνίες και οι παραγωγικές δραστηριότητες που θα υποστούν σοβαρά πλήγματα λόγω της κρίσης του κορωνοϊού, θα χρειαστεί να δανειστούν περαιτέρω – υπό όρους φυσικά – ιδιωτικά κεφάλαια, με κάποιο τρόπο που μένει να αποφασιστεί. Υπάρχουν όμως και φωνές που λένε οτι η αντιμετώπιση διαδοχικών οδυνηρών κρίσεων με επιπλέον δανεισμό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ Laurence Boone, έγραψε στους Financial Times πως αντι να επιλέγονται προγράμματα που αυξάνουν το χρέος, θα μπορούσε να επιλεγεί η απ’ευθείας δημιουργία χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες. Μια τέτοια πρόταση πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο μιας αναγκαίας συζήτησης για τον μελλοντικό ρόλο του τραπεζικού συστήματος, της αμφισβήτησης δηλαδή της δυνατότητας των τραπεζών να δημιουργούν οι ίδιες νέο χρήμα μέσω του δανεισμού, και στη συνέχεια να αξιοποιούν τους κρατικούς και διακρατικούς θεσμούς για την εξασφάλιση της εξυπηρέτησης των χρεών αυτών.

Για την επανασύνδεση του ΣΥΡΙΖΑ με ευρύτερα λαϊκά στρώματα

Αν προστεθούν οι επιπτώσεις της τρέχουσας κρίσης στα αποτελέσματα της προηγούμενης και στις εκκρεμότητες που έχουν αναδειχθεί στο μεταξύ, διαπιστώνουμε ότι ενώ οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την κάλυψη άμεσων κοινωνικών κατά κύριο λόγο αναγκών, αποτελούν ένα αναγκαίο και ρεαλιστικό πακέτο, τίποτα δεν εγγυάται όμως ότι θα μπορούσαν αυτές οι προτάσεις να οδηγήσουν σε μια “επανεκκίνηση” της οικονομίας που θα έλυνε σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα. Γνωρίζουμε ότι η ελαφρά ανάκαμψη της οικονομίας από το 2017 και μετά δεν φρόντισε πραγματικά την ονομαζόμενη “παραγωγική ανασυγκρότηση”, αλλά η ορατή ήδη επίπτωση της τρέχουσας κρίσης δείχνει ότι στις προηγούμενες αβεβαιότητες σχετικά με την ανασυγκρότηση που πραγματικά επιθυμούμε, έχει προστεθεί τουλάχιστον μια βεβαιότητα, για το ότι η κατάρρευση του τουρισμού πρέπει να αντιμετωπιστεί με ισχυρές διαρθρωτικές παρεμβάσεις, που δεν μπορούν να προκύψουν από την “επανεκκίνηση”.
Η προηγούμενη ύφεση έχει αφήσει σημαντικά κενά στον παραγωγικό ιστό, αλλά έχει δείξει επίσης, σε όποιο μέρος της Ελλάδας και να πάει κανείς, ότι μαζί με την ανάγκη να διερευνηθεί και να αποφασιστεί ποιες αναδιαρθρώσεις είναι αναγκαίες, χρειάζεται να ανανεωθούν και τα εργαλεία με τα οποία θα πραγματοποιηθούν. Είναι αναμενόμενο ότι μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης κατά την επερχόμενη ύφεση, αλλά δεν αρκεί η υποστήριξή τους με κεφάλαια ή ρευστότητα. Πρέπει να θυμίσουμε για πολλοστή φορά, ότι στο γνωσιακό κεφάλαιο της Αριστεράς υπάρχει η μέθοδος του σχεδιασμού των παραγωγικών ανασυγκροτήσεων, ως απαραίτητη αλλαγή πλαισίου άσκησης αναπτυξιακής πολιτικής, μετά τις αλλεπάλληλες και συνεχιζόμενες καταστροφές που φέρνει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, με ενισχυμένη την πελατειακή του διάσταση.
Γνωρίζουμε επίσης οτι το “κοινωνικό πρόβλημα” δεν είχε αντιμετωπιστεί με επάρκεια από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, και οτι αυτή ήταν η βασική αιτία της ήττας στις εκλογές. Μετά όμως τις επιπτώσεις του κορωνοϊού και των αναμενόμενων αρνητικών αποτελεσμάτων της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, η επανασύνδεση του κόμματος της Αριστεράς με ευρύτερα λαϊκά στρώματα, θα είναι συνάρτηση της δυνατότητας να πειστεί αυτός ο κόσμος οτι υπάρχουν νέες προοπτικές για την απασχόληση και τις συνθήκες ζωής του. Οτι υπάρχουν επίσης νέες προοπτικές για τις εκκρεμότητες στον τομέα των περιβαλλοντικών πολιτικών, και φυσικά στον τομέα της υγείας όπου έχει ο ΣΥΡΙΖΑ να παρουσιάσει τις καλύτερες επιδόσεις. Το μέλλον θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα σχεδιασμού νέων πολιτικών, και από τη δυνατότητα συμμετοχής των ενδιαφερομένων κατηγοριών του πληθυσμού, σε τοπικό κυρίως επίπεδο, στην αποδοχή των στόχων και των μεθόδων τους.
Στο σημερινό και αυριανό κόσμο η πολιτική πρέπει να είναι συνάρτηση συγκέντρωσης και επεξεργασίας έγκυρων και ανανεωνόμενων γνώσεων για εξελίξεις, δυνατότητες και απειλές. Από τη δυνατότητα να ανταποκριθούν σε αυτές τις ανάγκες θα κρίνεται η απήχηση των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς. Το άμεσο και επείγον καθήκον μας είναι να δημιουργήσουμε τις συνθήκες ώστε να μπορούμε να ανταποκριθούμε, υπερασπιζόμενοι το σύνολο του πληθυσμού απέναντι στις πολύπλευρες κρίσεις που έχει γεννήσει η προσπάθεια επιβίωσης με κάθε μέσο των καπιταλιστικών σχέσεων.

Πέτρος Λινάρδος – Ρυλμόν

Πηγή: Η Εποχή