Στην αυγή κάθε καινούργιας εποχής, στο επίκεντρο κάθε ιστορικής συγκυρίας, ήδη από το 1901 που το δανείστηκε ο Λένιν για το ομώνυμο βιβλίο του από τον Τσερνιτσέφσκι, η Αριστερά κοιτάζεται στον καθρέφτη της και ρωτά τον εαυτό της: Τι να κάνουμε;
Η πανδημία της Covid-19 είναι μια συγκυρία πρωτόγνωρη για τις γενιές που είναι σήμερα δρώσες. Η αμηχανία που έχει προκαλέσει σε όλες τις εκδοχές του ανταγωνιστικού κινήματος, της Αριστεράς συμπεριλαμβανομένης, είναι απολύτως αναμενόμενη.
Η πρώτη, λοιπόν, απάντηση στο ερώτημα «τι να κάνουμε», η εκ των ων ουκ άνευ απάντηση, η απάντηση που θα έπρεπε να είναι εύκολα και γρήγορα δοσμένη, είναι ότι δεν υπάρχει γνώση για το «τι να κάνουμε», δεν υπάρχει αντίστοιχη ζώσα εμπειρία, δεν υπάρχει συνταγή. Αυτή η παραδοχή θα άνοιγε τον χώρο, σε ένα πρώτο επίπεδο, για τη διερεύνηση μιας απάντησης στις προσκλήσεις και προκλήσεις της εποχής.
Φαίνεται, ωστόσο, ότι γενικά υπάρχει μια δυσανεξία στην αίσθηση του κενού που βιώνει κάποιος εντός της άγνοιας με αποτέλεσμα την επιστροφή στην ασφάλεια δεδομένων θεωρητικών σχημάτων και συμπεριφορών.
Οικονομική κρίση
Πρώτον, η διάσταση της πανδημίας που αναγνωρίζεται ως κατεξοχήν πολιτική είναι η οικονομική κρίση που αυτή θα πυροδοτήσει. Αυτό είναι απολύτως σωστό, αλλά μερικό. Είναι απολύτως σωστό, πρώτα και κύρια, επειδή η κυριαρχία, εν προκειμένω ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, αξιοποιεί κάθε κρίση στην κατεύθυνση της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των ισχυρών χειραγωγώντας τις εργαζόμενες και κατώτερες τάξεις ως αναλώσιμα υλικά.
Το μόνο που χρειάζεται να εγγυηθεί ο καπιταλισμός στον εαυτό του είναι η φυσική αναπαραγωγή των χεριών και των μυαλών που τον υπηρετούν, αν και αυτό θα χρειαστεί επίσης να ξανασυζητηθεί ενόψει της ραγδαίας προόδου της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης.
Οι ηλικιωμένοι και οι «έχοντες υποκείμενα νοσήματα», κατηγορίες ανθρώπων των οποίων ο θάνατος έχει αποκτήσει -ηθικά σκανδαλωδώς, αλλά έτσι είναι- καθησυχαστική λειτουργία για τους νεότερους και τους «μη έχοντες υποκείμενα νοσήματα», δεν ανήκουν στο δυναμικό εκείνο που ο καπιταλισμός θα φροντίσει να προστατέψει στο πλαίσιο της δικής του αυτοπροστασίας.
Επίσης, στη μορφή αυτή του καπιταλισμού της περιόδου που διανύουμε, τα μυαλά είναι πιο σημαντικά από τα χέρια. Οι πολύ φτωχοί, όσοι από αυτούς δεν είχαν την ευκαιρία να αποκτήσουν αφηρημένες δεξιότητες, αν και παραμένουν απαραίτητοι για τη λειτουργία του καπιταλισμού, αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμοι με σκοπό την υποταγή τους μέσα από τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Με λίγα λόγια, τα δημόσια συστήματα Υγείας δεν πρόκειται να επεκταθούν τόσο ώστε να γίνουν πραγματικά καθολικά και προσβάσιμα και, παρά τις γενναίες προσπάθειες γιατρών και νοσοκόμων, οι ανάγκες θα μένουν σε κάποιο βαθμό ανικανοποίητες.
Η διαχείριση, λοιπόν, των σωμάτων, η κατανομή τους σε περισσότερο και λιγότερο χρήσιμα, σε άξια να σωθούν και σε αναλώσιμα, φανερώνει τον αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα όχι μόνον της οικονομικής κρίσης που θα χτυπήσει τις εργαζόμενες και κατώτερες τάξεις με αφορμή των κορωνοϊό, αλλά και της υγειονομικής διάστασης της πανδημίας καθεαυτής.
Όταν ο ιός μολύνει ένα σώμα, αυτό το σώμα είναι ήδη ταξικά προσδιορισμένο, πρώτον, μέσα από τις πολλαπλές ελλείψεις που έχουν επηρεάσει τη διαμόρφωσή του (π.χ. διαχρονικά κατώτερης ποιότητας πρόσβαση σε υπηρεσίες Υγείας, απουσία πρόσβασης στην κουλτούρα του ευ ζην κ.λπ.) και, δεύτερον, μέσα από την μοίρα που του επιφυλάσσεται στο πλαίσιο της αναλωσιμότητάς του εντός του καπιταλισμού.
Επομένως η ταξικότητα της πανδημίας δεν συνίσταται απλώς σε ένα φίλτρο που προστίθεται εκ των υστέρων εξαιτίας της έλλειψης σωστών προτεραιοτήτων από την εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά υπάρχει και λειτουργεί από την πρώτη στιγμή στο πλαίσιο του γεγονότος ότι τα σώματά μας είναι -τουλάχιστον εν μέρει- σμιλεμένα από τις ανισότητες του καπιταλισμού. Και αυτό πρέπει οπωσδήποτε να αναγνωριστεί.
Η κριτική που πρέπει, λοιπόν, να απευθύνεται στη σημερινή κυβέρνηση οφείλει να εστιάζει λιγότερο σε αυτά που κάνει σε σχέση με την πανδημία και πολύ περισσότερο σε αυτά που αρνείται ή αμελεί να κάνει, όχι μόνο στο κομμάτι της οικονομικής στήριξης των ασθενέστερων, αλλά και στο υγειονομικό.
Ατομική ευθύνη
Δεύτερον, πέρα από την αποκλειστικά οικονομική σύλληψη του πολιτικού χαρακτήρα της πανδημίας, μία άλλη «ασφαλής» συμπεριφορά, στην οποία επιστρέφει η αμήχανη Αριστερά, είναι η ανάθεση της ατομικής ευθύνης. Κάθε μέτρο υγειονομικής προστασίας που η Αριστερά δέχεται να υιοθετήσει συνοδεύεται από ένα «αλλά…», το οποίο υπογραμμίζει τις αντιφάσεις και ανεπάρκειες της κυβέρνησης.
Στόχος του παρόντος άρθρου είναι αυτό το «αλλά» να γίνει «επειδή». Επειδή, ακριβώς, όπως περιγράφτηκε και παραπάνω, η κυβέρνηση επιδίδεται σε μια πολιτική διαχείριση της ευθραυστότητας, σε μια διαχείριση της θνητότητας, η ατομική ευθύνη πρέπει να γίνει επιταγή της αλληλεγγύης. Η κυβέρνηση επικαλείται την ατομική ευθύνη ως άλλοθι για την επιλογή της να αφήσει τον ιό να… αυτορρυθμιστεί. Αλλά δεν πρέπει κανείς να πετάει και το μωρό μαζί με τα νερά του μπάνιου. Η έννοια της ατομικής ευθύνης δεν πρέπει να απορριφθεί συνολικά, αλλά πρέπει να μετασχηματιστεί στον κόμπο που συγκρατεί το υφαντό της συλλογικής αλληλεγγύης.
Η ατομική ευθύνη πρέπει να γίνει η ατομική δέσμευση στον συλλογικό στόχο της ματαίωσης των συνεπειών της αδιαφορίας των κυρίαρχων. Μια συλλογική ευθύνη χωρίς αντανάκλαση στο ατομικό επίπεδο είναι σαν την επιφάνεια μιας ομπρέλας από το ύφασμα της οποίας περνάει το νερό της βροχής. Κάτι σαν μια τυπική επίκληση που συλλαμβάνει το αίσθημα ενοχής για να μπορεί μετά κάποιος να πράττει όπως θέλει.
Η Αριστερά φοράει μάσκα όχι επειδή συναινεί στο πλαίσιο της αστικής υπευθυνότητας, αλλά διότι δεν εμπιστεύεται τους κυρίαρχους στο πλαίσιο της ταξικής ευθύνης.
Δημήτρης Βαρδαβάς – Αρης Σπουρδαλάκης
Πηγή: Η Αυγή