Macro

Η αποναζιστικοποίηση ποτέ δεν συνέβη πραγματικά

Christoph U. Schminck – Gustavus «Η νοσταλγία του

Βαλέριαν Βρούμπελ. Ένα παιδί στο ναζιστικό δικαστήριο 1941-42», μετάφραση: Βαγγέλης Ζήκος, επίμετρο: Θανάσης Καμπαγιάννης, εκδόσεις Ισνάφι, 2021

Πρόκειται για την εξαιρετική περίπτωση του γερμανού καθηγητή Ιστορίας του Δικαίου, Χριστόφορου Σμινκ-Γκουστάβους, που πέρασε πολλά χρόνια σε Ελλάδα, Ιταλία και Πολωνία γράφοντας ιστορίες μαρτυριών για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Στις εκδόσεις Ισνάφι κυκλοφορεί, επίσης, η τριλογία του, «Μνήμες Κατοχής».
Το ανά χείρας βιβλίο αναφέρεται στον νεαρό πολωνό εργάτη Βαλέριαν Βρούμπελ που εκτελέστηκε απ’ τους ναζί, στα 17 του, στις 25 Αυγούστου 1942 το πρωί, στο κέντρο κράτησης του Αμβούργου. Ο Σμινκ-Γκουστάβους που ερεύνησε επισταμένα εγκλήματα του χιτλερικού καθεστώτος αλλά και την ασυλία που επεφύλαξε στους εγκληματίες μεταπολεμικά η Ομοσπονδιακή Γερμανία φέρνει στο φως τη χαρακτηριστική περίπτωση του έφηβου που τον έστειλαν, χωρίς ουσιαστικά επιλογή, σε καταναγκαστικά έργα στη ναζιστική Γερμανία. Ένας από τα εφτά εκατομμύρια αλλοδαπών –τα δυο, Πολωνοί– που δούλεψαν στην κρατική μηχανή του «σιδερένιου» κράτους. Ο Βρούμπελ πίστευε πως θα βοηθούσε οικονομικά τη φτωχή οικογένειά του αλλά οι συνθήκες δουλειάς σε μεγάλη φάρμα και η απάνθρωπη εκμετάλλευση τον έκαναν να νοσταλγήσει σφόδρα το σπίτι του και προσπαθεί να δραπετεύσει. Τον γυρίζουν πίσω. Λίγο αργότερα βάζει φωτιά στον αχυρώνα του αγροκτήματος πιστεύοντας πως ούτως θα τον στείλουν σίγουρα στην οικογένειά του. Σε ελάχιστο χρόνο η μικρή πυρκαγιά σβήνει. Ο Βρούμπελ βοηθάει. Παρ’ όλα αυτά θεωρήθηκε σαμποτέρ, στάλθηκε σε στρατόπεδο για ένα χρόνο ενώ τον παρέπεμψαν σε δίκη για «εμπρησμό οικίας με πρόθεση να κάμψει την αντιστασιακή διάθεση του γερμανικού λαού». Ο αχυρώνας έγινε οικία! Το Ειδικό Δικαστήριο της Βρέμης αποφάσισε να τον καταδικάσει σε θάνατο.
Το βιβλίο περιέχει φωτογραφίες του νεαρού Πολωνού και οικείων του, επίσημα ντοκουμέντα – μαρτυρίες των συγγενών και συγκρατούμενων του. Επίσης αλληλογραφία με τους γονείς του και το τελευταίο δραματικό γράμμα του όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης απέρριψε την αίτηση χάριτος που υπέβαλε για «να αφήσει τη δικαιοσύνη να ολοκληρώσει το έργο της.» Τον οδήγησαν στο ικρίωμα βασιζόμενοι σε έναν νόμο που δεν είχε εκδοθεί όταν συνέβη το ατυχές γεγονός! Αν και αναγνωρισμένα ανήλικος και μειωμένης αντίληψης θεωρήθηκε «παράσιτο κατά του γερμανικού λαού».
Άλλη μια δολοφονία του ναζιστικού κράτους έμεινε ατιμώρητη. Εκεί κατέληξε ο Σμινκ-Γκουστάβους καθώς ερεύνησε επισταμένα την πορεία του Βρούμπελ, έψαξε στα αρχεία παρά τη γραφειοκρατική αναλγησία, στο γενικό πνεύμα της συνειδητής λήθης. Προσπάθησε να βρει όσους απ’ το δικαστικό σώμα ζούσαν τη δεκαετία του ’80. Όλοι τον απέφευγαν όχι πάντοτε ευγενικά. Οι εγκληματίες κρατικοί λειτουργοί, πλην ελαχίστων, συνέχισαν απρόσκοπτα τα καθήκοντά τους.
Ιδιαίτερα ο εισαγγελέας της Βρέμης. Όταν χτύπησε την πόρτα του και πριν την κλείσει απότομα δήλωσε εν ηρεμία: «Σήμερα έχω εντελώς άλλα ενδιαφέροντα! Εντελώς άλλα!» Τελικά ο Σμινκ-Γκουστάβους εδραίωσε την άποψη πως, «το δικαστικό σώμα υποτάχθηκε στη βούληση της εθνικοσοσιαλιστικής ηγεσίας χωρίς να αντισταθεί. Έτσι λειτούργησαν με βάση κάποιες ποινικές ρυθμίσεις εναντίον των αλλοδαπών που δεν διέφεραν και πολύ από όσα εφάρμοσαν μετά τα Ες Ες του Χίμλερ.»
Στο αναλυτικό επίμετρό του ο Θανάσης Καμπαγιάννης σημειώνει πως «το ναζιστικό κράτος είναι συνέχεια και τομή με αυτό που ίσχυε πριν το ’33.» Χωρίς να ταυτίζεται το συγκεκριμένο με την κοινοβουλευτική δημοκρατία και τα δυο τους αποτελούν καταστάσεις κυριαρχίας της αστικής τάξης. Η αποναζιστικοποίηση ποτέ δεν συνέβη πραγματικά.
Αντώνης Ν. Φράγκος