«Στα δικά μου αστυνομικά, η σχέση θύτη-θύματος δεν είναι ξεκάθαρη. Μέχρι το τέλος, το κοινό δεν ξέρει ώς ποιο σημείο ο θύτης είναι κι αυτός ένα θύμα και ώς ποιο σημείο το θύμα είναι και θύτης. Στο καινούργιο μου βιβλίο αυτό δεν ισχύει».
Τη χρονιά της ένδοξης επετείου 1821-2021, ο Πέτρος Μάρκαρης, ο πιο δημοφιλής στη διεθνή σκηνή σύγχρονος Ελληνας συγγραφέας, έγραψε το «Κίνημα της αυτοκτονίας» (εκδ. Κείμενα), που καθόλου δεν ακολουθεί το επίσημο καθησυχαστικό και αυτοθαυμαστικό αφήγημα. Αντίθετα, αυτό το 14ο αστυνομικό του μυθιστόρημα τραβά τα φώτα στην Ελλάδα, καταδικάζοντας την τρομολαγνική διαχείριση της πανδημίας που θρέφει τη συνωμοσιολογία και αναδεικνύει το κρίσιμο πρόβλημα της φτωχοποίησης της ελληνικής κοινωνίας.
Με κλειδί το πανευρωπαϊκό φαινόμενο των κινητοποιήσεων αντιεμβολιαστών στην ελληνική εκδοχή του, ο συγγραφέας κάνει μια προβολή των δυσοίωνων πτυχών του στο μέλλον και προχωρά σε βάθος την κριτική αποδόμησή του. Ολα ξεκινούν από μια διεισδυτική ανάλυση χαρακτήρων. Αυτό είναι το ισχυρό χαρτί του Μάρκαρη, ο οποίος παρακολουθεί στα βιβλία του τους μετασχηματισμούς της ελληνικής νοοτροπίας με όρους ιστορικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς, ιδεολογικούς.
Ολα αυτά χωνεύονται στο καινούργιο του μυθιστόρημα με ακονισμένη μαεστρία, ενώ παρακολουθούμε την εναλλαγή σε γρήγορους ρυθμούς του αστυνομικού γρίφου, της δράσης και της επίσημης διαχείρισης των εξελίξεων μετά τις αυτοκτονίες 90χρονων, τους φόνους γιατρών, τα σαμποτάζ σε αποστολές εμβολίων, τις παραλίγο πικετοφορίες και τον διαδικτυακό θόρυβο.
Παράλληλα, παρακολουθούμε και τον προβληματισμό που αναπτύσσεται λακωνικά αλλά καίρια, ανάμεσα στον συντηρητικό δημοκράτη Αστυνόμο Χαρίτο, στον παλιό αριστερό φίλο του, τον Ζήση -που πλέον διευθύνει ένα δημοτικό άσυλο για άπορους-, και στην οικογένεια του Χαρίτου που παραπέμπει στην ελληνική μεσαία τάξη. Ετσι ακούμε και την ανήσυχη δικηγόρο κόρη του, τον γαμπρό του, γιατρό σε δημόσιο νοσοκομείο, εξαντλημένο από τα ωράρια και την ένταση, και τη γυναίκα του, την Αδριανή, με τον αδαμάντινο κοινό νου.
Εχουν περάσει 26 χρόνια από το Νυχτερινό δελτίο, το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα του Μάρκαρη, ο οποίος ξεκίνησε στα 58 του μια πεζογραφική καριέρα θίγοντας κοινωνικά προβλήματα στην Ελλάδα, που η σημασία τους περνούσε «κάτω από τα ραντάρ». Τα επόμενα αστυνομικά του σκάλιζαν τις πτυχές της κρίσης κι έπειτα τη χρηματοπιστωτική συνθήκη, με αναφορές στα ελληνικά και ευρωπαϊκά δεδομένα. Από τότε αναδείχθηκε ως «όνομα» στο «μεσογειακό νουάρ». Το καινούργιο του βιβλίο χτυπά συναγερμό για τις νεότερες γενιές, εκφράζοντας τη λογική μιας Αριστεράς που αγωνίζεται κατά του συστήματος.
Το τοπίο έχει πλέον αλλάξει ριζικά. «Εχουμε μια θεατρική παράσταση με σκηνοθέτη το χρηματοπιστωτικό σύστημα και ηθοποιούς στη σκηνή τους πολιτικούς. Το πρόβλημα είναι ότι επιτρέπεται να εκλέξουμε τους ηθοποιούς αλλά όχι τον σκηνοθέτη». Αυτό σημείωνε ο συγγραφέας στο Ο φόνος είναι χρήμα (Κείμενα, Ιούνιος 2020). Και τώρα προσθέτει ότι η ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού «προκάλεσε σε μεγάλο βαθμό μια στροφή της Αριστεράς προς μια συστημική ένταξη στην οποία θυσίασε και τη ριζοσπαστικότητά της».
Δεν μπορείς να λες «η πείνα είναι δικό σου πρόβλημα»
Το Κίνημα της αυτοκτονίας ανοίγει με ένα εκτεταμένο σχόλιο για την εμβέλεια των κινητοποιήσεων σχετικά με την επίσημη διαχείριση της πανδημίας.
«Βλέπω τρόπους διαμαρτυρίας που δεν είναι αποτελεσματικοί, και έχουν μικρή εμβέλεια επειδή τους λείπει η δυναμική της ευρύτερης κινητοποίησης», παρατηρεί ο συγγραφέας στην «Εφ.Συν.». «Στην εποχή τη δική μου, τα κινήματα διαμαρτυρίας ξεκινούσαν από πολιτικά κόμματα και πολιτικές οργανώσεις. Σήμερα είναι αυτοφυή, και ως τέτοια περιορίζονται σε μερικά πολύ συγκεκριμένα ζητήματα, που αφορούν κατά κύριο λόγο αυτούς που κινητοποιούνται και όχι άλλους. Ταυτόχρονα είναι εκτεθειμένα σε παρεισφρήσεις ακραίων ομάδων και συχνά ακροδεξιών ομάδων.
Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό. Είναι πανευρωπαϊκό. Στο μυθιστόρημά μου δεν φαίνονται τόσο πολύ οι ακροδεξιοί στην οργάνωση “Αγωνιστές του 2021”, διότι μέχρι τον Ιούνιο του 2021 που παρέδωσα το βιβλίο για έκδοση, η παρείσφρησή τους στο αντιεμβολιαστικό στρατόπεδο δεν ήταν ακόμη τόσο σαφής. Τώρα πλέον γνωρίζουμε πως παρότι τα μέλη της Χρυσής Αυγής βρίσκονται στη φυλακή, υπάρχει μια στροφή νέων ανδρών αλλά και γυναικών προς την Ακροδεξιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι “θεματοφύλακες του Συντάγματος” που οι περισσότεροι είναι και αντιεμβολιαστές».
Το μυθιστόρημα συλλαμβάνει την περιρρέουσα απελπισία στην ελληνική κοινωνία και επισημαίνει την απουσία κοινωνικών μέτρων από την πλευρά της κυβέρνησης. «Δεν μπορείς να λες “Εγώ σε προστατεύω από τον ιό, η πείνα είναι δικό σου πρόβλημα”», σχολιάζει η Αδριανή. Αλλά ο Μάρκαρης επισημαίνει στην «Εφ.Συν.» ότι «η νοοτροπία του πολιτικού προσωπικού είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη μετάλλαξη του αντιπάλου του», φαινόμενο κι αυτό πανευρωπαϊκό.
«Η γενιά των γερόντων που φτάνουν στην αυτοκτονία προκειμένου να προκαλέσουν ένα κίνημα διαμαρτυρίας, είναι η προηγούμενη από τη δική μου. Είτε ήσαν αριστεροί είτε απλώς φτωχοί, εκείνοι συμπεριλάμβαναν και τον βίο τους στη στράτευσή τους. Σήμερα απελπίζονται επειδή βλέπουν στις νεότερες γενιές μια απάθεια που είναι ξένη στη νοοτροπία τους. Εκείνοι ξεσηκώνονταν όχι μόνο για λόγους επιβίωσης αλλά και για λόγους πολιτικούς. Κι εγώ συμφωνώ μαζί τους. Η ανατροπή μιας κατάστασης δεν είναι εφικτή χωρίς παρέμβαση στην κοινωνία και στο σύστημα: σήμερα, για να σταματήσει η πείνα που απλώνεται σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού, άλλη φορά για τη διεκδίκηση κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων ή για την εναντίωση σε νόμους ή αποφάσεις που βλάπτουν το κοινωνικό σύνολο. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό που παλιότερα όλοι καταδικάζαμε ως καταστολή της ελευθερίας μας, σήμερα εμφανίζεται με το ένδυμα της προστασίας για την “ασφάλειά” μας».
Ο Μάρκαρης φάνηκε προφητικός φέρνοντας στο προσκήνιο τα συνωμοσιολογικά επιχειρήματα των αντιεμβολιαστών. Αντίθετα, οι παραπομπές του στη νεολαία, που βγήκε στους δρόμους έχοντας απέναντί της όχι έναν Χαρίτο αλλά έναν Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και μια προγραμματική αστυνομική βία, περνούν κάτω από τις γραμμές, με υπαινιγμούς. «Δεν μου αρέσει να ταυτίζω τους χαρακτήρες των μυθιστορημάτων μου με δρώντα πρόσωπα της εξουσίας». Κι όμως θα κλείσει το μυθιστόρημα με την έγνοια για το «αύριο» των νέων. Οπως εξηγεί: «Οταν θα τελειώσει η πανδημία, οι νέοι και οι νέες ώς 30-35 χρόνων θα είναι οι “καινούργιοι ηττημένοι”. Ενα προλεταριάτο-με-πτυχία. Γι’ αυτό χρειάζεται να κινητοποιηθούν, να διεκδικήσουν και να αποκτήσουν δικαιώματα, και όχι μόνο μια αμοιβή επιβίωσης».
… Με πρωταγωνιστή έναν υποδιευθυντή της Ασφάλειας! Γι’ αυτή την επιλογή του, ο Μάρκαρης εξομολογείται: «Οταν γράφεις αστυνομικά μυθιστορήματα όπου στο τέλος οι “κακοί” τιμωρούνται, χρειάζεται αυτός που τους κυνηγά να είναι συμπαθής στο αναγνωστικό κοινό. Η δική μου παρέμβαση σ’ αυτό το σχήμα είναι η μεγάλη επιρροή που ασκεί ο Ζήσης, ένας παλιός αριστερός, στον Χαρίτο και στην οικογένειά του. Μια επιρροή που βαθαίνει από βιβλίο σε βιβλίο. Αυτό εννοώ όταν λέω “υπέρβαση”. Οσα έμαθα από την Αριστερά της εποχής μου με βοήθησαν να καταλάβω τη σημασία των ανατρεπτικών παρεμβάσεων».
Μικέλα Χαρτουλάρη
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών