Η Λέγκα του Βορρά με τις συμμαχικές της δυνάμεις της ακροδεξιάς και της κεντροδεξιάς έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης στην περιφέρεια της Λομβαρδίας από τον Φεβρουάριο του 2013. Το 2018 κατέκτησε την πλειοψηφία της τοπικής διακυβέρνησης με ποσοστό 49,75% (Λέγκα του Βορρά και σύμμαχοι) με το Δημοκρατικό Κόμμα να φτάνει σε ποσοστό 19,28% και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων στο 17,8%.
Σύμφωνα με το ιταλικό Σύνταγμα οι τοπικές κυβερνήσεις των περιφερειών (regione) έχουν την ευθύνη της συνολικής διακυβέρνησης της περιφέρειας, επομένως και του τομέα δημόσιας υγείας.
Η Λομβαρδία έχει πληθυσμό περίπου όσο η Ελλάδα: Με στοιχεία 31/12/2018 10.060.574 κάτοικοι ζουν σε μια από τις πλουσιότερες περιοχές της Ευρώπης. Επομένως, τα επιδημιολογικά δεδομένα και στοιχεία της λειτουργίας του δημόσιου συστήματος υγείας μπορεί να είναι συγκρίσιμα, υπό προϋποθέσεις, με αυτά που ισχύουν στη δική μας χώρα.
Σχηματικά θα αναφερθούμε στις όψεις της διαχείρισης της κρίσης του Covid-19 στην περισσότερο πληγείσα περιοχή της Ευρώπης.
1. Το κόστος της πανδημίας με έναν δυσανάλογο τρόπο επιβάρυνε τα ηλικιωμένα άτομα. Συγκεκριμένα, στο 22% του πληθυσμού που υπερβαίνει τα 65 χρόνια ανήκει το 56% του συνολικού αριθμού των κρουσμάτων, ενώ μεταξύ των νεκρών το 87% είναι άνω των 70 ετών και μόνο το 2% είναι κάτω των 65 ετών. Πολλά από αυτά τα ηλικιωμένα άτομα δεν είναι ευάλωτα μόνο γιατί είχαν υποκείμενες χρόνιες νόσους, αλλά επίσης γιατί ζουν μόνα τους σε συνθήκες κοινωνικά απαράδεκτες, χωρίς βοήθεια στο σπίτι και πρωτοβάθμια φροντίδα ή σε οίκους ευγηρίας.
Απέναντι στις ανάγκες αυτής της μερίδας του πληθυσμού το δημόσιο σύστημα υγείας στην περιφέρεια της Λομβαρδίας, κατακερματισμένο, επικεντρωμένο μόνο στις εξειδικευμένες επεμβάσεις, εξαιρετικά φτωχό σε κοινοτικούς πόρους υγείας, μη συνδεδεμένο με τις κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων και κοινοτήτων, κατάφερε να απαντήσει μόνο σε συνθήκες επείγουσες, επιλέγοντας λόγω του πληθωρισμού των αιτημάτων στις μονάδες εντατικής θεραπείας, ανάλογα με το προσδόκιμο επιβίωσης του κάθε ασθενούς.
2. Το βάρος της επείγουσας ιατρικής βοήθειας στην αρχική φάση έπεσε στο δημόσιο νοσοκομειακό δίκτυο. Το ιδιωτικό νοσοκομειακό δίκτυο, παρά την τεράστια ανάπτυξή του κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της Λέγκα, και παρά την απορρόφηση σημαντικών πόρων της περιφέρειας μέσα από συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, κλήθηκε από την τοπική κυβέρνηση να συμβάλει με μεγάλη καθυστέρηση, χωρίς συντονισμό και συγκεκριμένο ρόλο.
Όλα αυτά τα χρόνια διακυβέρνησης της Λέγκα, ακόμη και αν θεωρητικά ο ιδιωτικός τομέας συντονιζόταν από τις διοικήσεις των δημόσιων νοσοκομείων στο πλαίσιο ενός δήθεν συνεχούς συστήματος ενδο/εξωνοσοκομειακής φροντίδας, οι ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας δομήθηκαν με τρόπο αυτόνομο, εξυπηρετώντας εκείνες τις υγειονομικές ανάγκες του πληθυσμού από τις οποίες μπορούσαν να αποκομίσουν το μεγαλύτερο κέρδος και φυσικά όχι σε σχέση με τις επιδημιολογικά τεκμηριωμένες ανάγκες δημόσιας υγείας της περιφέρειας. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι ιδιωτικές κλίνες για μεταδοτικές νόσους (λοιμώξεις) αντιπροσωπεύουν μόνο το 6% του συνόλου των ιδιωτικών κλινών και οι κλίνες των πνευμονολογικών ασθενειών μόνο το 7% σε σύγκριση με το 74% των κλινών για επείγουσες επεμβάσεις και θέσεων φυσικής αποκατάστασης.
Είναι σαφές ότι αυτό το 74% αντιπροσωπεύει τον πλέον προσοδοφόρο τομέα των υπηρεσιών υγείας, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους. Κατά συνέπεια, τη στιγμή της υγειονομικής κρίσης, και παρά τις όψιμες εκκλήσεις του προέδρου της τοπικής κυβέρνησης, η συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα δεν καθοριζόταν από μια θεσμική συνθήκη, αλλά από την ανύπαρκτη καλή του θέληση.
3. Το προσωπικό των δημόσιων νοσοκομείων, στην πρώτη γραμμή της μάχης, πλήρωσε ένα τεράστιο προσωπικό κόστος (νεκροί, κρούσματα, βαριά νοσούντες) και ανέδειξε με τον πιο δραματικό τρόπο τη μείωση κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας των νοσοκομειακών κλινών σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές περιφέρειες, συγκρίσιμες με τη Λομβαρδία.
Όσον αφορά τις κλίνες ΜΕΘ, ο ανεπαρκής αριθμός των 850 κλινών αποδείχθηκε ήδη ανεπαρκής εδώ και δύο χρόνια, τη στιγμή της κορύφωσης της εποχικής γρίπης, η οποία ανέδειξε τα σοβαρά κενά της επείγουσας περίθαλψης. Η μείωση των κλινών ΜΕΘ, την οποία αποφάσισε η Λέγκα, αυτονόητα συνοδεύτηκε από μείωση προσωπικού, τεχνολογικών μέσων και πόρων υποδομής, απαραίτητων για να λειτουργήσει αποτελεσματικά ο δημόσιος τομέας των ΜΕΘ.
4. Εάν άλλο αναδυόμενο πρόβλημα ήταν αυτό των προγραμματισμένων χειρουργικών επεμβάσεων, λόγω της επείγουσας μείωσης των διαθέσιμων χειρουργικών κλινών οι οποίες διατέθηκαν στα νοσοκομεία αναφοράς για τον Covid-19. Σε αυτή την κρίσιμη κατάσταση, όταν η τοπική κυβέρνηση έκανε έκκληση για την συμβολή του ιδιωτικού τομέα υγείας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα επείγοντα χειρουργικά περιστατικά (κυρίως ογκολογικά), αυτός προγραμμάτισε τις επεμβάσεις σε συνάρτηση με εκείνες τις παθολογίες που ήταν περισσότερο συμφέρουσες σε επίπεδο κέρδους. Αυτός ο “προγραμματισμός” έγινε με τρόπο εντελώς αδιαφανή, χωρίς να υπάρχει η απαιτούμενη λογοδοσία στις θεσμικές υπηρεσίες διοίκησης υγείας της περιφέρειας.
5. Ο τομέας της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (ΠΦΥ) δεν μπόρεσε να έχει αποφασιστική συμβολή, σαν ένα ισχυρό φίλτρο ροής των περιστατικών προς τα νοσοκομεία. Και σ αυτόν τον τομέα αναδείχτηκε με εμφατικό τρόπο η απομόνωση από το σύστημα των γιατρών γενικής ιατρικής, η έλλειψη μέσων, η μη σύνδεση με τις νοσοκομειακές δομές και τα εξωτερικά ιατρεία τους στην επιλογή των περιστατικών, η δραματική έλλειψη μέσων προστασίας των λειτουργών της ΠΦΥ στην υποδοχή των περιστατικών.
Επίσης, τα ελλείμματα συνέργειας και συνεργασίας που είχαν ήδη επισημανθεί στο παρελθόν από υγειονομικούς μεταξύ τοπικής αυτοδιοίκησης, φροντίδας στο σπίτι, κέντρων πρόληψης και διασύνδεσης κοινωνικών υπηρεσιών και υπηρεσιών υγείας έγιναν αντιληπτά μεταξύ άλλων και με το πογκρόμ στους οίκους ευγηρίας, όπου προσεβλήθη το 20% των ηλικιωμένων.
6. Το έλλειμμα συνεργασίας μεταξύ των δήμων/κοινοτήτων και των υπηρεσιών ΠΦΥ προκειμένου να δημιουργηθεί ένα δίκτυο φροντίδας για τα περιστατικά που δεν ήταν σε οξεία φάση, όπως επίσης η μείωση της διασποράς του ιού από τους ασυμπτώματικούς φορείς, δεν στάθηκε δυνατή, λόγω των κενών στην οργάνωση των υπηρεσιών.
7. Η επείγουσα πρόσληψη προσωπικού προκειμένου να καλυφθούν τα κενά ανατέθηκε στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς τον καθορισμό κριτήριων πρόσληψης όπως αυτά έχουν θεσπιστεί από τις υπηρεσίες δημόσιας υγείας.
8. Τα κενά και οι αβεβαιότητες που προέκυψαν στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης από τις περιφέρειες, ιδιαίτερα όμως της Λομβαρδίας, ο φτωχός συντονισμός, η ελλειμματικότητα στην εφαρμογή επιχειρησιακών μοντέλων παρέμβασης, ανέδειξαν με τον πιο καθαρό τρόπο ότι η αποκέντρωση χωρίς κανόνες, αρχές και όρια δεν είναι μόνο πηγή ανισοτήτων αλλά και σοβαρής αναποτελεσματικότητας.
Για όλους αυτούς τους λόγους η συλλογικότητα “Μιλάνο 2030”, στην οποία συμμετέχουν προσωπικότητες όπως ο καθηγητής Αντζελο Μπαρμπάτο και αποτελείται από ένα δίκτυο σωματείων, συλλόγων, κομμάτων και πολιτικών κινήσεων της Αριστεράς, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, επέλεξαν να συμπράξουν σε μια πολιτική πρωτοβουλία η οποία δεν έχει ιστορικό προηγούμενο: Να ζητήσουν επίσημα από την κεντρική κυβέρνηση την άμεση αφαίρεση αρμοδιοτήτων στη δημόσια υγεία από την τοπική κυβέρνηση της Λομβαρδίας και την ανάθεση σε έναν επίτροπο (Commissario ad acta) της ευθύνης της πολιτικής διαχείρισης. Αυτή η πρωτοβουλία που έχει σαν στόχο την αντιμετώπιση της φοβερής κρίσης και την προστασία της δημόσιας υγείας βασίζεται στην εφαρμογή του άρθρου 32 του ιταλικού συντάγματος.
9. Από την Λομβαρδία δεν έχουμε μόνο να διδαχτούμε τη σημασία των έγκαιρων περιοριστικών μέτρων πρόληψης, όπως ευρέως λέγεται, αλλά και κάτι ακόμη που δεν λέγεται: Ότι η ισχύς και η αποτελεσματικότητα ενός συστήματος δημόσιας υγείας είναι ένα ζήτημα βαθιά ιδεολογικό, πολιτικό, αξιακό και, τελικά, ηθικό. Η νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία των συμπράξεων ιδιωτικού-δημόσιου, χωρίς πλαίσιο, αρχές και κανόνες, μπορεί να αποβεί καταστροφική για τη δημόσια υγεία. Συνέβη στην πλούσια Λομβαρδία.
Στέλιος Στυλιανίδης
Πηγή: TVXS