Μπορεί να θεωρηθεί άκομψο, περιττό κι ανεπιθύμητο λέκιασμα ένα μυριοστό κείμενο αναφοράς στον Μίκη στις οικονομικές σελίδες μιας εφημερίδας, ανάμεσα σε αναφορές για μακρο- και μικρο-, φόρους και μεγέθη, τιμές και στατιστικές, κέρδη και ζημιές, αυξήσεις και μειώσεις, πλούτο και φτώχεια. Μπορεί και να ’χει δίκιο όποιος έχει τη σχετική επιφύλαξη. Αλλά αν είσαι καμιά εξηνταριά ετών, αν έχεις γεννηθεί στη φλογερή και ζοφερή δεκαετία του ’60, αν άρχισες να καταλαβαίνεις τον εαυτό σου στην εκρηκτική δεκαετία του ’70, αν έχεις ζήσει τη γοητεία της παράνομης ακρόασης του απαγορευμένου Μίκη από μικρά, βραχνά φορητά πικάπ και κασετόφωνα, αν έχεις ποδοκροτήσει και χειροκροτήσει στις επικές συναυλίες της μεταπολιτευτικής νομιμότητας, αν έχεις συμπορευτεί με τον sui generis κομμουνιστή, αν έχεις θυμώσει με τον πολιτικό τυχοδιώκτη των μεγάλων αλμάτων από αριστερά προς δεξιά και αντιστρόφως, αν έχεις ενοχληθεί από τα εθνικιστικά του διολισθήματα κι αν έχεις απογειωθεί με τα διεθνιστικά του αριστουργήματα, αν έχεις θαυμάσει την ιδιοφυΐα του και έχεις απορήσει με την αφέλειά του, αν έχεις χορέψει τα συρτάκια του κι έχεις δυσκολευτεί με τα συμφωνικά του, αν έχεις κλάψει με τα λυρικά του κι έχεις αναταθεί με τα επικά του, αν η αναρχική του περιδίνηση σε έχει ενθουσιάσει και σε έχει τσατίσει, αν με λίγα λόγια αυτός ο ψηλός τύπος με το βάρος του ταραγμένου αιώνα που παίρνει μαζί του είναι στοιχείο της ταυτότητάς σου, πώς μπορείς να το αποφύγεις αυτό; Απλά δεν μπορείς.
Εμείς του ’60 οι εκδρομείς κι οι λίγο παλιότεροι είχαμε να ξεπεράσουμε κι εκείνο το παράδοξο μουσικο-πολιτικό δίλημμα που προέκυψε προς το τέλος της δεκαετίας του ’70, αρχές του ’80: Μίκης ή Μάνος; Προϊόντα της ίδιας εποχής, χαρακτηρίζονταν από ανάλογης κλίμακας μουσική ιδιοφυΐα και πολιτική οξυδέρκεια. Αλλά του Μάνου το δεύτερο τάλαντο, το πολιτικό, το ανακαλύψαμε με αρκετή καθυστέρηση, όταν στο Τρίτο έβγαζε με αναρχικό σουρεαλισμό τη γλώσσα του σε κάθε όριο και φραγμό λογοκρισίας της Δεξιάς και του καθωσπρέπει καραμανλισμού. Τότε ακριβώς από το τρομερό δίλημμα μας έβγαλε ο ίδιος ο Μάνος, όταν ανέθεσε στον Μίκη να απαγγείλει-τραγουδήσει την «Ελλαδογραφία» του Γκάτσου, από τα περίφημα «Παράλογά» του. Κι έτσι ο Μάνος, με τη μεγαλειώδη ταπεινότητα που τον διέκρινε, ανακήρυξε τον Μίκη «καθολικό Ελληνα» του 20ού αιώνα, παγκόσμιο μπραντ νέιμ της χώρας και της ταραγμένης Ιστορίας της από τον Μεσοπόλεμο και εντεύθεν: «Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι;/ Πότε θα ’ρθούνε καινούργιοι ανθρώποι/ να συνοδεύσουνε τη βλακεία/ στην τελευταία της κατοικία;».
Ο Μίκης ήταν ένας από εκείνους τους καινούργιους ανθρώπους που θα μπορούσαν να έχουν θάψει τη βλακεία, μαζί με την απανθρωπιά, τη σκληρότητα, την εκμετάλλευση, την ανισότητα, την εξαθλίωση, τη φτώχεια, την αμορφωσιά, τον φασισμό, τον αυταρχισμό, τον σκοταδισμό, τη σκλαβιά, τη εθελοδουλία, την ανελευθερία, τη λογοκρισία, τη φίμωση, την καταπίεση, τη στρατοκρατία, την αστυνομοκρατία, τον διχασμό, την πολεμοκαπηλία, την πατριδοκαπηλία, την προδοσία, το ψέμα, την ασχήμια. Ηταν στον αφρό μιας γενιάς καινούργιων ανθρώπων που έγιναν πρόθυμα παρανάλωμα της Ιστορίας, στην τρομακτική αναμέτρηση των ονείρων με τους εφιάλτες του 20ού αιώνα. Δυστυχώς, οι δεύτεροι επικράτησαν συντριπτικά και στις δύο πλευρές της σύγκρουσης.
Κανείς δεν ξέρει ποια διασταύρωση φύσης και βούλησης, τύχης και αναγκαιότητας δίνει σε κάποιους ανθρώπους το ιστορικό προβάδισμα που ξεπερνά τις δεξιότητες και αδεξιότητές τους, τις καλές ή κακές προθέσεις τους, τις μικρότητες και τα μεγαλεία τους, τις κακότητες και τις αγαθότητές τους, τις επιτυχίες και τα λάθη τους, τα αριστουργήματα και τα ανοσιουργήματά τους, τις αλήθειες και τα ψεύδη τους, τα φωτεινά και μελανά ίχνη τους κι όλες τις ενδιάμεσες διαβαθμίσεις της πραγματικότητας, που ποτέ δεν είναι μαύρο – άσπρο. Πάντως, συμβαίνει. Κι αφού η κρησάρα της συλλογικής μνήμης φιλτράρει καλά γεγονότα και κουτσομπολιά, τεκμήρια και αστικούς μύθους, βγάζει στον αφρό τον ρόλο της προσωπικότητας στην Ιστορία, που δεν καταργεί την πάλη των τάξεων, των γενεών, των εθνών, των συστημάτων και των πολιτισμών, αλλά συντονίζεται μ’ αυτήν και αποδίδει μια συνεκδοχή: ο αιώνας του Μίκη ή εποχή Μίκη. Δεν έχει σημασία αν στην επόμενη γενιά αυτή η συνεκδοχή της Ιστορίας μπορεί και να χαθεί. Τώρα, πάντως, κυριαρχεί, όπως προδίδει η καταιγίδα κοινοτοπιών και κλισέ με τα οποία ραίνουν τον τάφο του Μίκη οι πάντες.
Αν κι είναι μάλλον ακατόρθωτο να πεις κάτι που να ξεχωρίζει από τον χείμαρρο της κοινοτοπίας, η ταπεινότητά μου θα απέδιδε στον μεγάλο απόντα το χαρακτηριστικό που έπειτα από πέντε αιώνες επιβίωσης η σκληρή, νεοφιλελεύθερη εποχή εξαφανίζει βίαια: ο Μίκης είναι ένας από τους τελευταίους «Οικουμενικούς Ανθρώπους», μια ασθμαίνουσα, ετεροχρονισμένη ενσάρκωση του αναγεννησιακού Hominis Universalis (ονομαστική: Homo Universalis) που πάει κόντρα στον απόλυτο καταμερισμό εργασίας, αναιρεί τον κατακερματισμό του ανθρώπου και των ικανοτήτων του, υπερβαίνει τις διαιρέσεις της ανθρωπότητας και πασχίζει να αποκαταστήσει τη φυσική συνοχή κι ενότητά της. Μουσική και πολιτική, συγγραφή και οικονομία, τέχνη και κοινωνία, λόγος και έργο, σκέψη και δράση, θεωρία και πράξη, πατριωτισμός και διεθνισμός, σύγκρουση και συμφιλίωση, παράδοση και πρωτοπορία, αντίθεση και σύνθεση, καινοτομία και λαϊκότητα, ατομικότητα και συλλογικότητα, μια ακατάπαυστη κίνηση από το ένα στο άλλο. Οι άνθρωποι που καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα σύνορα ανάμεσα σ’ αυτές τις κατηγορίες γίνονται μια προβολή ενός λαμπερού ανθρώπινου μέλλοντος. Και υποθέτω ότι αυτό εννοούσε ο Μίκης κρατώντας από τα «Μεγάλα Μεγέθη» της ζωής του την επιθυμία «να φύγει σαν κομμουνιστής». Το είχε ξαναγράψει άλλωστε ο ίδιος, το 1968, οδυνηρά και αυτοσαρκαστικά: «Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά./ Πρέπει να γίνεις, πρέπει να κλάψεις./ Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος./ Η εκπόρθηση να φτάσει ώς τις ρίζες των βουνών».
Ζούμε στην εποχή της ριζικής εκπόρθησης και του τέλειου εξευτελισμού. Ελπίζουμε πως το μέλλον ανήκει στους Homines Universales.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Χτυπάτε της οργής προφήτες
καμπάνα στην Καισαριανή
να ’ρθουν απόψε οι Διστομίτες
να ’ρθουν κι οι Καλαβρυτινοί
με σπαραγμό κι απελπισία
για τη χαμένη τους θυσία.
Αραγε είναι αληθές ότι η θυσία των απέβη επί ματαίω;
Ουδείς δύναται να αποφανθή μετά βεβαιότητος και ουδείς δύναται να
προεξοφλήση το μέλλον διότι η ιστορία των ανθρώπων είμαι μία
συνεχής παλινδρόμησις. Αλλά με την διαρκώς ογκουμένην υπερτροφίαν της
Αττικής αι προοπτικαί διαγράφονται σκοτειναί. Οι αρχαίοι Θεοί δεν
υπάρχουν πλέον διά να δώσουν την λύσιν, και ούτω, θάττον ή βράδιον,
αι Αθήναι θα συγκεντρώσουν εις τους κόλπους των και θα εξαφανίσουν διά
παντός την Ελληνικήν αρετήν, ως ο Κρόνος εις το απώτατον παρελθόν
κατέτρωγε τα ίδια αυτού τέκνα ή ως ο Ηλιος εις το απώτατον μέλλον θα
συγκεντρώσει εις τας αγκάλας του τους πλανήτας του
και θα καταβροχθίσει αυτούς!
Νίκου Γκάτσου, «Ελλαδογραφία» (από «Τα Παράλογα» του Μ. Χατζιδάκι. Τραγούδι: Μίκης Θεοδωράκης)
ΚΙΜΠΙ
Πηγή: Kibi Blog, Η Εφημερίδα των Συντακτών