Χρήστος Οικονόμου, “Οι Κόρες του Ηφαιστείου”, εκδόσεις Πόλις, 2017
Ο Χρήστος Οικονόμου είναι ένας συγγραφέας με ιδιαίτερη ματιά και έναν πολύ δικό του τρόπο να μεταχειρίζεται το υλικό και τα εργαλεία του. Το 2010, το δεύτερο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων «Κάτι θα γίνει, θα δεις» έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από κοινό και κριτικούς, και χαρακτηρίστηκε κατά κάποιον τρόπο προφητική, μιας και ήταν το πρώτο δείγμα της πρόσφατης πεζογραφίας μας που έστρεφε το βλέμμα στα προβλήματα που μόλις αναδείκνυε η οικονομική κρίση.
Η πραγματικότητα είναι προφανώς διαφορετική. Δεν είχε προφητέψει την κρίση και τις συνέπειές της ο Οικονόμου, που ξεκίνησε άλλωστε να γράφει τα διηγήματά του, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις του, από την εποχή της ευφορίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Ωστόσο –κι αυτό είναι που ξεχωρίζει κατ’ αρχάς τη ματιά του– άντλησε το υλικό του από έναν κόσμο ο οποίος, αν και δεν συμμετείχε ποτέ στην ευφορία, ήταν ωστόσο υπαρκτός πολύ πριν η κρίση σαρώσει τα πάντα και τον αποκαλύψει στα βλέμματα όλων μας. Τα διηγήματα εκείνης της συλλογής προσέγγιζαν τους ανθρώπους που ζούσαν στις λαϊκές συνοικίες του Πειραιά και τα προβλήματά τους, με τα εργαλεία της παραδοσιακής ηθογραφίας, ιδιαίτερα διεισδυτικά και δουλεμένα έτσι ώστε να προσαρμόζονται σ’ αυτό το νέο υλικό και την πραγματικότητά του.
Συγγραφέας που δεν επαναπαύεται σ’ αυτό που έχει κατακτήσει, ο Οικονόμου επανέρχεται τέσσερα χρόνια μετά, το 2014, με μια νέα συλλογή μεγαλύτερων αυτήν τη φορά διηγημάτων, «Το καλό θα έρθει από τη θάλασσα», τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με τέτοιο τρόπο που θα μπορούσε κανείς να μιλήσει ίσως και για ένα μυθιστόρημα που αποτελείται από διηγήματα, ή ίσως πιο εύστοχα για τη δημιουργία ενός μυθιστορηματικού κόσμου, μέσα στον οποίο κάθε φορά εκτυλίσσεται η μεμονωμένη ιστορία κάθε διηγήματος. Η θεματική του βρίσκεται πια μέσα στην καρδιά της κρίσης και εστιάζει σε ένα διχασμό, έναν εμφύλιο πόλεμο σχεδόν. Η προαναγγελία μιας τριλογίας, της οποίας το βιβλίο αποτελούσε το πρώτο μέρος ενίσχυε την εντύπωση αυτή και τόσο η εξέλιξη της γραφής του, όσο και η δημιουργία ενός ενιαίου κόσμου μέσα στον οποίο αναδεικνύονταν τα διηγήματά ως θραύσματα, δημιούργησε πολλές προσδοκίες για τη συνέχεια.
Ωστόσο, ο συγγραφέας τρία χρόνια μετά επιστρέφει με μια αυτόνομη συλλογή διηγημάτων, τις Κόρες του ηφαιστείου και εισάγει νέα στοιχεία στο γράψιμό του, διατηρώντας ωστόσο το έδαφος που είχε κατακτήσει στα προηγούμενα βιβλία του. Διατηρεί το ρεαλιστικό υπόβαθρο της γραφής του, δηλαδή τη σύγχρονη πραγματικότητα με τα υπαρκτά προβλήματά της και τα τυπικά χαρακτηριστικά της εποχής και την ταξική του ματιά προς ένα συγκεκριμένο τμήμα της κοινωνίας. Προσθέτει σ’ αυτά όμως κάποια νέα στοιχεία: το έντονο υπερβατικό στοιχείο, τις σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες-ηρωίδες και μια πλουσιότερη από πριν διακειμενικότητα.
Ένας συγγραφέας που τολμά και εξελίσσεται
Πιστεύω πως η ιδιαιτερότητα του Οικονόμου ως συγγραφέα, φανερή και στα προηγούμενα βιβλία του και στην παρούσα συλλογή είναι, από τη μια, το βλέμμα του, που στρέφεται προς τους φτωχούς, τους καταπιεσμένους, τους φτωχοδιάβολους και τους αλαφροΐσκιωτους του κόσμου μας, και, από την άλλη, ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζεται παλαιότερες και παραδοσιακές λογοτεχνικές φόρμες και εργαλεία για να τα εφαρμόσει σε μια εντελώς σύγχρονη πραγματικότητα. Η επικαιροποίηση αυτή των εργαλείων, που τα αντλεί τόσο από την παραδοσιακή ηθογραφία όσο και από τη μεγάλη λογοτεχνία του παρελθόντος, τον κάνουν έναν αξιοθαύμαστο ανατόμο όχι μόνο των κοινωνικών συνθηκών αλλά και της ψυχικής ζωής των ηρώων του.
Στις Κόρες του ηφαιστείου η πραγματικότητα, η σύγχρονη πραγματικότητα συναντιέται ή ίσως διαπερνάται διαρκώς από στοιχεία μαγικά, μεταφυσικά, μυστικιστικά, όπως στο διήγημα «Το άλφα που κάνει το θύμα θαύμα» οι τελευταίες ώρες ενός συνταξιούχου ναυτικού διασχίζονται από ένα μαγικό χαλί. Το λαϊκό παραμύθι τέμνει την πραγματικότητα και την μεταμορφώνει – όπως άλλωστε πάντα ήξερε να κάνει. Σ’ αυτήν τη συνάντηση, του σημερινού σκληρού και σκοτεινού κόσμου, με τα προβλήματά του, την ανεργία, το μαρασμό, την παρακμή του Τύπου, τη διαρκή αίσθηση απειλής, με έναν κόσμο παραμυθένιο στον οποίο κατοικούν νεράιδες και οπτασίες, όπου η πίστη φέρνει μικρά ή και μεγάλα θαύματα, πατάει ο Οικονόμου για να μας δώσει ένα βιβλίο χαρμόσυνο, αναστάσιμο, όπως γράφει στο οπισθόφυλλό του.
Υπερβατικότητα, θηλυκό στοιχείο, διακειμενικότητα
Και διαλέγει για ηρωίδες του σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες, αυτές που θέτουν σε κίνηση τα γρανάζια της ιστορίας και φέρνουν τη λύτρωση (πάλι από το οπισθόφυλλο του βιβλίου). Γυναίκες που συντροφεύουν τις τελευταίες στιγμές ενός ετοιμοθάνατου πατέρα, αλλά και καταφέρνουν να ξαναενωθούν με έναν πεθαμένο σύζυγο, όπως συμβαίνει στο πρώτο διήγημα της συλλογής, γυναίκες που κάνουν αντρικές δουλειές και επαναφέρουν την ηρεμία σε ένα ανάστατο πολυπολιτισμικό μαιευτήριο, γυναίκες που σχεδόν πάντα επιτυγχάνουν τη συμφιλίωση και την καταλλαγή.
Αντίστοιχα, η πλούσια διακειμενικότητα του βιβλίου, όπου συχνά εμφανίζονται τα λόγια και οι ιστορίες συγγραφέων όπως ο Ντοστογιέφσκι, ο Μπάμπελ ή ο Νίτσε, αλλά και όπου, πιο υπαινικτικά, αξιοποιείται υλικό από τα απόκρυφα Ευαγγέλια, τα μεσαιωνικά συναξάρια ή τις λαϊκές αφηγήσεις (αλλά και ατάκες από την «Τσάινατάουν»), υπηρετεί κι αυτή έναν παρόμοιο στόχο, να δείξει τη δύναμη της λογοτεχνίας, τη δυνατότητά της να εμψυχώσει τον άνθρωπο στις δύσκολες στιγμές, να του προσφέρει πίστη και ελπίδα, να ανοίξει το πεδίο του σε μια διαφορετική ματιά, να του προσπορίσει καλύτερα εργαλεία για να στοχαστεί τον εαυτό του και τον κόσμο.
Βιβλίο για την πίστη και το θαύμα, οι «Κόρες του ηφαιστείου» είναι το αποτέλεσμα της δουλειάς ενός συγγραφέα που ωριμάζει, που εκλεπτύνει και εμπλουτίζει τα εργαλεία του. Ωστόσο, έχω την αίσθηση πως ο Οικονόμου τα καταφέρνει καλύτερα στα διηγήματα όπου διατηρείται αμείωτη η σκληρότητα της πραγματικότητας (όπως στο «Μη φοβάσαι, δεν έγινες ακόμη γυναίκα», που για μένα είναι ίσως το καλύτερο της συλλογής, ή στις «Νεράιδες»), εκεί που ο σαρκασμός, η ειρωνεία, η τραχύτητα της ζωής των ηρώων του διατηρείται διαρκώς παρούσα, κι έτσι το θαύμα εμφανίζεται ως ανέλπιστο και άρα πιο δραστικό. Δεν πρόκειται άλλωστε για κάτι άλλο παρά για το θαύμα της αγάπης. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στο εναρκτήριο διήγημα της συλλογής, το παραμυθένιο, υπερβατικό στοιχείο, και πάλι με ένα χιούμορ δραστικό, προσφέρει ένα κείμενο υψηλής απόλαυσης. Αλλού όμως, έχω την αίσθηση πως τα διηγήματα ξεφεύγουν είτε προς κάποιου είδους μελό, είτε προς έναν έστω υποδόριο διδακτισμό.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει επίσης και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τις γυναίκες-ηρωίδες του ο Οικονόμου. Σε μια σύλληψη που καταφάσκει στον παραδοσιακό γυναικείο ρόλο –της γυναίκας που φροντίζει, που συμπαραστέκεται, που φέρνει τη λύτρωση αλλά και τη συναίνεση και την αγάπη– οι ίδιες οι ηρωίδες του ανοίγονται σε μια πλουσιότερη γκάμα αναλαμβάνοντας όλες τις πολυπλοκότητες και τους σύνθετους ρόλους της σύγχρονης εποχής, από τον παραδοσιακό ρόλο της αφοσιωμένης συντρόφου και κόρης μέχρι ηρωίδες με «αποκλίνουσα» σεξουαλικότητα ή ακόμη και ρευστό φύλο. Επιβεβαιώνοντας και πάλι την αίσθηση πως στη γραφή του Οικονόμου βρίσκει κανείς μια ευτυχή συνύπαρξη στοιχείων εντελώς παραδοσιακών με υλικό απολύτως σύγχρονο.
Έφη Γιαννοπούλου
Πηγή: Η Εποχή