Πώς κρίνετε την πορεία της πανδημίας; Γίνεται λόγος για νέο κύμα, χωρίς βέβαια να υπήρξε και μεγάλη ύφεση του προηγούμενου, τουλάχιστον στην Ελλάδα.
Μέχρι σήμερα η πορεία της πανδημίας χαρακτηρίζεται από εξάρσεις και υφέσεις και είναι απολύτως προβλεπόμενη. Τα βασικά χαρακτηριστικά του νοσήματος του προκαλεί ο SARS-CoV-2 δεν έχουν αλλάξει. Ωστόσο, οι επιστημονικές γνώσεις που έχουμε κατακτήσει, μας επιτρέπουν να αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά και έγκαιρα τους ασθενείς με COVID-19 και κυρίως εκείνους που βρίσκονται σε κίνδυνο σοβαρού νοσήματος ή πάσχουν από σοβαρό COVID-19. Αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο η θνητότητα του νοσήματος έχει μειωθεί εντυπωσιακά τόσο στην κοινότητα, όσο και μεταξύ των ασθενών που νοσηλεύονται σε συμβατικούς θαλάμους ή στις μονάδες εντατικής θεραπείας. Ο εμβολιασμός είναι ένα σημαντικό εργαλείο που μας προφυλάσσει από την σοβαρή ασθένεια. Κατά συνέπεια, εφόσον έχουμε υψηλά επίπεδα εμβολιασμού (πάνω από 70% στο σύνολο του πληθυσμού), η αύξηση των κρουσμάτων δεν είναι ανησυχητική, καθώς δεν μεταφράζεται σε οξεία αύξηση των νοσηλειών. Ωστόσο, οι προοπτικές της πανδημίας θα καθορισθούν από τη διπλή της όψη. Η μία είναι η πανδημία ως βιολογικό φαινόμενο. Δηλαδή ένας αερογενώς μεταδιδόμενος ιός, που προκαλεί ένα δυνητικά σοβαρό και θανατηφόρο νόσημα, «κυκλοφορεί» ευρέως στην κοινότητα, με συνέπεια να απειλείται η υγεία και η ζωή μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων και να προκαλείται αστάθεια στα συστήματα υγείας. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) η πανδημία ως «βιολογικό φαινόμενο» θα λήξει –δηλαδή δεν θα «κυκλοφορεί» ο ιός– όταν η συλλογική ανοσία βρίσκεται σε επίπεδα άνω του 70% στην παγκόσμια κοινότητα. Αυτό βέβαια, όπως καταλαβαίνετε, είναι ένα αρκετά μακρινό σενάριο.
Συνεχίζει λοιπόν, να τίθεται στην ατζέντα κατά προτεραιότητα το θέμα της παραγωγής, του κόστους και της διάθεσης των εμβολίων. Δηλαδή το θέμα του «ανοίγματος» των πατεντών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ανακοινώθηκε πριν λίγες ημέρες η συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΗΠΑ, Ινδίας και Νότιας Αφρικής για την προσωρινή άρση της πατέντας παραγωγής εμβολίων για το COVID-19. Βέβαια δεν πρέπει να υποτιμήσουμε κίνδυνο αποσταθεροποίησης αυτών των συμφωνιών, αλλά και αναστολής της εμβολιαστικής καμπάνιας εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία και του αναδυόμενου ψυχροπολεμικού κλίματος σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η άλλη όψη του προβλήματος είναι οι κοινωνικές διαστάσεις της πανδημίας. Οι κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες, η ρύπανση του περιβάλλοντος, η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, και το γενικό επίπεδο υγείας του πληθυσμού είναι καθοριστικοί παράγοντες για την μετάδοση του ιού, τη νοσηρότητα, τον κίνδυνο εμφάνισης σοβαρού COVID-19, τη θνητότητα, αλλά ακόμη και για το επίπεδο εμβολιασμού. Η εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου μακροπρόθεσμου σχεδίου που βασίζεται στην Πρόληψη (με τον εμβολιασμό), την Ανίχνευση και την Πρόνοια για περίθαλψη (ΠΑΠ) και θα εφαρμοσθεί κατά προτεραιότητα στις κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται σε κίνδυνο, θα καθορίσει το πώς βιώνουμε την πανδημία στην καθημερινότητά μας, με την επιβολή λοκντάουν, τη χρήση μάσκας, το κλείσιμο των σχολείων κτλ. Άρα το ουσιαστικό ερώτημα είναι πότε θα σταματήσουμε να εφαρμόζουμε μέτρα αποστασιοποίησης με ασφάλεια, ώστε να μην κινδυνεύουν μεγάλες ομάδες πληθυσμού να νοσήσουν βαριά ή να πεθάνουν.
Και στο ερώτημα αυτό, ποια είναι η απάντηση; Η κυβέρνηση ήδη αποφάσισε την παύση της χρήσης μάσκας στους εξωτερικούς χώρους. Μήπως βιάστηκε όμως;
Γενικά εκτιμούμε πως τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ελλάδα, το επίπεδο ανοσίας στον πληθυσμό είναι υψηλό. Όμως η απάντηση στο ερώτημά σας καθορίζεται από δύο παραμέτρους. Η μία είναι το επίπεδο ανοσίας (που προέρχεται είτε από φυσική νόσηση, είτε από τον εμβολιασμό, είτε από τον συνδυασμό των δύο) σε έναν συγκεκριμένο πληθυσμό, πχ σε εθνικό επίπεδο, σε επίπεδο περιφέρειας (πχ Αττικής), σε επίπεδο περιοχής (πχ Δυτική Αττική ή κέντρο της Αθήνας) κτλ. Αυτό καθορίζει την πιθανότητα βαριάς ασθένειας. Υπολογίζοντας ότι ο καιρός θα ζεστάνει σύντομα στην Ελλάδα, είναι πολύ πιθανόν ότι η άρση των μέτρων ατομικής προστασίας δεν θα έχει μεγάλη επίπτωση στους «σκληρούς» δείκτες. Ωστόσο, αν μέχρι το προσεχές φθινόπωρο το επίπεδο ανοσίας στις «ευαίσθητες» περιοχές είναι χαμηλό και δεν έχει εφαρμοσθεί το σχέδιο ΠΑΠ που σας περιέγραψα προηγουμένως, υπάρχει κίνδυνος να επανέλθουν τα μέτρα αποστασιοποίησης, γιατί θα έχουμε επιδείνωση των «σκληρών» δεικτών.
Έγγραφο του ΕΟΔΥ που ήρθε στη δημοσιότητα αυτές τις μέρες, δείχνει ότι 7 στους 10 ασθενείς COVID που πέθαναν, ήταν εκτός ΜΕΘ. Το ούτως ή άλλως υψηλό ποσοστό θανάτων σε αναλογία με τα κρούσματα στην Ελλάδα, λοιπόν, οφείλεται στις ελλείψεις του συστήματος υγείας;
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αριθμός των νοσηλευόμενων ασθενών με COVID-19, αλλά δυστυχώς και των θανάτων κατά το 5ο κύμα (Γενάρης – Φλεβάρης 2022) ήταν υψηλότερος από κάθε προηγούμενο κύμα, παρά τις επιστημονικές προόδους που έχουν γίνει και της εμπειρίας που έχει αποκτήσει το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό. Αποδεικνύεται, λοιπόν, οτι η υγειονομική καταστροφή των 26.000 θανάτων (από τους οποίους σχεδόν οι μισοί συνέβησαν μετά τον Σεπτέμβρη του 2021) είναι συνέπεια της αποτυχίας διαχείρισης του εμβολιασμού και της πολιτικής διάλυσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Σήμερα στην Ελλάδα έχουμε επίπεδα εμβολιασμού της τάξης του 86% στους ενήλικες. Αυτό είναι ένα ικανοποιητικό ποσοστό και σημαίνει πως θα έχουμε τόσους ασθενείς με COVID-19 που θα μπορεί να τους διαχειριστεί το σύστημα υγείας. Θεωρητικά τουλάχιστον… Στη Γαλλία όπου είχαμε αυτά τα επίπεδα εμβολιασμού από τον Νοέμβρη–Δεκέμβρη, μπορέσαμε να διαχειριστούμε το 4ο και 5ο κύμα χωρίς να έχουμε πίεση στα νοσοκομεία. Το σύστημα υγείας και η ανυπαρξία πολιτικής υποστήριξης και ανάπτυξής του είναι η αχίλλειος πτέρνα στην Ελλάδα και καθιστά την κατάσταση επικίνδυνα ασταθή (κυρίως για το φθινόπωρο), ακόμη και αν έχουμε υψηλό επίπεδο ανοσίας στην κοινότητα. Δυστυχώς στην Ελλάδα, από το καλοκαίρι του 2020 μέχρι σήμερα το σύστημα υγείας δεν οργανώθηκε με αυτό τον τρόπο, ώστε να «αντέχει» την πίεση. Για να είμαστε ασφαλείς, θα έπρεπε το ποσοστό εμβολιασμού να ήταν στο 70% του γενικού πληθυσμού ήδη από τον Νοέμβρη του 2021 και ταυτόχρονα να είχε εφαρμοστεί η τηλεϊατρική, να είχε οργανωθεί η πρωτοβάθμια περίθαλψη, να είχαν γίνει οι απαραίτητες εκπαιδεύσεις του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού στην κοινότητα και στα νοσοκομεία και βέβαια να είχαν ενισχυθεί με προσωπικό τα νοσοκομεία. Όλα αυτά δεν έγιναν, γιατί ήταν πολιτική επιλογή της κυβέρνησης. Τις τραγικές συνέπειες αυτής της επιλογής, πλέον τις γνωρίζουμε όλοι. Με λίγα λόγια πολλοί συμπολίτες μας πεθάναν αβοήθητοι στο σπίτι ή σε τραγικές συνθήκες νοσηλείας, ενώ θα μπορούσαν να είχαν σωθεί.
Ταυτόχρονα, δεν υπήρξε και η κατάλληλη ενημέρωση σχετικά τη σοβαρότητα του νοσήματος, δόθηκε χώρος στην παραπληροφόρηση από τους σκοταδιστές, με συνέπεια ένα μη ευκαταφρόνητο ποσοστό πολιτών να θεωρήσουν το COVID-19 σαν «μια απλή ίωση», να αρνηθούν τον εμβολιασμό ή ακόμη και να καθυστερήσουν στην αναζήτηση ιατρικής συμβουλής. Αυτό βέβαια άπτεται και του θέματος πως δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ, όπως έδειξε και η έρευνα του Έτερον, τα οποία ήταν αυτά που είχαν αναλάβει την καμπάνια ενημέρωσης για την πανδημία και τον εμβολιασμό.
Ποια είναι, τελικά, τα συμπεράσματα για τα εμβόλια; Γίνεται λόγος τώρα και για χορήγηση 4ης δόσης, με κάποια κράτη να την έχουν ξεκινήσει ήδη σε ορισμένες ομάδες πληθυσμού.
Τα εμβόλια είναι ασφαλή, είναι αποτελεσματικά και προστατεύουν τους ανθρώπους από το να νοσήσουν βαριά. Επιβεβαιώθηκε, βέβαια, αυτό που είχαμε πει σε συνέντευξη στην «Εποχή» τον Δεκέμβρη του 2020: ότι τα εμβόλια δεν είναι «πανάκεια» και ότι θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της αντίστασης από νέα στελέχη του ιού που θα εμφανιστούν και το πρόβλημα της δυσπιστίας από τους πολίτες. Αυτά ήταν γνωστά από την αρχή της εμβολιαστικής καμπάνιας, ειπώθηκαν και γράφτηκα από τους ειδικούς, αλλά δογματικά αγνοήθηκαν από την κυβέρνηση. Όσον αφορά τώρα την 4η δόση, δεν γνωρίζω αν θα χρειαστεί. Αυτό θα το αποφασίσουν οι ειδικές επιτροπές των επιστημόνων σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, που γνωρίζουν τα επιδημιολογικά δεδομένα, την αποτελεσματικότητα των εμβολίων ως προς τα στελέχη που κυκλοφορούν την δεδομένη χρονική περίοδο, τη διάρκεια της ανοσίας και μια σειρά άλλων παραμέτρων που θα καθορίσουν την γενική εμβολιαστική πολιτική. Σχετικά με το ερώτημα της 4ης δόσης χρειάζεται να είμαστε πολύ προσεκτικοί, ώστε να μην πέφτουμε θύματα του μάρκετινγκ των φαρμακευτικών εταιρειών, που μπορεί να θέλουν να «δημιουργήσουν κλίμα» για τα προϊόντα τους. Αυτό που έχουν πει οι ειδικοί, είναι ότι ο ιός μεταλλάσσεται και είναι πιθανόν να έρθουν μορφές του ιού που θα παρουσιάζουν πολύ υψηλό βαθμό αντίστασης στα υπάρχοντα εμβόλια, όπως και ότι η ανοσία των εμβολίων με τον χρόνο φθίνει. Πρέπει, λοιπόν, να αποκτήσουμε εμβολιαστική κουλτούρα. Από εκεί και πέρα, πρέπει να φτιάξουμε ένα συνολικό σύστημα διαχείρισης της πανδημίας που να αναπτύσσεται στους άξονες της Πρόληψης–Ανίχνευσης–Πρόνοιας και να ενσωματώνει τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες για να είμαστε ασφαλείς, ώστε ακόμα και αν ο ιός συνεχίσει να είναι θανατηφόρος και μεταδοτικός, να μη διαλύσει τις ζωές μας και να μην χάσουμε συνανθρώπους μας. Αυτή, όμως, η αντίληψη είναι εντελώς αντίθετη με τον νεοφιλελεύθερο δογματισμό και εδώ βρίσκεται, κατά την γνώμη μου, ο πραγματικός κόμβος και ο πυρήνας σύγκρουσης των πολιτικών αντιμετώπισης της πανδημίας.
Να πούμε λίγο παραπάνω γι’ αυτό; Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η κυβέρνηση της ΝΔ προσπαθεί απλά να παρουσιάσει την εικόνα πως η πανδημία αποτελεί παρελθόν, ένεκα και της έναρξης του τουρισμού που αναμένεται.
Πράγματι, θέλει να εμφανίσει πως έχει τελειώσει, προκειμένου να έρθει ο τουρισμός και να μπαλώσει τις τρύπες της οικονομίας που γίνονται ολοένα και μεγαλύτερες. Λογικό είναι βέβαια. Πρέπει να κινηθεί η οικονομία, οι άνθρωποι να ανταλλάξουν υπηρεσίες και προϊόντα για να μπορέσουν να ζήσουν. Αλλά δεν το κάνει με όρους που να μπορούν να εξασφαλίσουν ότι το επόμενο κύμα δεν θα τινάξει τα πάντα στον αέρα. Αυτό έγινε δυστυχώς ήδη δύο φορές, ό,τι κερδίζεται το καλοκαίρι, χάνεται τον χειμώνα. Και αυτό είναι το πρόβλημα του ελληνικού νεοφιλελευθερισμού. Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση είναι ιδιαίτερα δογματική. Νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις άλλων χωρών, όπως στη Γαλλία, λειτούργησαν τελικά με λογική κράτους πρόνοιας. Στην Ελλάδα δεν συμβαίνει αυτό, με αποτέλεσμα να πηγαίνουν από το ένα αδιέξοδο στο άλλο, με εντελώς προβλεπόμενο τρόπο και με τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές στην υγεία των πολιτών και στην οικονομία.
Τι θα έπρεπε να γίνει, προκειμένου να συνεχίσουμε να ζούμε με τον ιό, αλλά με ασφάλεια, καθώς δεν φαίνεται να ξεμπερδεύουμε σύντομα από την πανδημία; Και αλήθεια θα γίνει αυτό ποτέ;
Πρώτον να εμβολιαστούμε όλοι και να συνεχίσει η ενημέρωση για τον εμβολιασμό. Δεύτερον, πρέπει να εξασφαλιστεί από το κράτος η πλήρως δωρεάν περίθαλψη για όλους τους πολίτες, καθώς οι περισσότεροι δεν έχουν να πληρώσουν για τεστ και για επίσκεψη στον γιατρό. Μην ξεχνάμε ότι φέτος ιδίως οι άνθρωποι είναι φτωχότεροι σε σχέση με πέρυσι. Τρίτον, ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας. Ζώντας στο Παρίσι, να σας πω ότι νιώθω πως έχουμε ξεμπερδέψει από την πανδημία, από την άποψη ότι είμαστε ασφαλείς, αφού είμαστε εμβολιασμένοι σε υψηλό επίπεδο και αν κάποιος παρουσιάσει τα πρώτα άτυπα συμπτώματα, θα κάνει το τεστ δωρεάν και θα τον επισκεφθεί ο γενικός γιατρός επίσης δωρεάν. Και αν κάτι δεν πάει καλά, τότε θα πάει στο νοσοκομείο, που θα έχει κλίνη και προσωπικό να τον προσέξει.
Τζέλα Αλιπράντη