Στις 22 και 23 Σεπτεμβρίου έγινε στην Αθήνα ένα ενδιαφέρον συνέδριο με τίτλο «Απέναντι στο κράτος. Αριστερές αναλύσεις και προοπτικές», που διοργανώθηκε από το ευρωπαϊκό δίκτυο transform!, το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και το ετήσιο περιοδικό του transform!, το φετινό τεύχος του οποίου φέρει τον ίδιο τίτλο. Από αυτό το τεύχος επιλέξαμε να μεταφράσουμε και να δημοσιεύσουμε, σε δύο συνέχειες, τη συνέντευξη του γνωστού σουηδού μαρξιστή κοινωνιολόγου και καθηγητή κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, Γκόραν Θέρμπορν, ο οποίος ήταν και ένας από τους ομιλητές της προαναφερθείσας εκδήλωσης.
Χ.Γο.
Ο καπιταλισμός στις διάφορες μορφές του ευθύνεται για τις κλιματικές, υγειονομικές και οικονομικές κρίσεις, δημιουργεί τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες στο εσωτερικό όλων των χωρών και μεταξύ τους, περιορίζει την ελευθερία και τη δημοκρατία, και ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τις πολεμικές συγκρούσεις της εποχής μας που υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσουν μέχρι και στην καταστροφή της ανθρωπότητας. Όλα αυτά πραγματοποιούνται με τις ενέργειες ή τις παραλήψεις κρατών, ιδίως εκείνων των μεγάλων χωρών. Για τον λόγο αυτό, από τον 19ο αιώνα μέχρι πρόσφατα -τουλάχιστον πριν από την πτώση των καθεστώτων σοβιετικού τύπου- οι ριζοσπαστικές αριστερές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένης της σοσιαλδημοκρατίας της Δεύτερης Διεθνούς), καθώς και οι μαρξιστές και ριζοσπάστες διανοούμενοι σε όλο τον κόσμο που ενδιαφέρονταν για την υπέρβαση του καπιταλισμού, είχαν μια συγκεκριμένη στρατηγική απέναντι στο καπιταλιστικό κράτος: ή να το ανατρέψουν και να το αντικαταστήσουν με ένα άλλο, ή να το μετασχηματίσουν με διάφορους τρόπους. Πιστεύετε ότι αυτό έχει αλλάξει τον 21ο αιώνα και αν ναι, ως προς τι;
Κατ’ αρχάς, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάποτε υπήρχε ένα σημαντικό ρεύμα του εργατικού κινήματος, ο αναρχισμός και ο αναρχοσυνδικαλισμός, που δεν είχε στόχο την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας. Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο αυτό το ρεύμα ήταν αρκετά ισχυρό στη Νότια Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην Ισπανία, καθώς και σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκτός από την επαναστατική οργάνωση των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Industrial Workers of the World), οι οποίοι εστίαζαν την δράση τους στους εργασιακούς χώρους, υπήρχαν και τα μετριοπαθή συνδικάτα της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εργασίας (American Federation of Labor), που κι αυτά δεν προσανατολίζονταν στην κατάκτηση του κράτους. Ο αναρχισμός ήταν επίσης η κύρια πηγή έμπνευσης των πρώτων σύγχρονων επαναστατικών κινημάτων της Ιαπωνίας και της Κορέας.
Η μετέπειτα καταλυτική στροφή προς μια κρατικο-κεντρική εστίαση τόσο της επαναστατικής και της ρεφορμιστικής πτέρυγας της εργατικής τάξης, όσο και της Αριστεράς, δικαιώθηκε από την εμπειρία. Οι μεγάλοι προοδευτικοί μετασχηματισμοί που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο του βιομηχανικού καπιταλισμού οφείλονταν στον με κάποιο τρόπο έλεγχο του κράτους, είτε αυτός αφορούσε τα κράτη πρόνοιας είτε τις αντικαπιταλιστικές επαναστάσεις. Ούτε οι εργατικές κινητοποιήσεις, ούτε οι συνεταιρισμοί, για να μην αναφερθώ στην αναρχική «άμεση δράση» ενάντια σε μεμονωμένους φορείς εξουσίας και εκμεταλλευτές, έχουν κάποιο συγκρίσιμο ιστορικό κοινωνικών επιτευγμάτων, αν και οι δύο πρώτοι τρόποι δράσης έχουν κι αυτοί καταγράψει διαχρονικές επιτυχίες.
Στην Αριστερά του 21ου αιώνα, μετά το τέλος ή την σχετική περιθωριοποίηση της ταξικής διαλεκτικής του βιομηχανικού καπιταλισμού, και απέναντι σε καπιταλιστικά κράτη με εμφανώς ισχυρή θωράκιση, εμφανίστηκαν νεο-αναρχικές και συνεταιριστικές ιδέες, ανάλογες εκείνων που ανέφερα προηγουμένως. Τα μαχητικά κινήματα των αρχών του 21ου αιώνα, όπως αυτά των Occupy και των Αγανακτισμένων, πίστευαν ότι η θεωρητικά χωρίς ηγέτες συμμετοχική δράση τους ήταν το πρόπλασμα ενός διαφορετικού, νέου κοινωνικού κόσμου –περισσότερο ή λιγότερο κομμουνιστικού με την κλασική μαρξιστική έννοια – και όχι το μέσο για την κατάκτηση της εξουσίας.
Σε θεωρητικό επίπεδο, εκείνος που ανέπτυξε μια νέα συλλογιστική προς αυτή την κατεύθυνση ήταν ο αείμνηστος Έρικ Όλιν Ράιτ. Πρώτος αυτός μάς επέστησε την προσοχή στην «κοινωνία», βάζοντας το κράτος σε παρένθεση και θέτοντας το πρωτότυπο ερώτημα: «Ποιο είναι το σοσιαλιστικό στοιχείο στον σοσιαλισμό;». Υποστήριζε ότι αυτό είναι η «κοινωνική εξουσία», δηλαδή η διακυβέρνηση από ανθρώπους οργανωμένους σε εθελοντικές ενώσεις, σε κόμματα, σε κοινότητες, σε συνδικάτα…». Στο τελευταίο στρατηγικό πόνημά του κατέθεσε την άποψη περί της «υπονόμευσης του καπιταλισμού» με διάφορες μορφές κοινωνικής δράσης που δεν εστιάζονται στην κεντρική κρατική εξουσία, οι οποίες δραπετεύουν από τον καπιταλισμό, αντιστέκονται σ’ αυτόν, τον τιθασεύουν και τον εξαρθρώνουν. Θεωρούσε αυτό το είδος του σύνθετου, σταδιακού κοινωνικού μετασχηματισμού παρόμοιο με την ανάδυση του καπιταλισμού μέσα από τη φεουδαρχία.
Αυτές οι πρακτικές και οι θεωρητικές προσεγγίσεις εμπλουτίζουν την Αριστερά. Ωστόσο, οι δομές και οι θεσμοί της εξουσίας και της εκμετάλλευσης εξακολουθούν να υπάρχουν, ενώ τα ενθαρρυντικά ριζοσπαστικά κινήματα των δύο πρώτων δεκαετιών αυτού του αιώνα μάς έχουν αφήσει ελάχιστα πράγματα περισσότερα από τη ανάμνησή τους. Η θεωρία του Ράιτ για την υπονόμευση του καπιταλισμού διευρύνει την οπτική της αριστερής σκέψης και συνδυάζει ένα φάσμα χρονικών οριζόντων, που αρχίζει από τις εδώ και τώρα αποδράσεις από τον καπιταλισμό, όπως η Wikipedia, η κοινοβιακή διαβίωση ή η πρόταση για το βασικό εισόδημα, και φτάνει μέχρι την πολλαπλή συρρίκνωση του χώρου συσσώρευσης του ιδιωτικού κεφαλαίου. Όμως, ο ιστορικός παραλληλισμός του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού που υπάρχει στο έργο του υποτιμά τον ρόλο της κρατικής βίας και εξουσίας στην ανάδυση του καπιταλισμού μέσω των αστικών επαναστάσεων, και πολύ περισσότερο τον ρόλο της πολιτικής εξουσίας και της βίας στην υφαρπαγή συλλογικών κοινοτήτων, στην αποικιακή εκμετάλλευση, στους διακρατικούς πολέμους με τα κρίσιμα από ιστορικής πλευράς αποτελέσματά τους, καθώς και στη διατήρηση της εργασιακής πειθαρχίας.
Επιπλέον, πρέπει να αναγνωρίσουμε την πολύ μεγαλύτερη σημασία που έχει σήμερα το κράτος για τη δυναμική του καπιταλισμού, σε σύγκριση με τον προηγούμενο αιώνα. Η ψηφιακή επανάσταση, για παράδειγμα, ξεκίνησε από τον αμερικανικό στρατό. Ο σημερινός χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός διατηρείται σε λειτουργία από τις πολιτικές και τις παρεμβάσεις του κράτους και των κρατικών τραπεζών. Η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση που χρηματοδοτούνται από την φορολογία έχουν γίνει πλέον «κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων» (asset classes) για τη συσσώρευση εταιρικού κεφαλαίου. Ο μετριασμός των, αναπόφευκτων πλέον, κλιματικών καταστροφών εξαρτάται σε κρίσιμο βαθμό από κρατικές και διακρατικές δράσεις.
Σύμφωνα με τον Νίκο Πουλαντζά, το έργο του οποίου εξακολουθώ να θεωρώ πολύτιμο σαράντα τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του, το καπιταλιστικό κράτος είναι «η υλική συμπύκνωση του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ τάξεων και μερίδων τάξεων». Πιστεύετε ότι αυτός ο ορισμός είναι εννοιολογικά εύστοχος και χρήσιμος για την συγκρότηση του εν δυνάμει νέου επαναστατικού ή μετασχηματιστικού υποκειμένου της εποχής μας;
Πάντα πίστευα, και εξακολουθώ να πιστεύω, ότι ο ορισμός του Πουλαντζά ήταν ευφυέστατος και αποτελεί εξαιρετικό σημείο εκκίνησης για την κατανόηση και την ανάλυση του κράτους. Επισημαίνει, για παράδειγμα, ότι ένα καπιταλιστικό κράτος δεν είναι απλώς «μια επιτροπή της άρχουσας τάξης», και ότι μπορεί κάλλιστα να επηρεάζεται από ένα ισχυρό εργατικό κίνημα. Νομίζω, όμως, ότι αυτός ο ορισμός πρέπει αφενός να γενικευτεί, και αφετέρου να συγκεκριμενοποιηθεί.
Όσον αφορά τη γενίκευση, το σύγχρονο κράτος δεν μπορεί να προσλαμβάνεται μόνο ως καπιταλιστικό κράτος. Τα κράτη αποτελούν επίσης μέρος ενός ιστορικά εξελιγμένου γεωπολιτικού συστήματος κρατών. Και έχουν τις ρίζες τους στην εθνική τους ιστορία και τον πολιτισμό. Θα έλεγα λοιπόν, ότι τα κράτη είναι, ή καλύτερα θα έπρεπε να προσλαμβάνονται αφ’ ενός ως η υλική συμπύκνωση της σχέσης των κοινωνικών δυνάμεων μέσα σε έναν συγκεκριμένο εδαφικό χώρο, του κατά Πουλαντζά συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ τάξεων και μερίδων τάξεων, αλλά και της εθνικής κουλτούρας και ιστορίας με τις δυνάμεις τους και τα αντίστοιχα κινήματα, π.χ. τα κοσμικά ή τα θρησκευτικά, τα φεμινιστικά ή τα πατριαρχικά -και αφ’ ετέρου ως η υλική διάθλαση της θέσης και της ιστορίας τους στο εκάστοτε γεωπολιτικό σύστημα κρατών. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η μελέτη του τρόπου οργάνωσης ενός κράτους και των τρόπων της καθημερινής λειτουργίας του- που πραγματοποιείται καλύτερα σε ένα συγκριτικό πλαίσιο-συνιστά μια σημαντική μέθοδο κατανόησης της πολυ-επίπεδης κοινωνικής, πολιτισμικής και γεωπολιτικής ιστορίας μιας κοινωνίας.
Ως προς την συγκεκριμενοποίηση, η υλική συμπύκνωση και η διάθλαση των κρατών ενσωματώνονται σε έναν οργανισμό-στο σύμπλεγμα του κρατικού μηχανισμού. Συνεπώς, το κράτος είναι ένας δρων, κατά μία έννοια με πιο άμεσο τρόπο από ό,τι μια τάξη, επειδή η δεύτερη δεν είναι ένας οργανισμός αλλά μια κοινωνικά δικτυωμένη δύναμη. Επομένως, μεταξύ ενός κοινωνικού αποτυπώματος συμπύκνωσης και διάθλασης, και ενός δρώντος τυπικού οργανισμού υπάρχει πάντα η δυνατότητα μιας σημαντικής κοινωνικής απροσδιοριστίας, δηλαδή οργανωτικής αυτονομίας.
Ποια εξουσία ασκείται όταν λειτουργεί το κράτος; Η κρατική εξουσία ή η ταξική εξουσία ή, γενικότερα, η κοινωνική εξουσία; Αυτό ήταν ένα ερώτημα που συζητήθηκε πολύ τον καιρό του Πουλαντζά, αλλά και αργότερα. Η αντιπαράθεση μπορεί να θεωρηθεί κατά κάποιον τρόπο ως επιλογή μεταξύ διαφορετικών προσεγγίσεων. Με βάση τη φιλελεύθερη προσέγγιση, η διάκριση μεταξύ κρατικής και μη κρατικής εξουσίας είναι κομβικής σημασίας∙ υπό τη μαρξιστική οπτική, το κρίσιμο ζήτημα είναι αν η ταξική εξουσία ανήκει στην αστική ή την εργατική τάξη. Γενικότερα, το ενδιαφέρον για τον κοινωνικό χαρακτήρα της εξουσίας οφείλεται στο ενδιαφέρον για ένα ερώτημα που αφορά την εξουσία, το οποίο συχνά αγνοείται: Ποιος είναι ο ρόλος της εξουσίας;
Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα πρέπει να εξετάσουμε την κοινωνική και γεωπολιτική μήτρα -στην οποία περιλαμβάνεται και το είδος του κρατικού μηχανισμού- μιας κρατικής κυβέρνησης/πολιτικής ηγεσίας. Σ’ αυτήν την κοινωνική μήτρα, έχουν μεγάλη σημασία οι σχέσεις μεταξύ αφενός του κρατικού μηχανισμού, και αφετέρου των εθελοντικών ταξικών οργανώσεων και άλλων κοινωνικών ομάδων, καθώς και το σχετικό βάρος τους.
Στο πλαίσιο της παραπάνω ανάλυσης, συμφωνείτε με την «αριστερή λαϊκιστική» στρατηγική απέναντι στο κράτος που συμπυκνώνεται στο σύνθημα «εμείς (ο λαός) είμαστε το 99%, ενώ οι άλλοι (οι ελίτ) είναι μόνο το 1%», όταν σ’ αυτό το 99% υπάρχουν ανταγωνιστικές μεταξύ τους κοινωνικές δυνάμεις; Θα μπορούσαν οι επιχειρηματικές «μεσαίες τάξεις» (δηλαδή οι ιδιοκτήτες καπιταλιστικών μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων που ο στόχος τους είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους τους) να έχουν τις ίδιες απαιτήσεις και την ίδια αντιμετώπιση από το εθνικό κράτος με τους δικούς τους, συνήθως επισφαλείς, εργαζόμενους; Αυτό, βέβαια, δεν αποκλείει την στρατηγική κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών που οφείλει να έχει η Αριστερά η οποία στοχεύει στον κοινωνικό μετασχηματισμό, πάντοτε όμως μετά από την συγκεκριμένη ανάλυση της εκάστοτε συγκεκριμένης κατάστασης. Δεδομένου ότι έχετε ασχοληθεί στο παρελθόν με τη θεωρία του κράτους-έχω κατά νου το βιβλίο σας What Does the Ruling Class Do when it Rules? [Τι κάνει η άρχουσα τάξη όταν κυβερνά;], αλλά και διάφορα άρθρα σας –θα ήθελα να μας πείτε την άποψή σας γι’ αυτό το ζήτημα.
Η ανάλυση του κράτους και η στρατηγική του λαϊκισμού είναι κατά τη γνώμη μου δύο εντελώς διαφορετικά θέματα. Η σχεσιακή θεωρία του κράτους καταδεικνύει τον κοινωνικό του χαρακτήρα, τον οποίο είναι πάντα καλό να γνωρίζουμε, ανεξάρτητα από τους πολιτικούς στόχους και την στρατηγική μας. Ο αριστερός λαϊκισμός είναι μια στρατηγική για να σπάσει το κοινωνικοπολιτικό περίβλημα ενός πολιτικού τοπίου, στο οποίο το ενδεχόμενο η εργατική τάξη να είναι η πλειοψηφία ανήκει ή σε ένα μακρινό, και μάλλον απρόσιτο μέλλον -στην περίπτωση της Λατινικής Αμερικής, ή στο παρελθόν-στην περίπτωση της Ευρώπης. Ο ισχυρισμός του αριστερού λαϊκισμού ότι εκφράζει το 99% είναι, φυσικά, μια ρητορική κατασκευή, τίποτα περισσότερο. Στη Λατινική Αμερική, διφορούμενες προσωπικότητες και καθεστώτα, όπως αυτά του Βάργκας στη Βραζιλία και του Περόν στην Αργεντινή, κατάφεραν να διασπάσουν τον ολιγαρχικό κλοιό στις χώρες τους. Ο αριστερός λαϊκισμός στην Ευρώπη ήταν λιγότερο επιτυχής, και οι προσπάθειες προσέγγισης των μη αριστερών πολιτών δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικές.
Τα ταξικά συμφέροντα στην Ευρώπη είναι περισσότερο εδραιωμένα και αρθρωμένα από ό,τι στη Λατινική Αμερική. Παρ’ όλα αυτά, ο ευρωπαϊκός αριστερός λαϊκισμός έχει διευρύνει την απήχηση της Αριστεράς, όπως συνέβη στην Ελλάδα με τον ΣΥΡΙΖΑ, στην Ισπανία με τους Podemos, και στην Γαλλία με το κόμμα Ανυπόταχτη Γαλλία του Ζαν-Λυκ Μελανσόν. Μια αμιγώς ταξική στρατηγική δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες, αλλά ακόμη και στον βιομηχανικό καπιταλισμό τα επιτυχημένα εργατικά κινήματα υποχρεώθηκαν, για να διευρύνουν την απήχησή τους, να απευθυνθούν και σε άλλα στρώματα πέραν της εργατικής τάξης.
Πώς επιδρούν οι διεθνείς οργανισμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, στις πολιτικές των σύγχρονων καπιταλιστικών κρατών;
Αυτό είναι ένα σημαντικό νέο ερώτημα, μεταγενέστερο των συζητήσεων για το μαρξιστικό κράτος των δεκαετιών 1960-1970. Έχει δημιουργηθεί ένα σύνολο διακρατικών οργανισμών που αποτελούν σημαντικούς πυλώνες της καπιταλιστικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, η οποία σε τελευταία ανάλυση στηρίζεται στην στρατιωτική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι σημαντικότεροι από αυτούς τους οργανισμούς, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα, αλλά και το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική των περισσότερων καπιταλιστικών κρατών, εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο ΝΑΤΟ, η Γαλλία του Ντε Γκωλ διεκδίκησε στο παρελθόν μια κάποια ανεξαρτησία, και σήμερα η Τουρκία του Ερντογάν αρνείται να συμμετάσχει στον οικονομικό πόλεμο κατά της Ρωσίας. Στην Ε.Ε, η Γαλλία και η Γερμανία μπορούν λίγο πολύ να κάνουν ό,τι θέλουν. Η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ ασκούν έντονες πιέσεις κυρίως στις φτωχές ή αδύναμες χώρες.
Στο τέλος του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ήταν η Διεθνής Ταξιαρχία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Τα «προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής» που επέβαλε είχαν οδυνηρές συνέπειες σε πολλές ευάλωτες οικονομίες και κοινωνίες, οδηγώντας μεταξύ άλλων στην υπερβολική αύξηση των θανάτων από ασθένειες του αναπνευστικού συστήματος και από φυματίωση. Η Παγκόσμια Τράπεζα είναι ένας πολύ μεγαλύτερος και περισσότερο πολυδιάστατος οργανισμός, αλλά αποτελεί και αυτός μια ισχυρή δύναμη του διεθνούς κεφαλαίου. Στη δεκαετία του 1990, η Παγκόσμια Τράπεζα ξεκίνησε μια βίαιη εκστρατεία με στόχο την ιδιωτικοποίηση των συνταξιοδοτικών συστημάτων, προκειμένου να ενισχύσει τον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό. Εμπνεόμενη από το παράδειγμα των ιδιωτικοποιήσεων που πραγματοποίησε στη Χιλή η στρατιωτική δικτατορία – υπό την επήρεια των οικονομικών της Σχολής του Σικάγου-η εκστρατεία της Παγκόσμιας Τράπεζας επικεντρώθηκε αρχικά στη Λατινική Αμερική και την Ανατολική Ευρώπη. (Σύντομα, αυτή η πολιτική κατέληξε σε φιάσκο, διακόπηκε, και σε μεγάλο βαθμό καταργήθηκε.)
Τα τελευταία χρόνια, οι θέσεις τόσο του ΔΝΤ όσο και της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι λιγότερο ακραίες λόγω των ανησυχιών τους για τις ανισότητες τις οποίες θεωρούν δυνητικά αποσταθεροποιητικές σε κοινωνικό επίπεδο. Τον Σεπτέμβριο του 2022, το ΔΝΤ άσκησε κριτική ακόμη και σε μια μεγάλη δυτική χώρα, το Ηνωμένο Βασίλειο, επικρίνοντας τον ακραία νεοφιλελεύθερο προϋπολογισμό της συντηρητικής πρωθυπουργού Λιζ Τρας και του υπουργού οικονομικών της κυβέρνησής της, Κουάσι Κουαρτένγκ, όχι μόνο για τις πληθωριστικές επιπτώσεις του, αλλά και γιατί οδηγούσε σε διεύρυνση των ανισοτήτων.
Μας είπατε προηγουμένως ότι, εκτός από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, τις πολιτικές των επιμέρους κρατών επηρεάζουν η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Μπορείτε να μας εξηγήσετε με ποιο τρόπο συμβαίνει αυτό;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία η Γερμανία και η Γαλλία κάνουν σχεδόν ό,τι θέλουν, είναι ένα μεγάλο φιλελεύθερο σχέδιο, που βασίζεται στο ελεύθερο εμπόριο, την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και την ελεύθερη μετακίνηση των κατοίκων στο εσωτερικό της, το οποίο όμως υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του τις κοινωνικές ανησυχίες των ευρωπαϊκών πληθυσμών. Άλλωστε, οι κυβερνώντες στα κράτη μέλη θέλουν την επανεκλογή τους. Στις πανηγυρικές εκδηλώσεις η ΕΕ αυτοπροβάλλεται ως ένας οργανισμός που προωθεί την ειρήνη. Ωστόσο, όταν ήρθε η ώρα αυτό να φανεί στην πράξη, αποδείχτηκε απρόθυμη ή ανίκανη να αποτρέψει τους πολέμους που οδήγησαν στη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας, να δεσμευτεί στην εφαρμογή της Συμφωνίας του Μινσκ για την αυτονομία της ανατολικής Ουκρανίας και να σταματήσει την προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών για επέκταση του ΝΑΤΟ και των στρατιωτικών βάσεων στην Ανατολική Ευρώπη. Μετά τη ρωσική εισβολή, η ΕΕ αποφάσισε να συμμετάσχει και αυτή στον πόλεμο, μετατρεπόμενη σε μια γεωπολιτική οικονομική πολεμική μηχανή επιβολής συνεχώς κλιμακούμενων «κυρώσεων».
Το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε ως ένας αντικομμουνιστικός στρατιωτικός οργανισμός του Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος δεν χρειάστηκε ποτέ να υπερασπιστεί κάποια χώρα μέλος του από εξωτερική επίθεση, αλλά συμμετείχε στις εισβολές στο Αφγανιστάν και τη Λιβύη. Ανέπτυξε έναν διεθνή μυστικό μηχανισμό υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών για να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες εσωτερικές απειλές κατά της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, καθώς και για να λειτουργήσει ως δύναμη υποστήριξης στα μετόπισθεν (stay-behind force) σε περίπτωση σοβιετικής επίθεσης, όπως αποδείχτηκε από την «Επιχείρηση Gladio»1. Η Gladio επισήμως διαλύθηκε το l990, αλλά η ευθυγράμμιση του ΝΑΤΟ με την αμερικανική υπερδύναμη ενίσχυσε το «παρακράτος» σε μια σειρά από χώρες, το οποίο λειτουργούσε –κάτω από το ραντάρ της δημοκρατίας– υπό την καθοδήγηση του Πενταγώνου και της CIA, αποτελούμενο από στρατιωτικούς, ασφαλίτες, κατασκόπους, πράκτορες, «αναλυτές σε θέματα ασφάλειας» και κάποιους επιλεγμένους πολιτικούς.
Όμως, τα πιο επικίνδυνο παρακράτος είναι η Ομάδα Πυρηνικού Σχεδιασμού του ΝΑΤΟ, που σχεδιάζει, υπό την εποπτεία των Ηνωμένων Πολιτειών φυσικά, ποιες περιοχές της Ρωσίας και της Κίνας θα αφανιστούν σε έναν μελλοντικό πυρηνικό πόλεμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αίτηση της Σουηδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ συνοδεύτηκε από ένα νέο νόμο που δίνει στο κράτος το δικαίωμα να κλείνει τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά κανάλια που θεωρούνται επικίνδυνα για την εθνική ασφάλεια, και να προχωρήσει σε αλλαγή του Συντάγματος η οποία θα καθιστά δυνατή την παραπομπή ατόμων για κατασκοπεία στην περίπτωση που δημοσιοποιήσουν πληροφορίες που βλάπτουν τις συμμαχικές δυνάμεις και τις μεταξύ τους σχέσεις.
Παρά τον κυρίαρχο λόγο για την «παγκοσμιοποίηση», σύμφωνα με τον οποίο αυτή είναι προϊόν της «τεχνολογικής αλλαγής» ή/και μιας αυτόνομης αλλαγής στις σχέσεις παραγωγής, η οποία οδήγησε στη μείωση του ρόλου του εθνικού καπιταλιστικού κράτους και στη σταδιακή εξαφάνισή του, το τελευταίο ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι παρόν στις κοινωνίες στο ορατό μέλλον. Τα μεγάλα κράτη, κυρίως οι ΗΠΑ, ήταν αυτά που δημιούργησαν και επέβαλαν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση μέσω των εθνικών νομοθεσιών, του αυταρχισμού, των διεθνών οργανισμών, του ιμπεριαλισμού και του πολέμου. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι κατά τη διάρκεια και μετά την πανδημία Covid, και ύστερα από σαράντα χρόνια νεοφιλελεύθερων πολιτικών, το κράτος παρεμβαίνει εκ νέου στην οικονομική και κοινωνική πολιτική, αυτή τη φορά με ένα θετικό τρόπο. Θεωρείτε αυτή την εξέλιξη ως μια ήττα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που θα μπορούσε, μακροπρόθεσμα, να ωφελήσει τη χειραφετητική αντικαπιταλιστική υπόθεση της Αριστεράς, ή μήπως υπάρχει ο κίνδυνος αυτή να οδηγήσει στην επικράτηση του δεξιού και ακροδεξιού εθνικισμού;
Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση έχει εξουδετερωθεί από τη γεωπολιτική της υπεροχής της Δύσης. Το ελεύθερο εμπόριο, η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού έχουν πια παραμεριστεί ως προτεραιότητες από την εθνική ασφάλεια, την οικονομική απεξάρτηση και την εθνική ισχύ. Την δεκαετία του 2010, η ελίτ των Ηνωμένων Πολιτειών διαπίστωσε ότι οι Κινέζοι ήταν αυτοί που κέρδιζαν το παιχνίδι της παγκοσμιοποίησης. Η Κίνα έγινε η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, με βάση τη σταθμισμένη αγοραστική δύναμη. Ως εκ τούτου, το καθεστώς των ΗΠΑ επανήλθε στο παλιό παιχνίδι της αυτοκρατορικής γεωπολιτικής. Τώρα, τα πάντα πρέπει να υποτάσσονται στη διατήρηση της αμερικανικής τεχνολογικής και στρατιωτικής υπεροχής.
Το τέλος της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης πρέπει να θεωρηθεί ως η αρχή του τέλους 500 χρόνων παγκόσμιας κυριαρχίας της Δύσης, και της παρακμής της ευρωαμερικανικής λευκής χριστιανικής δυναστείας που κυβέρνησε τον κόσμο για σχεδόν μισή χιλιετία. Η αμερικανική ελίτ συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί πλέον να προσδοκά ότι θα κυριαρχήσει σε ολόκληρο τον μεταψυχροπολεμικό κόσμο και κάνει μια στρατηγική υποχώρηση. Αντί να επιδιώκουν την κυριαρχία σε οικονομικό επίπεδο μέσω μιας οικουμενικής αγοραίας τάξης πραγμάτων που «δεσμεύεται από κανόνες», οι Ηνωμένες Πολιτείες αναδιπλώνονται σε αυτό που οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι μέχρι ονομάζουν «παρεοκρατικό καπιταλισμό» ή «καπιταλισμό των κολλητών», ο οποίος οχυρώνεται σε έναν υπο-παγκόσμιο κύκλο φιλικών χωρών.
Η παγκόσμια επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πιθανό να συνεχίσει να υποχωρεί, και η ασιατική, όχι μόνο η κινεζική, επιρροή να συνεχίσει να αυξάνεται. Αλλά ούτε ο τρόπος, ούτε ο χρόνος του τέλους της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ μπορούν να προβλεφθούν, ούτε και τι θα διαδεχθεί τη δυτική δυναστεία. Δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η διάδοχη κατάσταση να είναι μια παγκόσμια δημοκρατία.
Η νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού έχει δεχθεί δύο μεγάλα πλήγματα: την πανδημία και τις γεωπολιτικές προκλήσεις. Το κράτος δεν είναι πλέον «το πρόβλημα», όπως διακήρυττε κάποτε ο Ρήγκαν, αλλά η λύση στα μεγάλα προβλήματα: τις πανδημίες, τις πολεμικές κινητοποιήσεις κατά της Ρωσίας και της Κίνας, την κλιματική αλλαγή. Πρόκειται σαφώς για μια ήττα του νεοφιλελευθερισμού, αλλά σίγουρα όχι για μια νίκη του ακροδεξιού εθνικισμού.
Προς το τέλος της πανδημίας, φάνηκε ότι αυτή θα μπορούσε να προκαλέσει μια οικολογική αλλαγή και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Ηνωμένες Πολιτείες οι ιδέες για μια «Πράσινη Νέα Συμφωνία» κέρδιζαν έδαφος, η Ευρωπαϊκή Ένωση επεξεργαζόταν ένα νέο σχέδιο χρηματοδότησης των μεταρρυθμίσεων στα κράτη μέλη, η πεφωτισμένη αστική τάξη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους συντάκτες των Financial Times και τον διευθυντή του Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός, Κλάους Σβαμπ, πρότεινε και (ο Σβαμπ) προέβλεπε την πραγματοποίηση μιας ριζοσπαστικής εξισωτικής κοινωνικής αλλαγής. Όμως, οι αγγλοσαξονικές Νέες Συμφωνίες εμποδίστηκαν από τις εγχώριες πολιτικές και η διεθνής μεταρρυθμιστική ατζέντα ανατράπηκε από τη γεωπολιτική εποχή των παγετώνων, που εγκαθιδρύθηκε με αυξανόμενη ταχύτητα από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Αυτός που ενισχύεται, δεν είναι τόσο ο ακροδεξιός εθνικισμός, όσο ο ακροδεξιός και κεντρώος διεθνισμός, που αποτυπώνεται στην αυξανόμενη παν-δυτική σινοφοβία και την πανευρωπαϊκή ρωσοφοβία, με τον επικεφαλής των εξωτερικών υποθέσεων της ΕΕ να διαχωρίζει τον κόσμο σε έναν ευρωπαϊκό (και συμμαχικό) «κήπο» και σε μια «ζούγκλα» του υπόλοιπου κόσμου, καθώς και με τις αγωνιώδεις προσπάθειες του καθεστώτος Μπάιντεν να δημιουργήσει δύο παγκόσμια μπλοκ, ένα με συμμάχους–εταίρους και ένα με εχθρικούς στόχους στους οποίους επιβάλλονται κυρώσεις. Σε όλη αυτήν τη διαδικασία πουθενά δεν φαίνονται κάποια σημάδια ενίσχυσης μιας χειραφετητικής αντικαπιταλιστικής πορείας.
Υπάρχουν κάποια παλαιότερα, αλλά και πρόσφατα, παραδείγματα κατάκτησης της κυβερνητικής εξουσίας από κόμματα της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς ή συμμετοχής σ’ αυτήν από τη θέση του ελάσσονος εταίρου. Αναφέρω ενδεικτικά τη βραχυχρόνια κυβέρνηση συνεργασίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος και του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος τη δεκαετία του 1980, την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (σε συνεργασία με το μικρό δεξιό κόμμα Ανεξάρτητοι Έλληνες) στην Ελλάδα την περίοδο 2015-2019, καθώς και τη συμμετοχή των UNIDAS PODEMOS στην κυβέρνηση υπό τον σοσιαλιστή Σάντσεθ στην Ισπανία την περίοδο 2020-2023. Με βάση αυτές και άλλες εμπειρίες, όπως π.χ. από τις Βόρειες Χώρες, σε ποιο βαθμό θεωρείτε ότι η κυβερνώσα ή η συμμετέχουσα σε πλουραλιστικές κυβερνήσεις ριζοσπαστική Αριστερά, ειδικά σε μικρές ή μεσαίες χώρες της Ευρώπης μπορεί να υπηρετήσει τον στρατηγικό της στόχο σταδιακής υπέρβασης του καπιταλισμού; Μήπως, το πιθανότερο αποτέλεσμα ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι ο μετασχηματισμός των ριζοσπαστικών κομμάτων που κυβερνούν σε ακίνδυνες πολιτικές δυνάμεις; Θα μπορούσε η κατάσταση να είναι διαφορετική σε μεγάλες χώρες ή σε χώρες άλλων περιοχών του πλανήτη, για παράδειγμα στη Λατινική Αμερική;
Στο ορατό μέλλον, δεν υπάρχει η δυνατότητα ριζικών προοδευτικών µετασχηµατισµών σε οποιαδήποτε περιοχή της Ευρώπης. Αντιθέτως, ολόκληρη η ήπειρος οπισθοδρομεί, καταφεύγοντας στη στρατιωτικοποίηση, την ξενοφοβία, τη λογοκρισία, καθώς και σε μια σαδο-φιλελεύθερη τιμωρητική επιχείρηση. Οι προοδευτικές δυνάμεις που έχουν απομείνει, πρέπει να παλέψουν για την επιβίωσή τους. Στη Λατινική Αμερική έχει δημιουργηθεί κάποιος χώρος για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και για μια αδέσμευτη εξωτερική πολιτική. Αλλά ο κοινωνικός χώρος είναι σαφώς μικρότερος από εκείνον της πρώτης δεκαετίας αυτού του αιώνα. Η Αφρική και η Ασία απεγκλωβίζονται από τη μέγγενη των Ηνωμένων Πολιτειών και των ευρωπαϊκών πρώην αποικιοκρατικών δυνάμεων. Ωστόσο, οι κοινωνικές προοπτικές σ’ αυτές τις περιοχές του κόσμου είναι πολύ ασαφείς.
Κατά την γνώμη σας ισχύει η άποψη ότι τα καπιταλιστικά κράτη είναι συνδεδεμένα με το χρηματοπιστωτικό και το ψηφιακό κεφάλαιο; Και μπορεί η Αριστερά να σπάσει αυτή τη διασύνδεση;
Ναι, όντως συμβαίνει αυτό. Οι κρατικές πολιτικές και η κρατική χρηματοδότηση επέτρεψαν και προώθησαν την ψηφιακή επανάσταση, άνοιξαν τις στρόφιγγες για τη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία και επενέβησαν για να διασώσουν τους κερδοσκόπους στις περιπτώσεις οικονομικής κατάρρευσης. Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και το κεφάλαιο υψηλής τεχνολογίας συγκροτούν τον πυρήνα του σύγχρονου καπιταλισμού και ο δεσμός τους με το κράτος-προστάτη τους είναι άρρηκτος στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού. Όμως, είναι εφικτό να δημιουργηθεί μια ισχυρή αριστερή ψηφιακή υποδομή και αριστερά κοινωνικά δίκτυα που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την καπιταλιστική εξουσία. Στον αιώνα που ζούμε η ψηφιακή κινητοποίηση αποτελεί ένα πολύ σημαντικό εργαλείο τόσο της εξουσίας, όσο και της αντι-εξουσίας. Δυστυχώς, στις δημοκρατικές χώρες αυτό το εργαλείο έχει χρησιμοποιηθεί μέχρι στιγμής με μεγαλύτερη επιτυχία από ακροδεξιούς πολιτικούς, όπως ο Τραμπ και ο Μπολσονάρο.
Μπορεί η κυβερνώσα Αριστερά να αμφισβητήσει την υποταγή του κράτους στις διαθέσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών και να αντιμετωπίσει την κλιματική κρίση;
Η αντίσταση στις χρηματοπιστωτικές αγορές είναι πολύ δύσκολη, γιατί κοστίζει πολύ ακριβά, δεδομένου ότι μπορεί να οδηγήσει σε υποτίμηση του νομίσματος, μείωση της δυνατότητας δανεισμού ή ακόμα και αποκλεισμό από τις χρηματαγορές, με αποτέλεσμα τη βραχυπρόθεσμη υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου. Για να μπορέσει να αντισταθεί κάποιος σ’ αυτές τις πιέσεις, πρέπει να έχει το σθένος του Λένιν ή του Φιντέλ Κάστρο, και τη στήριξη μιας ομάδας άλλων κρατών.
Πάντως, η σχέση των χρηματαγορών με την κλιματική κρίση είναι ένα περίπλοκο ζήτημα. Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν είναι εξ ορισμού προστάτης της παραγωγής που βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα. Δεν υπάρχει κάποια εγγενής σύνδεση των συμφερόντων τους, αν και πολλοί διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων (asset managers) έχουν επενδύσεις σε εταιρείες παραγωγής υδρογονανθράκων. Ένα σημαντικό τμήμα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου έχει εκφράσει την υποστήριξή του στη μετάβαση σε έναν καπιταλισμό χωρίς ορυκτά καύσιμα. Η πίεση του κεφαλαίου κατά της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή είναι πιο πιθανό να προέλθει –και ήδη προέρχεται– από τις εταιρείες ορυκτών καυσίμων παρά από τη χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Η δυνατότητα προσαρμογής του κεφαλαίου σε μια οικονομία μηδενικών ρύπων μένει να φανεί. Αλλά η Αριστερά καλό είναι να γνωρίζει ότι ο πράσινος καπιταλισμός δεν είναι αδιανόητος και ότι αποτελεί την επιδίωξη τόσο της σοσιαλδημοκρατίας, όσο και της πεφωτισμένης Δεξιάς. Όμως, δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί και ως εκ τούτου οι δυνάμεις της Αριστεράς είναι πολύ πιθανόν να έχουν αρκετές ευκαιρίες να πιέσουν για εναλλακτικές λύσεις που θα συνδυάζουν την ενεργειακή μετάβαση με τον οικονομικό μετασχηματισμό.
Μετάφραση: Χάρης Γολέμης
Σημειώσεις:
1. ΣτΕ: Η Επιχείρηση Γκλάντιο (Operation Gladio) είναι η κωδική ονομασία μιας μυστικής παρακρατικής-παραστρατιωτικής επιχείρησης του ΝΑΤΟ και της CIA, που οργανώθηκε κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, σε συνεργασία με διάφορες εθνικές υπηρεσίες πληροφοριών με στόχο την αποτροπή εγκαθίδρυσης στη Δυτική Ευρώπη κομμουνιστικών καθεστώτων, ή/και στην περίπτωση που αυτό θα συνέβαινε, την οργάνωση ένοπλης αντίστασης από ειδικές δυνάμεις των μετόπισθεν (stay behind forces). Η δράση της ήρθε στην επιφάνεια για πρώτη φορά στην Ιταλία, αλλά είναι βέβαιο ότι αυτή είχε επεκταθεί και σε άλλες χώρες. Σύμφωνα με δυτικοευρωπαίους ερευνητές, η Επιχείρηση Gladio περιλάμβανε τη χρήση δολοφονιών, ψυχολογικού πολέμου και ενεργειών που αποδίδονταν στους αντιπάλους του ΝΑΤΟ με στόχο την απονομιμοποίηση των κομμουνιστικών και κάποιων αριστερών κομμάτων, ενώ έφτασε μέχρι του σημείου να υποστηρίξει αντικομμουνιστικές πολιτοφυλακές που βασάνισαν και δολοφόνησαν κομμουνιστές.
Η ΕΠΟΧΗ